Publications

2015
Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του ΣτΕ (Ολ.) 2287/2015 για τις περικοπές των επικουρικών συντάξεων. Θεωρία και Πράξη Δημοσίου Δικαίου. 2015;2015(7):674-679.Abstract
Η απόφαση της ΣτΕ (Ολ.) 2287/2015 κρίνει ότι επιβάλλεται η εκπόνηση μελέτης οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων πριν από την επιβολή περικοπών στις συντάξεις. Απαιτείται να εκτιμηθούν συνολικά οι επιπτώσεις από τα φορολογικά και ασφαλιστικά μέτρα. Η απόφαση συνάδει με όσα έχουν γίνει δεκτά από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας και το Συμβούλιο της Ευρώπης όσον αφορά στη συμμόρφωση της Ελλάδας στις διεθνείς της υποχρεώσεις. Ωστόσο, η απόφαση εσφαλμένα δέχεται ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν είναι διαρθρωτικά. Η άποψη της μειοψηφίας στο σημείο αυτό είναι περισσότερο πειστική. Τέλος, στην παρούσα εξαιρετικά κρίσιμη οικονομική συγκυρία και λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναφερόμενη στην απόφαση μελέτη των επιπτώσεων απαιτείται το πρώτον, θα έπρεπε να είχε ταχθεί προθεσμία στο Δημόσιο για να προσκομίσει, έστω και εκ των υστέρων, ως συμπληρωματική απόδειξη τη μελέτη αυτή.
skepseis_me_aformi_ti_ste_ol_2287_2015.pdf
2013
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. H προστασία της υγείας των μεταναστών. Επιθεώρηση Μεταναστευτικού Δικαίου. 2013;1:29-34. i_prostasia_tis_ygeias_ton_metanaston.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. ΔΙΚΑΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη; 2013 pp. 392.
2012
Paparrigopoulou-Pechlivanidis P. Constitution, social rights and economic crisis . The case of Greece. In: Velferd of rettferd, Festskrift til Asbjørn Kjønstad 70ar. Oslo: Gydendal; 2012. pp. 449-461.Abstract
The issue under contemplation is whether the Constitution is able to prevent – andin what ways – the creation of huge fiscal deficits in such a manner as to ensure theeconomic and social rights of the citizens. Although it has a particularly onerousimpact on the population, the issue of limitation of social rights due to financialcrunch and economic recession is not under contemplation here since it emerges at asubsequent time. In a certain sense it is less interesting from a legal perspectivebecause the limitations on social rights, particularly in view of their financial nature,are addressed through a set of provisions pertaining to legislative and judicial assessmentson the presence of grounds of public interest and of compliance with the principlesof equality, proportionality and the protection of human value.2To this end, the example used in this essay is the Greek Constitution. The viewssupported below are the following: First, the way that the Constitution has beeninterpreted to date is not consistent with fundamental rules and views of the EU andthe IMF, which is why there are delays in taking the measures that were agreed uponwith these international organizations and why there are shortcomings in theirimplementation. Second, the constitutional provisions regarding the economy,public finance and financial control do not suffice at a quality or a quantity level forthe prevention of crises, such as the one which the country currently faces.
constitution_social_rights_and_economic_crisis.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Η οικονομική βιωσιμότητα και ανταποδοτικότητα ως συνταγματικές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης. Ανάγκη νομολογιακής καθιέρωσής τους. Θεωρία και Πράξη Δημοσίου Δικαίου. 2012;(2):112-118.Abstract
Οι αρχές της οικονομικής βιωσιμότητας και της ανταποδοτικότητας ως στοιχεία της έννοιας του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης. Οι αρχές αυτές σε συνδυασμό με τις ήδη καθιερωθείσες αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης και της εκπόνησης αναλογιστικών μελετών, διασφαλίζουν την οικονομική λειτουργία του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης και την εκπλήρωση του κοινωνικού του σκοπού.
oikonomiiki_viosimotita_kai_antpapodotikotita.pdf
2011
Paparigopoulou-Pechlivanidis P. The distinction between basic pension and contributory pension: The paradoxes of the recent reform to the Greek pension scheme (Laws 3863 and 3865/2010). Pensions. 2011;16:51-62.Abstract
Greece under severe financial and economic crisis has accepted the control of the World Monetary Fund and the European Union. Among other measures imposed on Greece is government funding to remain at 5 per cent of the GDP until 2030. In order to fulfill this obligation, Laws 3863 and 3865/2010 have been passed. With these laws, the distinction between basic pension and contributory pension is introduced. A theoretical mathematical model based on social security principles for calculating the aggregate pension (basic pension and contributory pension) is presented and compared to the model that corresponds to the recent reform to the Greek pension scheme. Apart from the social and economic merits of this reform, some paradoxes and shortcomings are pointed out.
distinction_contributory_basic_pension.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Ανοιχτή η κλειστή η αγορά των φαρμάκων; Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 2533/2011. Το Σύνταγμα. 2011;(3):701-708.Abstract
Η απόφαση 2533/2011 του Δ Τμήματος του ΣτΕ παραπέμπει το ζήτημα της συνταγματικότητας της θέσπισης πληθυσμιακών κριτηρίων για την έκδοση άδειας λειτουργίας φαρμακείου στην Ολομέλεια. Η απόφαση ΣτΕ (Ολ.) 3665/2005 είχε κρίνει ότι τα πληθυσμιακά κριτήρια αντίκεινται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που καθιερώνει την επαγγελματική ελευθερία. Από την ανάγνωση των αποφάσεων αυτών δεν προκύπτει κανένα νεότερο νομικό στοιχείο. Υποστηρίζω ότι τα πληθυσμιακά κριτήρια όπως ισχύουν δεν συνάδουν ούτε με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε με όσα το ευρωπαϊκό δίκαιο κάνει δεκτά. Δεν αποτελεί λόγο δημοσίου συμφέροντος η εξασφάλιση της βιωσιμότητας των υφιστάμενων φαρμακείων ενώ η πρόσβαση του πληθυσμού της υπαίθρου στο φάρμακο μπορεί να επιτευχθεί με προσφορότερα και λιγότερο περιοριστικά μέτρα. 
sholio_farmakeia_ste_2533_2011.pdf
2010
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στα κοινωνικά συστήματα προστασίας της υγείας. Ευρωπαίων Πολιτεία . 2010;(1):39-57.Abstract
Με τον όρο «κοινωνικά συστήματα προστασίας της υγείας»  εννοούνται τα συστήματα στα οποία η υποβάθμιση της υγείας του ανθρώπου θεωρείται κοινωνικός κίνδυνος. Οι συμπράξεις στα  κοινωνικά συστήματα προστασίας της υγείας εγείρουν δύο βασικά ερωτήματα στα οποία εστιάζεται η μελέτη: Πρώτον, εάν η ιδιαίτερη φύση της υγειοπροστατευτικής δραστηριότητας επιβάλλει τη θέσπιση ιδιαίτερου νομοθετικού καθεστώτος σε σχέση με το γενικό καθεστώς που ισχύει για τις συμπράξεις στους υπόλοιπους τομείς της διοικητικής δράσεως. Δεύτερον, ποιες επιπτώσεις επιφέρει ο χαρακτηρισμός των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων οργανισμών παροχής υπηρεσιών υγείας ως επιχειρήσεων, κατά την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου για την εσωτερική αγορά, τις κρατικές ενισχύσεις και τον ανταγωνισμό, στη νομική φύση των συμπράξεων. Τα τελευταία χρόνια η κοινωνική ασφάλιση και οι κοινωνικές υπηρεσίες αποτελούν το αντικείμενο συζητήσεων και προβληματισμού, κυρίως επειδή η επιδίωξη μεγαλύτερης συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα εντείνει τις δυσκολίες στην εφαρμογή των κανόνων για την εσωτερική αγορά, τον ανταγωνισμό και τις κρατικές ενισχύσεις και δημόσιες συμβάσεις.  Από την ανάλυση της νομοθεσίας και της νομολογίας του ΔΕΚ προκύπτουν τα εξής:  Στα κοινωνικά συστήματα προστασίας της υγείας η καθολική πρόσβαση, δηλαδή η αλληλεγγύη δεν έχει σχέση αυτό καθεαυτό με την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών, αλλά με την ασφαλιστική ή φορολογική κάλυψη του κινδύνου. Επομένως, θα πρέπει να διαχωρίζεται η ασφαλιστική δραστηριότητα από την υγειοπροστατευτική. Η ασφαλιστική δραστηριότητα κινείται εκτός του ευρωπαϊκού δικαίου για την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό, εφόσον προέχει η κοινωνική αλληλεγγύη και ο κρατικός έλεγχος. Οι ιατρικές υπηρεσίες μπορεί να παρέχονται και από τον δημόσιο και από τον ιδιωτικό τομέα. Στην περίπτωση αυτή η τυχόν προνομιακή μεταχείριση του δημόσιου τομέα ή των ιδιωτικών φορέων που διαχειρίζονται το σύστημα για λογαριασμό του στο μέτρο που δεν δικαιολογείται με βάση το άρθρο 86 παρ. 2 ΣΕΚ θίγει τον ανταγωνισμό. Υποστηρίζω ότι η φύση της υγειοπροστατευτικής δραστηριότητας και ο σκοπός της παροχής υψηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας με ανεκτό δημοσιονομικά κόστος επιβάλλουν την επεξεργασία και εισαγωγή ιδιαίτερου θεσμικού πλαισίου για τις συμπράξεις του δημόσιου, του κοινωνικού και του ιδιωτικού τομέα των υπηρεσιών υγείας.   
sympraxeis_dimosioy_kai_idiotikoy_tomea_sta_koinonika_systimata_prostasias_tis_ygeias.pdf
2009
Pechlivanidis PP-. Public Private Partnerships in the social Healthcare Systems. In: Χαριστήριο Λουκά Θεοχαρόπουλου και Δήμητρα Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου. Vol. 3. Thessaloniki: Νομος; 2009. pp. 489-501. ppp_in_the_social_health_care_system_english.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Η νομολογία του ΔΕΚ και του ΣτΕ σχετικά με την ίση κοινωνικοασφαλιστική μεταχείριση ανδρών και γυναικών συμπλέουν. ΕΔΚΑ. 2009;(5):346-349.Abstract
Στην εργασία αυτή εξετάζονται η νομολογία και του ΣτΕ και του ΔΕΚ , προκειμένου να διαπιστωθεί αν διαφοροποιούνται ως προς το συμπέρασμα και τις κύριες παραδοχές τους  σχετικά με τις ευνοϊκότερες για τις γυναίκες διατάξεις για τη χορήγηση των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών και ειδικότερα τα μικρότερα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότησή τους. Η νομολογία του ΣτΕ έχει ασχοληθεί κυρίως με υποθέσεις που αφορούν  στην άνιση κοινωνικοασφαλιστική μεταχείριση των ανδρών έναντι των γυναικών. Η νομολογία των ημεδαπών δικαστηρίων για την άνιση κοινωνικοασφαλιστική μεταχείριση με κριτήριο το φύλο στηρίζεται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν την ισότητα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων ανδρών και γυναικών και έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική. Υπάρχει ήδη ένας μακρύς κατάλογος δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν τους άνδρες ως μειονεκτούσα ομάδα έναντι των γυναικών στην κοινωνική ασφάλιση. Και τα ευρωπαϊκά και τα ημεδαπά Δικαστήρια δέχονται ότι επιτρέπεται να ληφθούν θετικά μέτρα για την προαγωγή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, για να βελτιωθεί η ικανότητα του φύλου που υφίσταται την άνιση μεταχείριση να προλάβει ή αντισταθμίσει τις σε βάρος του ανισότητες. Κρίσιμο για τη νομιμότητα των θετικών μέτρων είναι η αποκατάσταση της ισότητας και η συνάφεια των μέτρων με τον σκοπό αυτό. Τέτοια μέτρα ασφαλώς δεν αποτελούν τα διαφορετικά όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση των ανδρών και των γυναικών. Επομένως, η απόφαση του ΔΕΚ C-559/2007 Επιτροπή ΕΚ κατά Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με τα ισχύοντα στην Ελλάδα ευνοϊκότερα για τις γυναίκες δημόσιους υπαλλήλους όρια ηλικίας συνταξιοδότησης δεν αποτελεί novum, αφού με βάση το Σύνταγμα η νομολογία του ΣτΕ καταλήγει στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα, ότι δηλαδή απαγορεύεται η άνιση συνταξιοδοτική μεταχείριση με κριτήριο το φύλο. 
h_nomologia_toy_ste_kai_toy_dek_gia_tin_isi_koinonikoasfalistiki_metaheirisi_ton_fylon_sympleoyn.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Κλάδοι ασθένειας: Πρόκληση για τον εκσυγχρονισμό του ασφαλιστικού συστήματος. Θεωρία και Πράξη Δημοσίου Δικαίου. 2009;(6):682-691.Abstract
Τα ευρωπαϊκά κράτη επιδιώκουν την οικονομικότητα, οικονομική ισορροπία και  βιωσιμότητα  του συστήματος υγείας με δύο διαμετρικά αντίθετους τρόπους: Με τον εσωτερικό ανταγωνισμό των δημόσιων υπηρεσιών υγείας από τη μια και με τη συνεργασία του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα από την άλλη. Η σχετική αντιπαράθεση στην ΕΕ είναι έντονη και έχει οδηγήσει στην εξαίρεση των υπηρεσιών υγείας από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας για τις υπηρεσίες. Ωστόσο, η Επιτροπή  συζητά το ενδεχόμενο θεσπίσεως ειδικής Οδηγίας για τις κοινωνικές υπηρεσίες γενικότερου οικονομικού συμφέροντος στις οποίες θα περιλαμβάνονται και τα νοσοκομεία. Ο έλληνας νομοθέτης τελευταία, διστακτικά και αποσπασματικά θεσπίζει ρυθμίσεις για τη συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας. Οι σχετικές προβλέψεις όμως δεν συνοδεύονται από το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων. Η μεταρρύθμιση των κλάδων ασθένειας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να συνδυασθεί με μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, να στηρίζεται στις αρχές της υψηλής ποιότητας και της βιωσιμότητας και να αξιοποιεί τα σύγχρονα μέσα για την οργάνωση, τη διοίκηση και τον έλεγχο των υπηρεσιών υγείας και συγκεκριμένα στην αξιολόγηση και τον αποτελεσματικό διοικητικό έλεγχο. Μέχρις ότου το κράτος ανταποκριθεί στην πρόκληση αυτή οι ασφαλισμένοι θα κάνουν όλο και συχνότερα χρήση των διατάξεων για την εσωτερική αγορά και θα ζητούν νοσηλεία ή εξωνοσοκομειακές παροχές σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ. Εκ του αποτελέσματος το ευρωπαϊκό δίκαιο συμβάλλει ουσιαστικά στην προστασία της υγείας των ευρωπαίων ασφαλισμένων στο μέτρο που τους επιτρέπει να παρακάμπτουν τις οικονομικές αδυναμίες των εθνικών συστημάτων και τις οργανωτικές τους ελλείψεις. 
kladoi_astheneias._proklisi_gia_ton_eksyghronismo_toy_asfalistikoy_systimatos.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. ΣΧΟΛΙΟ στην απόφαση ΔΕΚ C-559/07 Επιτροπή ΕΚ κατά Ελληνικής Δημοκρατίας. Συνήγορος . 2009;72:31-33.Abstract
Στο σχόλιο  αυτό υποστηρίζω ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση C-559/2007 του ΔΕΚ δεν αναμενόταν να έχει θετική έκβαση για την Ελλάδα. Η  εμμονή της Ελλάδας να διατηρεί ευνοϊκότερα όρια ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τις γυναίκες αντίκειται και στο Σύνταγμα, όπως ήδη είχε κρίνει και το ΣτΕ με την απόφαση (Ολ.) 3088/2007. Η εκ μέρους της Ελλάδας ενώπιον του ΔΕΚ εξάντληση της διαδικασίας και της  επιχειρηματολογίας με βάση τη μεταβατική διάταξη της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ ήταν νομικά αδιέξοδη και πέτυχε έναν και μόνο στόχο, να καθυστερήσει όσο γινόταν περισσότερο την κατάργηση των ευνοϊκότερων για τις γυναίκες ορίων ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Ο στόχος όμως αυτός δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το Σύνταγμα καθώς και από το δίκαιο της ΕΕ.    
sholio_dek_c_559.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ. Άθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη; 2009 pp. 352.Abstract
Το παρόν έργο οριοθετεί το δημόσιο δίκαιο της υγείας ως αυτοτελή κλάδο του δικαίου της κοινωνικής προστασίας και εξετάζει το ισχύον στην Ελλάδα νομοθετικό πλαίσιο των δημόσιων υπηρεσιών υγείας με βάση τις αρχές που το διέπουν. Στην Ελλάδα οι θεωρητικές μελέτες για το δίκαιο της υγείας περιορίζονται σε αποσπασματικές προσεγγίσεις, κυρίως σχετικά με το συνταγματικό δικαίωμα στην προστασία της υγείας, την αστική ευθύνη των ιατρών του Eθνικού Συστήματος Yγείας (ΕΣΥ) ενώ τα δικαιώματα των ασθενών κατά κανόνα εξετάζονται από πλευράς αστικού δικαίου, δηλαδή με βάση τη συμβατική σχέση του ιατρού με τον ασθενή. Το έργο όμως αυτό συμβάλλει στην καλλιέργεια του κλάδου του δημοσίου δικαίου στην υγεία. Στο πρώτο μέρος οριοθετείται το δημόσιο δίκαιο της υγείας ως ιδιαίτερος κλάδος του δικαίου της κοινωνικής προστασίας. Το δίκαιο της κοινωνικής προστασίας αποτελεί ειδικότερο κλάδο του δημοσίου δικαίου και περιλαμβάνει τη νομοθεσία που ρυθμίζει την εξασφάλιση του ανθρώπου από τους κοινωνικούς κινδύνους. Το δίκαιο της υγείας ορίζεται ως το σύστημα των κανόνων δικαίου που εφαρμόζονται στην υγειοπροστατευτική δραστηριότητα στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ο άνθρωπος και η διατήρηση, η αποκατάσταση και η βελτίωση μιας πραγματικής καταστάσεως, της υγείας του. Το δίκαιο της υγείας εντάσσεται συστηματικά στο δίκαιο της κοινωνικής προστασίας, εφόσον η προσβολή ή η υποβάθμιση της υγείας του ανθρώπου θεωρείται κοινωνικός κίνδυνος, τον οποίο η κοινωνική ολότητα αναλαμβάνει να καλύψει. Το δίκαιο της υγείας είναι συγγενές με το δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως και της πρόνοιας και μάλιστα παρατηρούνται επικαλύψεις όταν οι ασφαλιστικοί και προνοιακοί οργανισμοί χορηγούν παροχές ασθενείας και μητρότητας σε είδος. Στη μελέτη εξετάζονται ειδικότερα, τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του ατομικού και συλλογικού δικαιώματος και οι υπερκρατικές πηγές, δηλαδή το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. Oι κανόνες δημοσίου δικαίου που διέπουν τη διοίκηση των υπηρεσιών υγείας και τη διασφάλιση της υγειονομικής τάξεως και της ασφάλειας έχουν ειδικό χαρακτήρα σε σχέση με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και συγκροτούν το δημόσιο δίκαιο της υγείας. Το δίκαιο αυτό εστιάζεται σε δύο πόλους: Στην παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υγείας και στην εξασφάλιση της υγειονομικής δημόσιας τάξεως. Το ευρωπαϊκό δίκαιο έχει συμβάλει ουσιωδώς στην καθιέρωση του αυτοτελούς δικαιώματος στην προστασία της υγείας και έχει επιτύχει την καθιέρωση της ενιαίας αγοράς αγαθών και υπηρεσιών υγείας. Τα κράτη-μέλη είναι αρμόδια για την οργάνωση των εθνικών τους συστημάτων, ωστόσο με νομικά δεσμευτικά και μη μέσα η ΕΕ επιτυγχάνει τη σύγκλιση, τον συντονισμό και σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την εναρμόνιση των διατάξεων που αναφέρονται στην προστασία της υγείας των ευρωπαίων πολιτών. Στο ευρωπαϊκό δίκαιο, η θέση της προστασίας της υγείας υπό τη σκέπη της αλληλεγγύης, μαζί με δικαιώματα, όπως είναι η προστασία του περιβάλλοντος και του καταναλωτή, και το γεγονός ότι η υγεία αποτελεί έναν από τους στόχους της προστασίας του περιβάλλοντος και του καταναλωτή, έχει οδηγήσει στην καθιέρωση και την εφαρμογή κοινών γενικών αρχών και συγκεκριμένα της πρόληψης, της προφύλαξης, της βιωσιμότητας, της υψηλής ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και αγαθών υγείας. Επίσης, οι μέθοδοι τις οποίες προκρίνει το ευρωπαϊκό δίκαιο και συγκεκριμένα της αξιολογήσεως, της συνεργασίας με διεθνείς οργανισμούς και άλλα κράτη για τη διαφύλαξη και την προαγωγή της υγείας κ.λπ., καθώς και οι δράσεις της EE έχουν σημειώσει αξιόλογα και ορατά από τους ευρωπαίους πολίτες αποτελέσματα, κυρίως όσον αφορά στην προστασία της δημόσιας υγείας. Πάντως, για τη μελλοντική ανάπτυξη της προστασίας της υγείας στο ευρωπαϊκό δίκαιο, θα πρέπει η ΕΕ να αποκτήσει πρόσθετες αρμοδιότητες, κάτι που πιθανότατα θα καθυστερήσει αφού η υγεία εντάσσεται στα νεότερα πεδία της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως, τα οποία κινούνται με μικρή σχετικώς ταχύτητα και δεν φαίνεται ότι προσεχώς θα αποκτήσουν ταχείς ρυθμούς. Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται η δημόσια υπηρεσία προστασίας της υγείας και οι αρχές που τη διέπουν. Αναλύονται τα δύο βασικά πρότυπα (Bismarck και Beveridge) και παρατίθενται δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα (της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου), τα οποία έχουν αποτελέσει και πηγή εμπνεύσεως για τον έλληνα νομοθέτη. Συγκεκριμένα, το μεν γαλλικό για το ελληνικό διοικητικό δίκαιο και για την οργάνωση της δημόσιας διοικήσεως και των νοσοκομείων στην Ελλάδα μέχρι το 1983, το δε βρετανικό για τη θέσπιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας το 1983. Ακολουθεί η παρουσίαση του ελληνικού δημόσιου συστήματος υγείας και, ειδικότερα, αφενός των γενικών του αρχών, που είναι έμφυτες στο πρότυπο το οποίο ο νομοθέτης έχει επιλέξει, και αφετέρου της επιδράσεως των γενικών αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου. Βασικά στοιχεία του ΕΣΥ είναι η κρατική ευθύνη για την προστασία της υγείας, η καθολική, ισότιμη και κατάλληλη προστασία της υγείας του πληθυσμού και η οργάνωση σε κρατικές υπηρεσίες ή δημόσια νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από το κράτος. Τα ευρωπαϊκά κράτη επιδιώκουν την παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας και την οικονομική βιωσιμότητα  του συστήματος υγείας με δύο διαμετρικά αντίθετους τρόπους: Με τον εσωτερικό ανταγωνισμό των δημόσιων υπηρεσιών υγείας από τη μια και με τη συνεργασία του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα από την άλλη. Η σχετική επιλογή αναδεικνύει τη σύγκρουση δύο διαμετρικά αντίθετων ιδεολογικών αντιλήψεων. Από τη μια, η υγεία δεν διαφοροποιείται από τα άλλα αγαθά και μπορεί να παρασχεθεί με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και τους μηχανισμούς της αγοράς. Από την άλλη, η υγεία αποτελεί κοινωνικό αγαθό και για την εξασφάλιση της προστασίας της δεν επαρκούν οι μηχανισμοί της αγοράς, τουλάχιστον όσον αφορά στη ρύθμιση της ζήτησης σε υπηρεσίες υγείες, καθόσον ο χρήστης των υπηρεσιών δεν έχει τις απαιτούμενες επιστημονικές γνώσεις και επιλέγει ακολουθώντας τη συμβουλή του επαγγελματία υγείας.  Το EΣΥ δεν έχει εισαγάγει την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα ούτε τις συμβάσεις μεταξύ αυτών που παρέχουν και αυτών που λαμβάνουν υπηρεσίες ούτε την ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών υγείας και των χρηστών για τα θέματα υγείας. Το EΣΥ δεν έχει προσανατολισθεί ούτε έχει εισαγάγει κανόνες και μηχανισμούς του ιδιωτικού δικαίου και ειδικότερα του ανταγωνισμού. Oι κανόνες αυτοί, αν προσαρμοσθούν κατάλληλα, μπορούν να συμβάλλουν στην αποδοτική του λειτουργία, παρ’ ότι στην Ελλάδα το κράτος δεν έχει δεσπόζουσα θέση ως προς την παροχή υπηρεσιών υγείας, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στα συστήματα τύπου Beveridge. Η οργάνωση και η λειτουργία του δημόσιου συστήματος υγείας πρέπει να προσανατολισθεί σε διαρθρωτικές αλλαγές αντίστοιχες με αυτές που συντελούνται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Στο τρίτο μέρος εξετάζονται τα δικαιώματα του χρήστη των δημόσιων υπηρεσιών υγείας και διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) Στα δικαιώματα του χρήστη της δημόσιας υπηρεσίας, τα οποία αποτελούν τον κορμό για την εξασφάλιση του κοινωνικού δικαιώματος των πολιτών στην προστασία της υγείας τους. Το κύριο δικαίωμα του χρήστη των δημόσιων υπηρεσιών υγείας είναι η παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας προληπτικού ή θεραπευτικού χαρακτήρα. Αυτή καθεαυτή η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας διασφαλίζεται από την εφαρμογή των αρχών της ισότητας και της συνέχειας. Για παράδειγμα, οι εφημερίες εξασφαλίζουν την αδιάκοπη λειτουργία των υπηρεσιών υγείας και συνακόλουθα το δικαίωμα του χρήστη να έχει πρόσβαση κάθε στιγμή σε αυτές. Η αρχή της ασφάλειας περιλαμβάνει αφενός τις ιατρικές και τις συνδεόμενες με αυτές φροντίδες και αφετέρου την ατομική και τη συλλογική ασφάλεια των πολιτών στο πλαίσιο της πολιτικής για τη δημόσια υγεία (υγειονομική ασφάλεια). Νέες ισορροπίες πρέπει να βρεθούν μεταξύ του κινδύνου και της ασφάλειας και μεταξύ της ασφάλειας και του κόστους. Στο σημείο αυτό, η αρχή της ασφάλειας έχει ανανεωθεί και στο ουσιαστικό και στο δικονομικό δίκαιο από τον συνδυασμό της με την αρχή της προφυλάξεως και από την αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως υπέρ του χρήστη των υπηρεσιών αντίστοιχα. Γόνιμο πεδίο για τη νομική επιστήμη παρέχει το δικαίωμα στην ασφάλεια όταν συγκρούεται με το δικαίωμα στην έρευνα, ενώ πεδίο περισσότερο τεχνικό, αλλά με μεγάλο αντίκτυπο στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, προσφέρει η ασφάλεια των πληροφοριών υγείας. β) Δεύτερη κατηγορία δικαιωμάτων είναι αυτά που απορρέουν από την προστασία της προσωπικότητας του ανθρώπου και εξασφαλίζουν την προστασία από την αυξημένη, λόγω της ραγδαίας επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, εξουσία των επαγγελματιών υγείας. Τα δικαιώματα της ενημερώσεως, της προστασίας της ιδιωτικότητας και των πληροφοριών που αφορούν στην υγεία, καθώς και της προστασίας της αξιοπρέπειας του ανθρώπου μπροστά στον πόνο και στον θάνατο έχουν έρεισμα στον σεβασμό της προσωπικότητας του χρήστη των υπηρεσιών υγείας. Όσον αφορά στο δικαίωμα της ενημερώσεως απαιτείται οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί του δικαιώματος να προβλεφθούν με ειδικό νόμο που θα ρυθμίζει συνολικά και ολοκληρωμένα τα δικαιώματα των ασθενών. Όσον αφορά στην προστασία του απορρήτου, η νομική του βάση έχει διευρυνθεί με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο εξειδικεύεται στους κώδικες δεοντολογίας των επαγγελματιών υγείας ή –σπανιότερα– σε νόμους για τα δικαιώματα των ασθενών. Τέλος, όσον αφορά στη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν φαίνεται να έχει εμπεδωθεί από τους αρμόδιους επαγγελματίες υγείας, οι οποίοι συχνά προβληματίζονται σε σχέση με το εάν και τι είδους στοιχεία πρέπει να χορηγούν κατόπιν αιτήσεως είτε του χρήστη είτε τρίτων που συνδέονται με αυτόν. Επίσης, ζητήματα τίθενται, ως προς την τήρηση των αρχείων από τις υπηρεσίες και τους επαγγελματίες υγείας, διότι τα δημόσια νοσοκομεία δεν έχουν μέχρι σήμερα εγκαταστήσει ολοκληρωμένα συστήματα πληροφορικής. Το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα συναινέσεως στις ιατρικές πράξεις εξειδικεύουν την αυτονομία του χρήστη. Γίνεται δεκτό ότι ο άνθρωπος έχει δικαίωμα σε αξιοπρεπή ζωή όχι όμως στον θάνατο. Συνέπεια αυτής της παραδοχής είναι η δυνατότητα του χρήστη αφενός να μη συναινεί σε ανώφελες θεραπείες που παρατείνουν επ’ ολίγον τη ζωή υποβαθμίζοντας όμως την ποιότητά της. Αφετέρου να δικαιούται παρηγορητικές φροντίδες, ώστε να υποστηριχθεί ψυχικά και να ανακουφισθεί από τους πόνους, ακόμη και αν τα φάρμακα που του χορηγούνται ενδέχεται να έχουν ως παρενέργεια τη συντόμευση της ζωής του. Η διατήρηση της αξιοπρέπειας απέναντι στον πόνο και/ή στον θάνατο δεν είναι αποκλειστικά προσωπική υπόθεση του ασθενή ή των οικείων του ούτε αποκλειστικά του ιατρού. Στην Ελλάδα απαιτείται να οργανωθούν ειδικές υπηρεσίες για τη στήριξη του ασθενή και των οικείων του. Η πραγματική κατοχύρωση αυτών των δικαιωμάτων φέρνει τον χρήστη στο επίκεντρο του δημοσίου δικαίου της υγείας. Ωστόσο, οι αποφάσεις του χρήστη συναρτώνται από την πληροφόρηση και τη σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσει με τον επαγγελματία υγείας. Συνεπώς, τα δικαιώματα του χρήστη των υπηρεσιών υγείας φαινομενικά και μόνο καθαιρούν την εξουσία των επαγγελματιών υγείας. Στην πραγματικότητα, αναβαθμίζουν την εξουσία αυτή και τη στηρίζουν στην κατεύθυνση εδραιώσεως σχέσεων εμπιστοσύνης και συνακόλουθα στη συνεργασία των χρηστών με τους επαγγελματίες υγείας και στην υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών υγείας.  
2008
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Οι ενοποιήσεις των ασφαλιστικών οργανισμών. ΕΔΚΑ. 2008;3:177-191.Abstract
Στο άρθρο αυτό αναλύονται αφενός τα νομικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει τα Δικαστήρια κατά την ενοποίηση δημόσιων νομικών προσώπων με δημόσια νομικά πρόσωπα και αφετέρου τα διαφορετικής φύσεως νομικά ζητήματα που απασχόλησαν τα Δικαστήρια κατά την ενοποίηση ιδιωτικών νομικών προσώπων με δημόσιο νομικό πρόσωπο. Η διαφορετική φύση των ζητημάτων που ανέκυψαν οφείλεται στο διαφορετικό νομικό καθεστώς των ιδιωτικών νομικών προσώπων.  Σχολιάζονται επίσης τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πρακτικά επεξεργασίας του ΣτΕ, το 190/2006 επί αρχικού σχεδίου προεδρικού διατάγματος και  στη συνέχεια το (Ολ.) 240/2006 επί του τροποποιηθέντος ιδίου σχεδίου προεδρικού διατάγματος καθώς και η 116/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που έκρινε το κύρος της καταγγελίας των παραπάνω συλλογικών συμφωνιών. Τα πολιτικά και διοικητικά Δικαστήρια εκκινούν από διαφορετική αφετηρία και καταλήγουν σε εκ διαμέτρου αντίθετα συμπεράσματα. α) Το ΠΕ (Ολ.) ΣτΕ 240/2006 εκκινεί από τη σκέψη ότι στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος εμπίπτει η κύρια και η επικουρική κοινωνική ασφάλιση καθώς και η  αναγνωριζόμενη ως ισοδύναμη με την επικουρική ασφάλιση σε ιδιωτικά νομικά πρόσωπα. Αντίθετα, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών θεωρεί ότι από το πεδίο εφαρμογής του 22 παρ. 5 του Συντάγματος εξαιρείται η προαιρετική, ιδιωτική, επικουρική ασφάλιση που παρέχεται δυνάμει συλλογικών ενοχικών συμφωνιών μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.  β) Το ΣτΕ δεν ελέγχει αν πράγματι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για την ενοποίηση του ταμείου. Αντίθετα, το Μον. Πρωτοδικείο Αθηνών κάνει έναν εξαιρετικά αναλυτικό και εμπεριστατωμένο έλεγχο ως προς το ότι δεν αποτελεί σπουδαίο λόγο για την καταγγελία των εν λόγω συλλογικών συμβάσεων και συμφωνιών το αναφερόμενο στην αιτιολογική έκθεση του νόμου δημόσιο συμφέρον και συγκεκριμένα ο κίνδυνος  να καταστούν τα πιστωτικά ιδρύματα μη βιώσιμα ή οριακά μη βιώσιμα μετά την τυχόν εμφάνιση των υποχρεώσεών τους προς τα ταμεία σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. γ) Το ΣτΕ, μη ελέγχοντας τη συνδρομή των λόγων δημοσίου συμφέροντος, δεν ελέγχει ούτε την αναλογικότητα των περιορισμών των δικαιωμάτων των εν λόγω ταμείων και των ασφαλισμένων. Αντίθετα, το πολιτικό δικαστήριο κάνει σχετικές κρίσεις. Η απόφαση του Μον. Πρωτοδικείου Αθηνών είναι αιτιολογημένη ως προς το ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται ο νομοθέτης όσον αφορά στη διασφάλιση της αξίας των μετοχών των συγκεκριμένων πιστωτικών ιδρυμάτων μετά την εφαρμογή των διεθνών λογιστικών προτύπων και ως προς το ότι οι περιορισμοί που εισάγονται είναι δυσανάλογοι με τον σκοπό που επιδιώκει ο νομοθετης. Ωστόσο, δεν εξετάζεται αν οι  λοιποί λόγοι δημοσίου συμφέροντος τους οποίους επικαλείται η αιτιολογική έκθεση του νόμου συνιστούν σπουδαίο λόγο για την καταγγελία των εν λόγω συλλογικών συμβάσεων εργασίας και συμφωνιών. Απαιτείται αντίστοιχη τεκμηρίωση για τον σπουδαίο λόγο σε σχέση με τους λοιπούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που αναφέρει η αιτιολογική έκθεση.                Το άρθρο καταλήγει ότι η νομοθεσία και η νομολογία δεν έχουν αξιοποιήσει τις αρχές του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη στη δικαστική αξιολόγηση του δημοσίου συμφέροντος και της αναλογικότητας των ενοποιήσεων. Οι  ενοποιήσεις δεν είναι πανάκεια. Για να αρθούν οι ανισότητες και να επιτευχθούν οι στόχοι της δικαιότερης κατανομής του πλούτου μεταξύ των γενειών και μεταξύ των ασφαλισμένων απαιτείται ενοποίηση των καθεστώτων, όχι κατ’ ανάγκην των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως. Η κρατική παρέμβαση θα πρέπει να εστιάζει στον εξορθολογισμό της νομοθεσίας που διέπει τους ειδικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς, τη σύγχρονη διοικητική οργάνωση και την υποστήριξη του έργου των ασφαλιστικών οργανισμών, έτσι ώστε η προσφυγή στις ενοποιήσεις να μην υποδηλώνει αδυναμία συντονισμού και ελέγχου.   
oi_enopoiiseis_ton_asfalistikon_organismon.pdf
2007
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Η έκτακτη νοσηλεια ασφαλισμένων σε ιδιωτικά νοσοκομεία μη συμβεβλημένα με τους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 2738/06. Διοικητική Δίκη. 2007;2:291-298.Abstract
Η απόφαση του ΣτΕ  2738/06 παραπέμπει στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου το ζήτημα αν, στην περίπτωση της έκτακτης νοσηλείας το ΙΚΑ υποχρεούται να αποδώσει στον ασφαλισμένο το νοσήλιο που κατέβαλε με βάση το πραγματικό τιμολόγιο νοσηλείας ή αν η υποχρέωσή του περιορίζεται στην απόδοση του προβλεπόμενου από τον νόμο (κρατικού) τιμολογίου νοσηλείας. Το ΣτΕ δέχεται ότι προσκρούει στην αρχή της ισότητας η απόδοση της δαπάνης για επείγουσα νοσηλεία ασφαλισμένου στην ημεδαπή με βάση το κρατικό τιμολόγιο, ενώ για νοσηλεία ασφαλισμένου στην αλλοδαπή αποδίδεται η πραγματική δαπάνη.  Η απόφαση αυτή δεν θα κατέληγε στις παραπάνω –εσφαλμένες- κρίσεις, αν είχε διακρίνει τις ρυθμίσεις που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ του ασφαλισμένου και του ασφαλιστικού του οργανισμού (έννομη σχέση δημοσίου δικαίου) από τις ρυθμίσεις που αφορούν στις σχέσεις του ασφαλισμένου με το ιδιωτικό νοσοκομείο στο οποίο εισήχθη εκτάκτως (συμβατική σχέση, η οποία ως προς τη χρέωση διέπεται από κανόνες αναγκαστικού δικαίου, όπως η υποχρέωση του ιδιωτικού μη συμβεβλημένου νοσοκομείου να δεχθεί το έκτακτο περιστατικό και να χρεώσει τη νοσηλεία του με βάση το κρατικό τιμολόγιο).  Το πρόβλημα στην υπόθεση επί της οποίας έχει εκδοθεί η παραπάνω απόφαση ανακύπτει, επειδή το ιδιωτικό νοσοκομείο παράνομα χρέωσε τον ασφαλισμένο και όχι επειδή η νομοθεσία του ασφαλιστικού οργανισμού δεν εξασφαλίζει την προστασία της υγείας του ασφαλισμένου. Τα τυχόν παράπονα του νοσοκομείου στην περίπτωση που το τιμολόγιο νοσηλείας δεν λαμβάνει υπόψη το κόστος παραγωγής ορθολογικά οργανωμένης επιχειρήσεως και το εύλογο ποσοστό κέρδους εξετάζονται στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ του νοσοκομείου και του Δημοσίου. Τέλος, τα δικαιώματα του ασφαλισμένου που στην περίπτωση της έκτακτης εισαγωγής του σε ιδιωτικό νοσοκομείο κατέβαλε (ως μη είχε υποχρέωση) το πραγματικό νοσήλιο κρίνονται σε δίκη μεταξύ του ασφαλισμένου και του ιδιωτικού νοσοκομείου με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών και σε κάθε περίπτωση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.De lege ferenda, προτείνεται ο ασφαλιστικός οργανισμός να αποδίδει στον ασφαλισμένο το πραγματικό νοσήλιο που τυχόν κατέβαλε στο ιδιωτικό νοσοκομείο και να υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ασφαλισμένου έναντι του ιδιωτικού νοσοκομείου. 
epeigoysa_nosileia_se_mi_symvevlimeni_me_to_ika_kliniki.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Λήψη του ζητουμένου. Με αφορμή το ΠΕ ΣτΕ 240/2006. Νομικό Βήμα. 2007;9:2034-2051.Abstract
Στη μελέτη αυτή εξετάζονται: Πρώτον, οι απόψεις της θεωρίας και της νομολογίας ως προς τη σχέση των ιδιωτικού δικαίου ασφαλιστικών οργανισμών με τους δημοσίου δικαίου και υποστηρίζεται ότι η έννοια του κοινωνικοασφαλιστικού οργανισμού προσδιορίζεται με βάση το λειτουργικό κριτήριο και όχι με βάση το οργανικό που ακολουθεί το ΣτΕ. Δεύτερον, το ΠΕ 240/2006 αντιπαρέρχεται κρίσιμα λογικά, μεθοδολογικά και νομικά ζητήματα και με άλμα λογικής καταλήγει στο συμπέρασμά του εκλαμβάνοντας το ζητούμενο ως αποδεδειγμένο.  
lipsi_toy_zitoymenoy_me_aformi_to_pe_ste_240_2006.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ (Ολ.) 3088/2007. Το Σύνταγμα. 2007;4:1309-1312.Abstract
Με την σχολιαζόμενη απόφαση κρίνεται ότι η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος με ευνοϊκότερα όρια ηλικίας και χρονικές προϋποθέσεις για τις γυναίκες ασφαλισμένες του Ταμείου Νομικών από αυτά που ισχύουν για τους άνδρες ασφαλισμένους συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση με βάση το φύλο και αντίκειται στις διατάξεις 4 παρ. 2 και 116 του ισχύοντος Συντάγματος που κατοχυρώνουν την ισότητα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των ανδρών και των γυναικών. Η ανωτέρω απόφαση πάντως δεν στηρίζεται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία για την ίση ασφαλιστική μεταχείριση των φύλων. Η απόφαση έχει ισχυρή μειοψηφία, σύμφωνα με την οποία η αδικαιολόγητη υπέρ των γυναικών άνιση μεταχείριση δεν είναι δυνατόν να επεκταθεί και στους άνδρες ασφαλισμένους και πρέπει απλώς να καταργηθεί. Το θέμα της επεκτάσεως της ευνοϊκότερης ρυθμίσεως στη μειονεκτούσα ομάδα έχει απασχολήσει από ετών το ΣτΕ. Η κρατούσα νομολογία δέχεται το επεκτατικό αποτέλεσμα για τρεις λόγους. Πρώτον, επειδή θεωρεί ότι η ισότητα των φύλων κατά το Σύνταγμα και κατά το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο είναι δημιουργική, δηλαδή τα θιγόμενα πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να αξιώνουν δικαστικώς την επέκταση των ευνοϊκότερων διατάξεων. Δεύτερον, επειδή πρόκειται για ουσιαστικές διαφορές και οι προσφεύγοντες επιδιώκουν την αναγνώριση και τη διάπλαση ιδίου δικαιώματος και όχι τη μη εφαρμογή του νόμου ως ανίσχυρου και τρίτον, επειδή έτσι συμβαδίζει με τη νομολογία του ΔΕΚ και του ΑΠ για θέματα ίσης μεταχειρίσεως των φύλων που δέχονται επίσης το επεκτατικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, και ο νομοθέτης έχει δεχθεί το επεκτατικό αποτέλεσμα θεσπίζοντας το άρθρο 62 του Ν. 2676/1999 για τη σύνταξη του χήρου ή της χήρας σε περίπτωση θανάτου του/της συζύγου τους. Υποστηρίζω ότι η άποψη της μειοψηφίας δεν είναι ορθή και δεν αιτιολογείται επαρκώς σε σχέση με όσα κάνει δεκτά η από ετών κρατούσα για το θέμα νομολογία
sholio_ste_ol_3088-07.pdf
2006
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Η μερική απασχόληση στο κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο. ΕΔΚΑ. 2006;(3):161-173.Abstract
Τα ερωτήματα τα οποία εξετάζει η εργασία, προκειμένου να καταλήξει σε προτάσεις για την πληρέστερη αξιοποίηση της μερικής απασχολήσεως με βάση τις ρυθμίσεις του ασφαλιστικού δικαίου, είναι τα εξής: Πρώτον, πώς μπορεί η ασφαλιστική νομοθεσία για τη μερική απασχόληση να συμβάλλει στην επίτευξη άλλων κοινωνικοοικονομικών στόχων; Υποστηρίζεται ότι υπάρχουν περιθώρια για τη θέσπιση ασφαλιστικών ρυθμίσεων, οι οποίες θα επιτρέψουν την εξυπηρέτηση διαφόρων στόχων της κοινωνικής προστασίας και της οικονομικής ανάπτυξης, όπως π.χ. η ασφάλιση της μερικής απασχολήσεως  σε συνδυασμό με την τμηματική σύνταξη και τη χρονικά περιορισμένη επιδότηση των εισφορών. Δεύτερον, συνάδουν οι ρυθμίσεις για την ασφάλιση της μερικής απασχόλησης με τις  αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και τις επιταγές του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου; Διαπιστώνεται διαφορετική μεταχείριση εργαζομένων που παρέχουν τον ίδιο αριθμό ωρών εργασίας επειδή η βάση υπολογισμού της σύνταξης είναι η ημέρα εργασίας στην ασφάλιση, κατ’ αντιγραφή αυτού που συμβαίνει στην πλήρη απασχόληση. Η διακριτική αυτή μεταχείριση αντίκειται στην αρχή της ισότητας και στην αρχή της αναλογικότητας καθώς και στις επιταγές της Οδηγίας 97/81 Ε.Κ. του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία αναγνωρίζει μεν ότι τα θέματα που αφορούν την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση των μερικώς εργαζομένων υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, αλλά παράλληλα προτρέπει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ασφαλιστικά συστήματα που θα παρέχουν την κατάλληλη προστασία στα άτομα που απασχολούνται με τις άτυπες μορφές εργασίας. Τρίτον, ερωτάται μήπως η περιορισμένη ανάπτυξη της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα οφείλεται στην προτίμηση για τις συμβάσεις μισθώσεως έργου και ανεξαρτήτων υπηρεσιών; Διαπιστώνεται ότι η δυσμενής κοινωνικοασφαλιστική μεταχείριση σημαντικής μερίδας των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών είναι ένας από τους λόγους που εμποδίζουν την ανάπτυξή της. Ήδη, η Επιτροπή της Ε.Ε.  έχει συστήσει στη χώρα μας τη λήψη μέτρων για την προώθηση της μερικής απασχόλησης. Τέτοια μέτρα είναι η αντικατάσταση της ημέρας εργασίας στην ασφάλιση με την ώρα εργασίας, η κατάργηση των εμποδίων για την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης και, γενικότερα, η επανεξέταση των χρονικών και λοιπών προϋποθέσεων για την απονομή των παροχών στους μερικώς απασχολούμενους καθώς και η αντικατάσταση των δύσκαμπτων και αυστηρών διαδικασιών για την υπαγωγή στην ασφάλιση. Η εργασία καταλήγει ότι τα τεκμήρια υπαγωγής στην ασφάλιση και οι διακρίσεις μεταξύ εξαρτημένης και ανεξάρτητης εργασίας στο ασφαλιστικό δίκαιο δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία. Σκοπός είναι η ασφαλιστική κάλυψη. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η επαρκής κάλυψη των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων από τους γνωστούς και τους νέους κοινωνικούς κινδύνους διαμέσου της λειτουργίας ενός δίκαιου και βιώσιμου ασφαλιστικού συστήματος.
h_meriki_apasholisi_sto_koinonikoasfalistiko_dikaio.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ Σ.τ.Ε. 3969/03. Το Σύνταγμα . 2006;(2):580-584.Abstract
Η σχολιαζόμενη απόφαση  δέχεται ότι ο νομοθέτης μπορεί να καθιερώσει σύστημα διοικητικής εποπτείας και να συστήσει θέση κυβερνητικού επιτρόπου στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Το ΣτΕ με την απόφαση αυτή αποσαφηνίζει το ελάχιστο περιεχόμενο του πυρήνα του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, όσον αφορά στη διοίκηση των ασφαλιστικών οργανισμών. 
sholio_ste_3969-03.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. ΣΧΟΛΙΟ στο Πρακτικό Επεξεργασίας Ε Τμήματος ΣτΕ 184/2006. Το Σύνταγμα. 2006;(4):1285-1289.Abstract
Οι νομοθετικές παλινδρομήσεις κατέστησαν εν τοις πράγμασι κενή περιεχομένου την υποχρέωση σύνταξης αναλογιστικών μελετών και συνέβαλαν αποφασιστικά στην κακή οικονομική τους κατάσταση και στην ανάγκη τακτικής και έκτακτης χρηματοδότησής τους από τον κρατικό προϋπολογισμό για να ανταποκρίνονται ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις.  Η συμβολή του ΣτΕ στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης είναι καθοριστική, διότι εντάσσει στο περιεχόμενο του πυρήνα του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης την ασφαλιστική τεχνική και τις αναλογιστικές μελέτες, με αποτέλεσμα ο κοινός νομοθέτης να μην μπορεί να αποφύγει τη σύνταξή τους κατά τον καθορισμό – τροποποίηση των παροχών και του τρόπου χρηματοδοτήσεως. Το Δικαστήριο δέχεται ότι η σύνταξη αναλογιστικών μελετών θέτει σε υγιείς βάσεις τη σχέση παροχών και χρηματοδοτήσεως του οργανισμού, διασφαλίζει τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών και συνακόλουθα διασφαλίζει τον ίδιο τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τον οποίο εγγυάται το Κράτος, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Το σχόλιο καταλήγει με την παρατήρηση ότι παρά τα όσα το ΣτΕ και η θεωρία δέχονται ο νομοθέτης και η διοίκηση δεν έχουν εμπεδώσει την αξία και την αναγκαιότητα της συντάξεως αναλογιστικών μελετών. 
sholio_ste_pe_184-2006.pdf
2005
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Η προστασία από τον κίνδυνο των οικογενειακών βαρών με προσφυγή στην εθνική αλληλεγγύη – Πρόταση για τη δημιουργία ενιαίου ταμείου. ΕΔΚΑ. 2005;(8):561-570.Abstract
Στο άρθρο αυτό επισημαίνεται ότι επιβάλλεται να καθορίζεται ρητώς ο στόχος και οι αρχές που ακολουθεί κάθε οικογενειακή παροχή, ώστε να ενισχυθούν οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Eπισημαίνεται ότι η προστασία των απασχολουμένων στην Ελλάδα για τα οικογενειακά βάρη είναι κοινωνικά άνιση. Οι ελληνικές οικογένειες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) Η πρώτη, περιλαμβάνει τους δημόσιους υπαλλήλους και τους μισθωτούς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και προστατεύεται από την εργατική νομοθεσία και την κοινωνική ασφάλιση κατά τρόπο που κρίνεται σχετικά ικανοποιητικός. β) Η δεύτερη περιλαμβάνει τους αυτοτελώς απασχολουμένους και τους αγρότες και έχει μειωμένη προστασία σε σχέση με την προηγούμενη, διότι όσοι ανήκουν σε αυτήν απουσιάζουν ελάχιστα από την εργασία τους, επειδή δεν εξασφαλίζονται οι αποδοχές τους κατά τη διάρκεια της απουσίας τους. Οι κοινωνικές αυτές ανισότητες στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα σημαντικές, διότι η πρώτη και η δεύτερη κατηγορία έχουν περίπου ίσο αριθμό εργαζομένων. Η αναλογία αυτή διαφοροποιεί την Ελλάδα από πολλά άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε., όπου ο συνολικός αριθμός των μισθωτών είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό των λοιπών ασφαλισμένων. Μία άλλη παράμετρος που εντοπίζεται είναι ότι οι έμμεσα ασφαλισμένοι που στην Ελλάδα στην πλειοψηφία τους είναι γυναίκες και παιδιά δεν έχουν  άμεσο δικαίωμα κατά του ασφαλιστικού οργανισμού να αξιώσουν ατομικά και για λογαριασμό τους τις σχετικές παροχές. Προτείνεται η εκτίμηση της ανάγκης να γίνεται ανά οικογένεια και η είσπραξη της παροχής ατομικά. Επίσης, εξετάζονται τα αντικίνητρα για την απασχόληση των γυναικών που δημιουργεί η ισχύουσα προστασία και κίνητρο για την απασχόληση με συμβάσεις έργου που υποκρύπτουν συμβάσεις εργασίας. Για να δημιουργηθεί ένα συνεκτικό και ισότιμο σύστημα που θα εναρμονίζει την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή προτείνεται η ίδρυση ενιαίου χρηματοδοτούμενου από το Κράτος ταμείου για την κάλυψη των οικογενειακών βαρών.  
oikogeneiaka_vari_mitrotita.pdf
2004
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Απουσία κοινωνικού διαλόγου για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα στην Ελλάδα. Δικαιώματα του Ανθρώπου. 2004:115-136.Abstract
Εξετάζεται το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως μέσο για την αντιμετώπιση των νέων κοινωνικών κινδύνων σε συνδυασμό με μέτρα για την κοινωνική ένταξη των δικαιούχων. Υποστηρίζεται ότι οι κίνδυνοι του γήρατος, της αναπηρίας και του θανάτου μπορούν να αντιμετωπισθύν καλύτερα με την εθνική σύνταξη. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αναφέρεται πρωτίστως στον κίνδυνο της ανεργίας και της φτώχειας. Η καθιέρωσή του προϋποθέτει εμπεριστατωμένες μελέτες, οικονομικές και άλλες, ώστε να εξετασθεί η αντοχή της ελληνικής οικονομίας και η αποτροπή του ενδεχομένου το εγγυημένο εισόδημα να αποτελέσει αντικίνητρο στην εργασία. Απαιτείται επίσης εκτεταμένος κοινωνικός και πολιτικός διάλογος. Χρήσιμη είναι η εμπειρία άλλων κρατών μελών που έχουν θεσπίσει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Σε δώδεκα κράτη μέλη της Ε.Ε. έχει καθιερωθεί με λιγότερες ή περισσότερες προϋποθέσεις. Στο σύστημα με κύρια χαρακτηριστικά τύπου Bismarck που εφαρμόζει η Ελλάδα, η πρόνοια θεωρητικά έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση. Όμως οι εξελίξεις την τελευταία εικοσαετία δείχνουν ότι η πρόνοια φέρει το κύριο βάρος για την αντιμετώπιση των νέων κοινωνικών κινδύνων. Ο ρόλος της διευρύνεται και οι κανόνες και τεχνική που εφαρμόζει τείνουν να αντιστοιχούν σε δικαιώματα των δικαιούχων. Στα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αυτό έχει ήδη προ δεκαετίας αποτελέσει κοινωνική και πολιτική επιλογή. Το συμπέρασμα είναι ότι και στην Ελλάδα πρέπει να εξετασθεί η καθιέρωση αφ’ ενός του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος ως μέσον για την κάλυψη των νέων κοινωνικών κινδύνων και αφ’ ετέρου της εθνικής συντάξεως ως μέσον για την κάλυψη της φτώχειας σημαντικής μερίδας των συνταξιούχων γήρατος, θανάτου και αναπηρίας.  
apoysia_koinonikoy_dialogoy_gia_to_elahisto_eggyimeno_eisodima.pdf
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Η εξέλιξη στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης. Περισσότερη αγορά και περισσότερο κράτος. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας.; 2004 pp. 330.Abstract
Η μελέτη ξεκινά από τη διαπίστωση ότι η κοινωνική ασφάλιση στην Ευρωπαϊκή Ένωση υφίσταται ασφυκτική πίεση από δύο πλευρές. Από τη μια μεριά από το σαρωτικό ρεύμα της εισαγωγής του ανταγωνισμού και των μηχανισμών της αγοράς και από την άλλη από το λιγότερο εμφανές, θα έλεγε κανείς υπόγειο, ρεύμα της εισαγωγής ή επεκτάσεως κανόνων κοινωνικής πρόνοιας. Τίθεται το ερώτημα μήπως στην έσχατη λογική κατάληξη αυτών των μεταρρυθμίσεων η κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα καθίσταται κενή περιεχομένου. Το ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί, μόνο αν εξετασθεί ποιες διατάξεις αναδεικνύουν την εισαγωγή των κανόνων της αγοράς και του ανταγωνισμού στην κοινωνική ασφάλιση και ποιες διατάξεις την εισαγωγή ή επέκταση των κανόνων της κοινωνικής πρόνοιας. Εάν η εισαγωγή αυτών των διατάξεων θίγει τον πυρήνα του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, θα πρόκειται για πραγματική αποδυνάμωση του θεσμού, ενώ στην αντίθετη περίπτωση για φαινομενική. Η μελέτη θεωρεί ότι ο πυρήνας του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως περιλαμβάνει τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή τα καθεστώτα που στηρίζονται στον νόμο και ως αποτέλεσμα της προελεύσεώς τους χαρακτηρίζονται από το γενικό και αφηρημένο των ρυθμίσεων, την υποχρεωτικότητα, την καθολικότητα και τη διευρυμένη κοινωνική αλληλεγγύη, η οποία συνεπάγεται τη δυνατότητα εφαρμογής του διανεμητικού συστήματος για την κάλυψη των δαπανών. Δεν αποκλείεται να περιλαμβάνει και συμβατικής προελεύσεως καθεστώτα, εφόσον συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά των νομοθετικών καθεστώτων. Ο πυρήνας του θεσμού περιλαμβάνει επίσης τους ασφαλιστικούς κινδύνους που ανάγονται στον σκοπό της κοινωνικής ασφαλίσεως, ενώ δεν περιλαμβάνει την οργάνωση και λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος και των επι μέρους οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως.             Στο πρώτο μέρος εξετάζεται η αποδυνάμωση  της κοινωνικής ασφαλίσεως από την εισαγωγή κανόνων ιδιωτικού δικαίου και μηχανισμών της αγοράς και υποστηρίζεται ότι είναι φαινομενική. Η επαγγελματική ασφάλιση αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση εισαγωγής κανόνων του ιδιωτικού δικαίου στην κοινωνική ασφάλιση. Εξετάζονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφαλίσεως  (Τ.Ε.Α.) του ν. 3029/02 και διαπιστώνεται ότι η οργάνωση και λειτουργία τους συνδυάζει στοιχεία από τα αλληλοβοηθητικά σωματεία που λειτουργούν από ετών στην κοινωνική ασφάλιση, και από τις ανώνυμες εταιρείες και τους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς, που λειτουργούν στην ιδιωτική ασφάλιση. Ωστόσο ο Έλληνας νομοθέτης έχει ενισχύσει τα κοινωνικά στοιχεία κατά τέτοιον τρόπο, ώστε, όταν χρηματοδοτούνται και από τον εργοδότη, εμπίπτουν στην έννοια του φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 2084/92. Ειδικότερα, τα Τ.Ε.Α. έχουν μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, ιδρύονται και λειτουργούν με βάση τις πρωτοβουλίες και συμφωνίες των κοινωνικών εταίρων, εποπτεύονται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπάγονται στον έλεγχο της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, εξασφαλίζουν την ίση μεταχείριση, δεν είναι επιλεκτικά κατά την υπαγωγή των ασφαλισμένων, προστατεύουν το δικαίωμα προσδοκίας των ασφαλισμένων και δικαιούχων παροχών κατά τη διάλυσή τους και επιτελούν, έστω και περιορισμένα, αναδιανεμητική λειτουργία. Η μελέτη υποστηρίζει ότι τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά των Τ.Ε.Α. ταυτίζονται με τα χαρακτηριστικά των συνεταιρισμών του άρθρου 12 παρ. 5 του Συντάγματος. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα η προστασία των Τ.Ε.Α. όσον αφορά τη νομική μορφή και την οργάνωσή τους να έχει έρεισμα στο άρθρο 12 παρ. 5 του Συντάγματος και όχι στο άρθρο 22 παρ. 5. Η νομοθετική αυτή επιλογή διακρίνει τα ελληνικά καθεστώτα επαγγελματικής ασφαλίσεως από τα αντίστοιχα των άλλων κρατών μελών της Ε.Ε., όπου οι αντίστοιχοι οργανισμοί έχουν τη μορφή σωματείων ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Στη συνέχεια η μελέτη εξετάζει την εισαγωγή μηχανισμών ανάλογων με τους μηχανισμούς της αγοράς για την αξιοποίηση της περιουσίας των νομοθετικών οργανισμών και τις ενοποιήσεις των ασφαλιστικών οργανισμών. Σήμερα, οι οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως έχουν δικαίωμα να αξιοποιούν την περιουσία τους. Παρατηρείται μικρή διαβάθμιση όσον αφορά την έκταση και ελευθερία διαχειρίσεως των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, των Τ.Ε.Α. και των ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, κατά τη μελέτη, η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται από τη διαφορετική νομική φύση και το δημόσιο συμφέρον που συνίσταται στον ρόλο των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών στο σύστημα κοινωνικής προστασίας. Όσον αφορά τις ενοποιήσεις, ο ανταγωνισμός είναι ιδιότυπος. Αναφέρεται στη σύγκριση με τα ελάχιστα όρια του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.) και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) και οδηγεί σε ενοποιήσεις των ασφαλιστικών οργανισμών στην περίπτωση που οι παροχές τους δεν κρίνονται ισοδύναμες. Επίσης, αναφέρεται σε ενοποιήσεις που επιβάλλονται για οργανωτικούς λόγους, δηλαδή για να μειωθούν οι δαπάνες διοικήσεως και να απλουστευθεί το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων. Συνεπώς, το κριτήριο για την ενοποίηση είναι η αποδοτική ή μη λειτουργία όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχονται και όσον αφορά το κόστος λειτουργίας. Ενοποιήσεις εταιρειών προβλέπονται και στο εμπορικό δίκαιο με παρόμοια τεχνική και συνέπειες. Η διαφορά εντοπίζεται στην πρωτοβουλία για την ενοποίηση, δεδομένου ότι στην κοινωνική ασφάλιση την έχει ο νομοθέτης. Η ενοποίηση δεν συνεπάγεται απαραίτητα μείωση των δαπανών ή αποδοτικότερη λειτουργία. Η χρησιμότητα των ενοποιήσεων πρέπει να τεκμηριώνεται κάθε φορά με συγκεκριμένες οικονομικές και αναλογιστικές μελέτες. Αφού ο νόμος καθορίζει ενιαίες προϋποθέσεις, κατηγορία και έκταση των παροχών για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς,  η ενοποίηση των ασφαλιστικών οργανισμών έχει ήδη γίνει έμμεσα και άτυπα και ως εκ τούτου η τυπική ενοποίηση δεν προσθέτει κατ’ ανάγκην  κάτι. Το πρώτο μέρος της μελέτης καταλήγει ότι η επαγγελματική ασφάλιση, οι κανόνες για την αξιοποίηση της περιουσίας, οι ενοποιήσεις δεν θίγουν τον πυρήνα του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, διότι η κοινωνική ασφάλιση μπορεί να περιλάβει καθεστώτα με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των Τ.Ε.Α. Εξ άλλου, η επιρροή του εμπορικού και ιδιαίτερα του δικαίου ιδιωτικής ασφαλίσεως στο δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως μπορεί να ωφελήσει την κοινωνική ασφάλιση όσον αφορά την αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών οργανισμών με βάση κανόνες ιδιωτικού δικαίου και την τεχνική της αγοράς, τη σύγχρονη οργάνωση των ασφαλιστικών οργανισμών και την ανάπτυξη της επαγγελματικής ασφαλίσεως που κινείται στο όριο μεταξύ της ιδιωτικής και της κοινωνικής ασφαλίσεως. Συνεπώς, η εισαγωγή κανόνων του ιδιωτικού δικαίου και μηχανισμών ανάλογων με αυτών της αγοράς, όπως αυτοί που εξετάσθηκαν, μόνον φαινομενικά αποδυναμώνει την κοινωνική ασφάλιση.             Στο δεύτερο μέρος της μελέτης εξετάζεται η αποδυνάμωση από την εισαγωγή προνοιακών κανόνων και υποστηρίζεται ότι είναι πραγματική. Η σχέση της κοινωνικής ασφαλίσεως και της πρόνοιας έχει από ετών απασχολήσει την επιστήμη, ιδίως όσον αφορά τα κριτήρια της διακρίσεως των δύο εννοιών, τη νομική φύση των παροχών κ.λπ. Η θεωρία εξετάζει τη σχέση της κοινωνικής πρόνοιας με την κοινωνική ασφάλιση, ανεξάρτητα από το αν το σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως είναι τύπου Bismarck ή Beveridge. Όμως, οι έννοιες και ο ρόλος της πρόνοιας και της κοινωνικής ασφαλίσεως ορίζoνται διαφορετικά σε κάθε σύστημα με αποτέλεσμα οι ίδιες παροχές που σε σύστημα τύπου Beveridge θεωρούνται κοινωνικοασφαλιστικές σε σύστημα τύπου Bismarck να θεωρούνται προνοιακές.             Η μελέτη θεωρεί ότι η διάκριση της πρόνοιας από την κοινωνική ασφάλιση θεμελιώνεται στο ποιος αναλαμβάνει τον κίνδυνο της φτώχειας. Όταν η κοινωνική ασφάλιση αναλαμβάνει αυτόν τον κίνδυνο, μετατρέπεται σε σύστημα κοινωνικής ασφάλειας τύπου Beveridge (αναφερόμαστε εδώ στην κοινωνική ασφάλεια ως θεσμό και όχι ως σκοπό της κοινωνικής προστασίας). Τα στοιχεία της έννοιας της πρόνοιας και τα στοιχεία της έννοιας της κοινωνικής ασφάλειας στο σύστημα τύπου Beveridge ταυτίζονται. Ειδικότερα, αυτά είναι η καθολική κάλυψη του πληθυσμού από τον κίνδυνο της φτώχειας με παροχές που χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό με βάση την αρχή της εθνικής αλληλεγγύης. Όταν η κοινωνική ασφάλιση δεν αναλαμβάνει τον κίνδυνο της φτώχειας, τότε η κοινωνική πρόνοια λειτουργεί διακριτά και παράλληλα με το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως τύπου Bismarck. Τα στοιχεία της πρόνοιας και της κοινωνικής ασφαλίσεως διακρίνονται ως προς το ποιοι είναι οι δικαιούχοι των παροχών, ποιοι τις χρηματοδοτούν και σύμφωνα με ποιες αρχές. Στην πρόνοια δικαιούχοι είναι οι πολίτες, οι μόνιμοι κάτοικοι και, κατά την ορθότερη άποψη, όσοι διαμένουν στη χώρα, ενώ στην κοινωνική ασφάλιση μόνον όσοι εργάζονται (μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, αγρότες και δημόσιοι υπάλληλοι). Η χρηματοδότηση των προνοιακών παροχών γίνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό με βάση την αρχή της εθνικής αλληλεγγύης, ενώ η χρηματοδότηση των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών γίνεται με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας σε συνδυασμό με την αρχή της εσωτερικής αλληλεγγύης. Το κριτήριο της επικουρικότητας της προνοιακής προστασίας σε σχέση με την κοινωνικοασφαλιστική έχει σημασία για τη διάκριση της κοινωνικής ασφαλίσεως από την πρόνοια σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως τύπου Bismarck, χωρίς όμως να επηρεάζει τη γενικότερη οριοθέτηση της πρόνοιας από την κοινωνική ασφάλιση. Στη συνέχεια εξετάζονται αφ’ ενός οι κατώτατες συντάξεις και το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.Κ.Α.Σ.) και αφ’ ετέρου η κρατική χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν πρόκειται για κοινωνικοασφαλιστικές ή προνοιακές παροχές σύμφωνα με τα προναφερθέντα κριτήρια. Διαπιστώνεται ότι σε σύστημα τύπου Bismarck που κατ’ εξαίρεση καλύπτει τον κίνδυνο της φτώχειας, η σχετική παροχή χαρακτηρίζεται: 1) προνοιακή, όταν αποσκοπεί στην κάλυψη του κινδύνου της φτώχειας των ασφαλισμένων, χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό και εφαρμόζεται η αρχή της εθνικής αλληλεγγύης και 2) κοινωνικοασφαλιστική, όταν αποσκοπεί στην κάλυψη του κινδύνου της φτώχειας των ασφαλισμένων και χρηματοδοτείται με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας σε συνδυασμό με την αρχή της εσωτερικής αλληλεγγύης.  Με βάση τα παραπάνω κριτήρια, τα κατώτατα όρια συντάξεων και το Ε.Κ.Α.Σ. στην Ελλάδα είναι προνοιακές παροχές, που χορηγούνται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Το περιεχόμενο της κρατικής μέριμνας – εγγυήσεως για την κοινωνική ασφάλιση συνοψίζεται στην ύπαρξη και στην καλή λειτουργία συστήματος τύπου Bismarck. To Κράτος, υποχρεούται να λαμβάνει τα κατάλληλα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα, ώστε το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως να λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές που το διέπουν. Σε δύο περιπτώσεις ενεργοποιείται ο εγγυητικός ρόλος του κράτους: α) στην περίπτωση της παραλείψεως ή της κακής οργανώσεως του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, και β) στην περίπτωση της κακής λειτουργίας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος που οφείλεται σε πράξεις ή παραλείψεις του κράτους. Ενδεικτικά, η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να συνίσταται σε ανεπαρκή οικονομικό έλεγχο, παράλειψη καθιερώσεως και συντάξεως αναλογιστικών μελετών κ.λπ. Η κρατική χρηματοδότηση αλλοιώνει το σύστημα τύπου Bismarck, όταν το Κράτος αναλαμβάνει την οικονομική κάλυψη των δαπανών λειτουργίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως αντί για τις εισφορές ή φέρει το κύριο βάρος παράλληλα με τις εισφορές, χωρίς αυτό να οφείλεται στην ενεργοποίηση του εγγυητικού ρόλου του. Επίσης, το ίδιο συμβαίνει, όταν το Κράτος καθίσταται υπόχρεο των παροχών ή όταν η κοινωνική ασφάλιση αναλαμβάνει τον κίνδυνο της φτώχειας και οι παροχές χρηματοδοτούνται με βάση την αρχή της εθνικής αλληλεγγύης. Στην Ελλάδα, η οποία εφαρμόζει μεικτό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως με προέχοντα τα χαρακτηριστικά του τύπου Bismarck, παρατηρείται ότι η κοινωνική ασφάλιση παρέχει προνοιακές παροχές (κατώτατες συντάξεις, Ε.Κ.Α.Σ.) και το κράτος συμμετέχει στη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφαλίσεως. Το σύστημα δεν μετατρέπεται σε σύστημα κοινωνικής ασφάλειας, επειδή χορηγεί προνοιακές παροχές. Η εσωτερική λογική του δεν ανατρέπεται από μεμονωμένες και αποσπασματικές ρυθμίσεις. Η κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση δεν υπερβαίνει προς το παρόν τον συνταγματικό ρόλο του Κράτους ως εγγυητή της κοινωνικής ασφαλίσεως. Αν όμως το Κράτος καταστεί υπόχρεο για τις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, τότε θίγεται ο θεσμός της κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως έχει καθιερωθεί συνταγματικά στην Ελλάδα.                Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι στην Ελλάδα η κοινωνική ασφάλιση χαρακτηρίζεται από δύο αντίρροπες τάσεις. Από τη μια, εισάγονται κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και μηχανισμοί της αγοράς, που όμως φαινομενικά και μόνον αποδυναμώνουν την κοινωνική ασφάλιση. Από την άλλη, εισάγονται ή επεκτείνονται οι κανόνες και η τεχνική της πρόνοιας, που αποδυναμώνουν πραγματικά την κοινωνική ασφάλιση. Το κράτος τείνει να μετατραπεί από εγγυητής της υπάρξεως και της λειτουργίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως σε υπόχρεο για την καταβολή των παροχών. Παράλληλα, η κοινωνική ασφάλιση χορηγεί παροχές προνοιακές που αποσκοπούν στην κάλυψη του κινδύνου της φτώχειας των ασφαλισμένων, χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό και εφαρμόζεται η αρχή της εθνικής αλληλεγγύης. Συνεπώς, ενώ στα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τύπου Bismarck η διάκριση μεταξύ της κοινωνικής ασφαλίσεως και της πρόνοιας είναι κατά κανόνα σαφής, στην Ελλάδα τείνει να καταστεί συγκεχυμένη.             Τελικά, επιβεβαιώνεται ότι η εισαγωγή των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου και των μηχανισμών της αγοράς μόνο φαινομενικά αποδυναμώνει τον θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, ενώ η εισαγωγή των κανόνων και της τεχνικής της πρόνοιας αποδυναμώνει τη λογική του ισχύοντος κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και, υπό αυτό το πρίσμα, αποδυναμώνει πραγματικά τον θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως.  
2002
Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Η επικουρική κοινωνική ασφάλιση στο ευρωπαϊκό δίκαιο του ανταγωνισμού. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας. ; 2002 pp. 220.Abstract
Το θέμα του βιβλίου είναι επίκαιρο εν όψει της μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα και εν όψει του κοινοτικού ενδιαφέροντος για την επικουρική κοινωνική ασφάλιση. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση το κύριο ερώτημα είναι με ποιο τρόπο οι φορείς της επικουρικής ασφαλίσεως και οι ασφαλισμένοι θα επωφεληθούν από τις ελευθερίες που κατοχυρώνει η ενιαία αγορά. Τα ειδικότερα θέματα που απασχολούν σε σχέση με την επικουρική κοινωνική ασφάλιση είναι η  διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και κεφαλαίων, η θέσπιση ενιαίων κανόνων εποπτείας για τους φορείς επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως και η επίδραση της φορολογίας. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με σειρά αποφάσεών του, από το 1993, ασχολήθηκε με τη σχέση μεταξύ των καθεστώτων επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως και της εφαρμογής των κανόνων του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου για τον ανταγωνισμό. Το θέμα αυτό είναι σημαντικό, διότι η άποψη ότι πρόκειται για επιχειρήσεις διευκολύνει την ελεύθερη διακίνηση των υπηρεσιών και τον έλεγχο των επενδύσεών τους κατά το υπόδειγμα των φορέων της ιδιωτικής ασφαλίσεως. Και ενώ αρχικά φάνηκε να επικρατεί η άποψη ότι οι φορείς της επικουρικής ασφαλίσεως δεν νοείται να είναι επιχειρήσεις, αργότερα το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δέχθηκε ότι κάτι τέτοιο μπορεί κάλλιστα να συμβαίνει, εφόσον βέβαια συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις.    Το πρώτο μέρος του βιβλίου εξετάζει την έννοια της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως και διαπιστώνεται ότι, ενώ η διάκριση μεταξύ της κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως και της ιδιωτικής έχει από παλιά απασχολήσει την επιστήμη, αντιθέτως η διάκριση της επικουρικής ασφαλίσεως από την κοινωνική και από την ιδιωτική δεν  έχει αποτελέσει αντικείμενο αντίστοιχου ενδιαφέροντος. Τίθεται το ερώτημα, αν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της επικουρικής ασφαλίσεως είναι ικανά να την καταστήσουν ιδιαίτερη νομική κατηγορία σε σχέση με την κύρια κοινωνική ασφάλιση και με την ιδιωτική. Με άλλα λόγια, αν η διάκριση της παρεχόμενης κοινωνικής προστασίας σε τρεις πυλώνες ανταποκρίνεται όντως σε εννοιολογικές κατηγορίες σαφώς οριοθετημένες. Αναλύονται τα στοιχεία της έννοιας της επικουρικής ασφαλίσεως στην ημεδαπή και αλλοδαπή θεωρία καθώς και στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο και διαπιστώνεται ότι δεν είναι επαρκή για να την διακρίνουν από την κύρια κοινωνική και από την ιδιωτική ασφάλιση. Υποστηρίζεται ότι στην πραγματικότητα η επικουρική κοινωνική ασφάλιση δεν αποτελεί αυτόνομη κατηγορία σε σχέση με την κοινωνική και την ιδιωτική ασφάλιση και ότι τα  νομοθετικά καθεστώτα επικουρικής ασφαλίσεως συγκεντρώνουν όλα τα εννοιολογικά στοιχεία της κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως και συγκεκριμένα το γενικόν και αφηρημένον των ρυθμίσεων, την υποχρεωτικότητα, την καθολικότητα και τη διευρυμένη κοινωνική αλληλεγγύη, η οποία συνεπάγεται και τη δυνατότητα εφαρμογής του διανεμητικού συστήματος για την οικονομική κάλυψη των δαπανών . Αντίθετα, τα συμβατικής προελεύσεως καθεστώτα επικουρικής ασφαλίσεως συγκεντρώνουν όλα τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της ιδιωτικής ασφαλίσεως και συγκεκριμένα την προαιρετικότητα, το εξατομικευμένον των ρυθμίσεων, την περιορισμένη κοινωνική αλληλεγγύη.    Το κριτήριο της προελεύσεως, και επομένως των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου και του τρόπου οργανώσεως, επιτρέπει να υπαχθούν στις ρυθμίσεις της κοινωνικής ασφαλίσεως τα καθεστώτα που έχουν τα ίδια με αυτήν εννοιολογικά χαρακτηριστικά ως αποτέλεσμα της νομοθετικής τους προελεύσεως καθώς και στις ρυθμίσεις της ιδιωτικής ασφαλίσεως τα καθεστώτα που έχουν τα ίδια με την ιδιωτική ασφάλιση εννοιολογικά χαρακτηριστικά ως  αποτέλεσμα της συμβατικής τους προελεύσεως. Συνεπώς, από τη νομοθετική ή συμβατική προέλευση των καθεστώτων επικουρικής ασφαλίσεως συνάγεται τεκμήριο, και μάλιστα μαχητό, που επιτρέπει να χαρακτηρίζονται ή όχι ως επιχειρήσεις και να εφαρμόζεται σε αυτά το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο  περί ανταγωνισμού επιχειρήσεων.    Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, η μελέτη καταλήγει σε κριτική της διακρίσεως της κοινωνικής προστασίας σε τρεις πυλώνες. Υποστηρίζεται ότι υπάρχουν δύο μόνο πυλώνες κοινωνικής προστασίας και οι φορείς επικουρικής ασφαλίσεως εντάσσονται σε αυτούς ανάλογα με τη νομοθετική ή συμβατική προέλευσή τους. Για να εκλογικευθεί και απλοποιηθεί το σύστημα κοινωνικής προστασίας προτείνεται η διάσπαση του δεύτερου πυλώνα σε νομοθετικά και συμβατικά καθεστώτα και η απορρόφηση των μεν νομοθετικών καθεστώτων από τον πρώτο πυλώνα, των δε συμβατικών από τον δεύτερο. Κριτήριο της εντάξεως των καθεστώτων επικουρικής ασφαλίσεως στους δύο πυλώνες είναι η νομοθετική ή συμβατική ίδρυσή τους.    Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου αναλύεται η νομολογία του Δ.Ε.Κ. και επιβεβαιώνεται τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο οι νομοθετικής προελεύσεως φορείς επικουρικής ασφαλίσεως δεν είναι επιχειρήσεις, ενώ αντιθέτως οι συμβατικής προελεύσεως φορείς κατά τεκμήριο είναι επιχειρήσεις. Ήδη το Δ.Ε.Κ. έχει δεχθεί ότι τα συμβατικής προελεύσεως καθεστώτα επικουρικής ασφαλίσεως μπορεί να είναι επιχειρήσεις, οπότε εφαρμόζεται σε αυτά το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού επιχειρήσεων. Η νομολογία αυτή, χωρίς να αναλύει σε βάθος τη νομική φύση της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, προβαίνει σε χαρακτηρισμό σταθμίζοντας δέσμη ενδείξεων για τον χαρακτήρα του καθεστώτος που κρίνεται κάθε φορά. Κατά κανόνα εξετάζει την κοινωνική αλληλεγγύη (η οποία άλλοτε νοείται ως οργανωτική συνέπεια και άλλοτε ως σκοπός), την αναδιανομή εισοδημάτων, το υποχρεωτικό της υπαγωγής, την έκταση της αυτονομίας του φορέα, την εφαρμογή του διανεμητικού ή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος κ.λπ. Όλα αυτά τα κριτήρια αποτελούν απόρροια της νομοθετικής ή συμβατικής προελεύσεως του καθεστώτος. Ειδικότερα, ως προς τα συμβατικά καθεστώτα, διακρίνονται τα προαιρετικά καθεστώτα επικουρικής ασφαλίσεως από τα καθεστώτα που ιδρύθηκαν με Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και στη συνέχεια έγιναν υποχρεωτικά με νόμο. Ο κοινωνικός διάλογος, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις κατοχυρώνονται ρητά από τη Σ.Ε.Κ. και θεωρούνται το πλέον πρόσφορο μέσο για την οικονομική και κοινωνική ενοποίηση. Η νομολογία του Δ.Ε.Κ. γι’ αυτά τα καθεστώτα αναφέρεται σε παροχές γήρατος και ασθένειας μισθωτών και σε παροχές γήρατος αυτοτελώς απασχολουμένων. Απο την εξέταση της σχετικής νομολογίας προκύπτει ότι, ακόμη κι αν επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής τους με ουσιαστικό νόμο, δεν ανατρέπεται ο κανόνας ότι κατά το κοινοτικό δίκαιο οι φορείς επικουρικής ασφαλίσεως αποτελούν επιχειρήσεις και σε αυτούς εφαρμόζεται το δίκαιο του ανταγωνισμού. Από την ανάλυση της θεωρίας και της νομολογίας η μελέτη καταλήγει στο ότι ένα νομοθετικό καθεστώς επικουρικής ασφαλίσεως, επειδή έχει τα ίδια εννοιολογικά χαρακτηριστικά με τα καθεστώτα της κύριας ασφαλίσεως, κατά τεκμήριο δεν είναι επιχείρηση και δεν διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού επιχειρήσεων. Αντιθέτως, ένα συμβατικής προελεύσεως καθεστώς, επειδή έχει όλα τα εννοιολογικά γνωρίσματα της ιδιωτικής ασφαλίσεως, κατά τεκμήριο είναι  επιχείρηση. Το προτεινόμενο τεκμήριο είναι μαχητό και επιβεβαιώνεται από την υποχρεωτικότητα ή προαιρετικότητα του καθεστώτος που κρίνεται, την έκταση της κοινωνικής αλληλεγγύης ή της ανταποδοτικότητας και την εφαρμογή του διανεμητικού ή του κεφαλαιοποιητικού συστήματο για την κάλυψη των παροχών. Το τεκμήριο χρησιμεύει στην απλοποίηση του χαρακτηρισμού, την ασφάλεια δικαίου και στη συστηματική θεώρηση της νομικής φύσεως της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως.