Η επικουρική κοινωνική ασφάλιση στο ευρωπαϊκό δίκαιο του ανταγωνισμού

Citation:

Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Πατρίνα. Η επικουρική κοινωνική ασφάλιση στο ευρωπαϊκό δίκαιο του ανταγωνισμού. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας. ; 2002 pp. 220.

Abstract:

Το θέμα του βιβλίου είναι επίκαιρο εν όψει της μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα και εν όψει του κοινοτικού ενδιαφέροντος για την επικουρική κοινωνική ασφάλιση. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση το κύριο ερώτημα είναι με ποιο τρόπο οι φορείς της επικουρικής ασφαλίσεως και οι ασφαλισμένοι θα επωφεληθούν από τις ελευθερίες που κατοχυρώνει η ενιαία αγορά. Τα ειδικότερα θέματα που απασχολούν σε σχέση με την επικουρική κοινωνική ασφάλιση είναι η  διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και κεφαλαίων, η θέσπιση ενιαίων κανόνων εποπτείας για τους φορείς επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως και η επίδραση της φορολογίας. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με σειρά αποφάσεών του, από το 1993, ασχολήθηκε με τη σχέση μεταξύ των καθεστώτων επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως και της εφαρμογής των κανόνων του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου για τον ανταγωνισμό. Το θέμα αυτό είναι σημαντικό, διότι η άποψη ότι πρόκειται για επιχειρήσεις διευκολύνει την ελεύθερη διακίνηση των υπηρεσιών και τον έλεγχο των επενδύσεών τους κατά το υπόδειγμα των φορέων της ιδιωτικής ασφαλίσεως. Και ενώ αρχικά φάνηκε να επικρατεί η άποψη ότι οι φορείς της επικουρικής ασφαλίσεως δεν νοείται να είναι επιχειρήσεις, αργότερα το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δέχθηκε ότι κάτι τέτοιο μπορεί κάλλιστα να συμβαίνει, εφόσον βέβαια συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις.

   Το πρώτο μέρος του βιβλίου εξετάζει την έννοια της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως και διαπιστώνεται ότι, ενώ η διάκριση μεταξύ της κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως και της ιδιωτικής έχει από παλιά απασχολήσει την επιστήμη, αντιθέτως η διάκριση της επικουρικής ασφαλίσεως από την κοινωνική και από την ιδιωτική δεν  έχει αποτελέσει αντικείμενο αντίστοιχου ενδιαφέροντος. Τίθεται το ερώτημα, αν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της επικουρικής ασφαλίσεως είναι ικανά να την καταστήσουν ιδιαίτερη νομική κατηγορία σε σχέση με την κύρια κοινωνική ασφάλιση και με την ιδιωτική. Με άλλα λόγια, αν η διάκριση της παρεχόμενης κοινωνικής προστασίας σε τρεις πυλώνες ανταποκρίνεται όντως σε εννοιολογικές κατηγορίες σαφώς οριοθετημένες. Αναλύονται τα στοιχεία της έννοιας της επικουρικής ασφαλίσεως στην ημεδαπή και αλλοδαπή θεωρία καθώς και στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο και διαπιστώνεται ότι δεν είναι επαρκή για να την διακρίνουν από την κύρια κοινωνική και από την ιδιωτική ασφάλιση. Υποστηρίζεται ότι στην πραγματικότητα η επικουρική κοινωνική ασφάλιση δεν αποτελεί αυτόνομη κατηγορία σε σχέση με την κοινωνική και την ιδιωτική ασφάλιση και ότι τα  νομοθετικά καθεστώτα επικουρικής ασφαλίσεως συγκεντρώνουν όλα τα εννοιολογικά στοιχεία της κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως και συγκεκριμένα το γενικόν και αφηρημένον των ρυθμίσεων, την υποχρεωτικότητα, την καθολικότητα και τη διευρυμένη κοινωνική αλληλεγγύη, η οποία συνεπάγεται και τη δυνατότητα εφαρμογής του διανεμητικού συστήματος για την οικονομική κάλυψη των δαπανών . Αντίθετα, τα συμβατικής προελεύσεως καθεστώτα επικουρικής ασφαλίσεως συγκεντρώνουν όλα τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της ιδιωτικής ασφαλίσεως και συγκεκριμένα την προαιρετικότητα, το εξατομικευμένον των ρυθμίσεων, την περιορισμένη κοινωνική αλληλεγγύη.

   Το κριτήριο της προελεύσεως, και επομένως των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου και του τρόπου οργανώσεως, επιτρέπει να υπαχθούν στις ρυθμίσεις της κοινωνικής ασφαλίσεως τα καθεστώτα που έχουν τα ίδια με αυτήν εννοιολογικά χαρακτηριστικά ως αποτέλεσμα της νομοθετικής τους προελεύσεως καθώς και στις ρυθμίσεις της ιδιωτικής ασφαλίσεως τα καθεστώτα που έχουν τα ίδια με την ιδιωτική ασφάλιση εννοιολογικά χαρακτηριστικά ως  αποτέλεσμα της συμβατικής τους προελεύσεως. Συνεπώς, από τη νομοθετική ή συμβατική προέλευση των καθεστώτων επικουρικής ασφαλίσεως συνάγεται τεκμήριο, και μάλιστα μαχητό, που επιτρέπει να χαρακτηρίζονται ή όχι ως επιχειρήσεις και να εφαρμόζεται σε αυτά το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο  περί ανταγωνισμού επιχειρήσεων.

   Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, η μελέτη καταλήγει σε κριτική της διακρίσεως της κοινωνικής προστασίας σε τρεις πυλώνες. Υποστηρίζεται ότι υπάρχουν δύο μόνο πυλώνες κοινωνικής προστασίας και οι φορείς επικουρικής ασφαλίσεως εντάσσονται σε αυτούς ανάλογα με τη νομοθετική ή συμβατική προέλευσή τους. Για να εκλογικευθεί και απλοποιηθεί το σύστημα κοινωνικής προστασίας προτείνεται η διάσπαση του δεύτερου πυλώνα σε νομοθετικά και συμβατικά καθεστώτα και η απορρόφηση των μεν νομοθετικών καθεστώτων από τον πρώτο πυλώνα, των δε συμβατικών από τον δεύτερο. Κριτήριο της εντάξεως των καθεστώτων επικουρικής ασφαλίσεως στους δύο πυλώνες είναι η νομοθετική ή συμβατική ίδρυσή τους.

   Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου αναλύεται η νομολογία του Δ.Ε.Κ. και επιβεβαιώνεται τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο οι νομοθετικής προελεύσεως φορείς επικουρικής ασφαλίσεως δεν είναι επιχειρήσεις, ενώ αντιθέτως οι συμβατικής προελεύσεως φορείς κατά τεκμήριο είναι επιχειρήσεις. Ήδη το Δ.Ε.Κ. έχει δεχθεί ότι τα συμβατικής προελεύσεως καθεστώτα επικουρικής ασφαλίσεως μπορεί να είναι επιχειρήσεις, οπότε εφαρμόζεται σε αυτά το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού επιχειρήσεων. Η νομολογία αυτή, χωρίς να αναλύει σε βάθος τη νομική φύση της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, προβαίνει σε χαρακτηρισμό σταθμίζοντας δέσμη ενδείξεων για τον χαρακτήρα του καθεστώτος που κρίνεται κάθε φορά. Κατά κανόνα εξετάζει την κοινωνική αλληλεγγύη (η οποία άλλοτε νοείται ως οργανωτική συνέπεια και άλλοτε ως σκοπός), την αναδιανομή εισοδημάτων, το υποχρεωτικό της υπαγωγής, την έκταση της αυτονομίας του φορέα, την εφαρμογή του διανεμητικού ή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος κ.λπ. Όλα αυτά τα κριτήρια αποτελούν απόρροια της νομοθετικής ή συμβατικής προελεύσεως του καθεστώτος. Ειδικότερα, ως προς τα συμβατικά καθεστώτα, διακρίνονται τα προαιρετικά καθεστώτα επικουρικής ασφαλίσεως από τα καθεστώτα που ιδρύθηκαν με Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και στη συνέχεια έγιναν υποχρεωτικά με νόμο. Ο κοινωνικός διάλογος, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις κατοχυρώνονται ρητά από τη Σ.Ε.Κ. και θεωρούνται το πλέον πρόσφορο μέσο για την οικονομική και κοινωνική ενοποίηση. Η νομολογία του Δ.Ε.Κ. γι’ αυτά τα καθεστώτα αναφέρεται σε παροχές γήρατος και ασθένειας μισθωτών και σε παροχές γήρατος αυτοτελώς απασχολουμένων. Απο την εξέταση της σχετικής νομολογίας προκύπτει ότι, ακόμη κι αν επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής τους με ουσιαστικό νόμο, δεν ανατρέπεται ο κανόνας ότι κατά το κοινοτικό δίκαιο οι φορείς επικουρικής ασφαλίσεως αποτελούν επιχειρήσεις και σε αυτούς εφαρμόζεται το δίκαιο του ανταγωνισμού.

Από την ανάλυση της θεωρίας και της νομολογίας η μελέτη καταλήγει στο ότι ένα νομοθετικό καθεστώς επικουρικής ασφαλίσεως, επειδή έχει τα ίδια εννοιολογικά χαρακτηριστικά με τα καθεστώτα της κύριας ασφαλίσεως, κατά τεκμήριο δεν είναι επιχείρηση και δεν διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού επιχειρήσεων. Αντιθέτως, ένα συμβατικής προελεύσεως καθεστώς, επειδή έχει όλα τα εννοιολογικά γνωρίσματα της ιδιωτικής ασφαλίσεως, κατά τεκμήριο είναι  επιχείρηση. Το προτεινόμενο τεκμήριο είναι μαχητό και επιβεβαιώνεται από την υποχρεωτικότητα ή προαιρετικότητα του καθεστώτος που κρίνεται, την έκταση της κοινωνικής αλληλεγγύης ή της ανταποδοτικότητας και την εφαρμογή του διανεμητικού ή του κεφαλαιοποιητικού συστήματο για την κάλυψη των παροχών. Το τεκμήριο χρησιμεύει στην απλοποίηση του χαρακτηρισμού, την ασφάλεια δικαίου και στη συστηματική θεώρηση της νομικής φύσεως της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως.