Citation:
Abstract:
Το παρόν έργο οριοθετεί το δημόσιο δίκαιο της υγείας ως αυτοτελή κλάδο του δικαίου της κοινωνικής προστασίας και εξετάζει το ισχύον στην Ελλάδα νομοθετικό πλαίσιο των δημόσιων υπηρεσιών υγείας με βάση τις αρχές που το διέπουν. Στην Ελλάδα οι θεωρητικές μελέτες για το δίκαιο της υγείας περιορίζονται σε αποσπασματικές προσεγγίσεις, κυρίως σχετικά με το συνταγματικό δικαίωμα στην προστασία της υγείας, την αστική ευθύνη των ιατρών του Eθνικού Συστήματος Yγείας (ΕΣΥ) ενώ τα δικαιώματα των ασθενών κατά κανόνα εξετάζονται από πλευράς αστικού δικαίου, δηλαδή με βάση τη συμβατική σχέση του ιατρού με τον ασθενή. Το έργο όμως αυτό συμβάλλει στην καλλιέργεια του κλάδου του δημοσίου δικαίου στην υγεία.
Στο πρώτο μέρος οριοθετείται το δημόσιο δίκαιο της υγείας ως ιδιαίτερος κλάδος του δικαίου της κοινωνικής προστασίας. Το δίκαιο της κοινωνικής προστασίας αποτελεί ειδικότερο κλάδο του δημοσίου δικαίου και περιλαμβάνει τη νομοθεσία που ρυθμίζει την εξασφάλιση του ανθρώπου από τους κοινωνικούς κινδύνους. Το δίκαιο της υγείας ορίζεται ως το σύστημα των κανόνων δικαίου που εφαρμόζονται στην υγειοπροστατευτική δραστηριότητα στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ο άνθρωπος και η διατήρηση, η αποκατάσταση και η βελτίωση μιας πραγματικής καταστάσεως, της υγείας του. Το δίκαιο της υγείας εντάσσεται συστηματικά στο δίκαιο της κοινωνικής προστασίας, εφόσον η προσβολή ή η υποβάθμιση της υγείας του ανθρώπου θεωρείται κοινωνικός κίνδυνος, τον οποίο η κοινωνική ολότητα αναλαμβάνει να καλύψει. Το δίκαιο της υγείας είναι συγγενές με το δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως και της πρόνοιας και μάλιστα παρατηρούνται επικαλύψεις όταν οι ασφαλιστικοί και προνοιακοί οργανισμοί χορηγούν παροχές ασθενείας και μητρότητας σε είδος. Στη μελέτη εξετάζονται ειδικότερα, τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του ατομικού και συλλογικού δικαιώματος και οι υπερκρατικές πηγές, δηλαδή το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. Oι κανόνες δημοσίου δικαίου που διέπουν τη διοίκηση των υπηρεσιών υγείας και τη διασφάλιση της υγειονομικής τάξεως και της ασφάλειας έχουν ειδικό χαρακτήρα σε σχέση με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και συγκροτούν το δημόσιο δίκαιο της υγείας. Το δίκαιο αυτό εστιάζεται σε δύο πόλους: Στην παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υγείας και στην εξασφάλιση της υγειονομικής δημόσιας τάξεως.
Το ευρωπαϊκό δίκαιο έχει συμβάλει ουσιωδώς στην καθιέρωση του αυτοτελούς δικαιώματος στην προστασία της υγείας και έχει επιτύχει την καθιέρωση της ενιαίας αγοράς αγαθών και υπηρεσιών υγείας. Τα κράτη-μέλη είναι αρμόδια για την οργάνωση των εθνικών τους συστημάτων, ωστόσο με νομικά δεσμευτικά και μη μέσα η ΕΕ επιτυγχάνει τη σύγκλιση, τον συντονισμό και σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την εναρμόνιση των διατάξεων που αναφέρονται στην προστασία της υγείας των ευρωπαίων πολιτών. Στο ευρωπαϊκό δίκαιο, η θέση της προστασίας της υγείας υπό τη σκέπη της αλληλεγγύης, μαζί με δικαιώματα, όπως είναι η προστασία του περιβάλλοντος και του καταναλωτή, και το γεγονός ότι η υγεία αποτελεί έναν από τους στόχους της προστασίας του περιβάλλοντος και του καταναλωτή, έχει οδηγήσει στην καθιέρωση και την εφαρμογή κοινών γενικών αρχών και συγκεκριμένα της πρόληψης, της προφύλαξης, της βιωσιμότητας, της υψηλής ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και αγαθών υγείας. Επίσης, οι μέθοδοι τις οποίες προκρίνει το ευρωπαϊκό δίκαιο και συγκεκριμένα της αξιολογήσεως, της συνεργασίας με διεθνείς οργανισμούς και άλλα κράτη για τη διαφύλαξη και την προαγωγή της υγείας κ.λπ., καθώς και οι δράσεις της EE έχουν σημειώσει αξιόλογα και ορατά από τους ευρωπαίους πολίτες αποτελέσματα, κυρίως όσον αφορά στην προστασία της δημόσιας υγείας. Πάντως, για τη μελλοντική ανάπτυξη της προστασίας της υγείας στο ευρωπαϊκό δίκαιο, θα πρέπει η ΕΕ να αποκτήσει πρόσθετες αρμοδιότητες, κάτι που πιθανότατα θα καθυστερήσει αφού η υγεία εντάσσεται στα νεότερα πεδία της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως, τα οποία κινούνται με μικρή σχετικώς ταχύτητα και δεν φαίνεται ότι προσεχώς θα αποκτήσουν ταχείς ρυθμούς.
Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται η δημόσια υπηρεσία προστασίας της υγείας και οι αρχές που τη διέπουν. Αναλύονται τα δύο βασικά πρότυπα (Bismarck και Beveridge) και παρατίθενται δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα (της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου), τα οποία έχουν αποτελέσει και πηγή εμπνεύσεως για τον έλληνα νομοθέτη. Συγκεκριμένα, το μεν γαλλικό για το ελληνικό διοικητικό δίκαιο και για την οργάνωση της δημόσιας διοικήσεως και των νοσοκομείων στην Ελλάδα μέχρι το 1983, το δε βρετανικό για τη θέσπιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας το 1983. Ακολουθεί η παρουσίαση του ελληνικού δημόσιου συστήματος υγείας και, ειδικότερα, αφενός των γενικών του αρχών, που είναι έμφυτες στο πρότυπο το οποίο ο νομοθέτης έχει επιλέξει, και αφετέρου της επιδράσεως των γενικών αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου. Βασικά στοιχεία του ΕΣΥ είναι η κρατική ευθύνη για την προστασία της υγείας, η καθολική, ισότιμη και κατάλληλη προστασία της υγείας του πληθυσμού και η οργάνωση σε κρατικές υπηρεσίες ή δημόσια νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από το κράτος.
Τα ευρωπαϊκά κράτη επιδιώκουν την παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας και την οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος υγείας με δύο διαμετρικά αντίθετους τρόπους: Με τον εσωτερικό ανταγωνισμό των δημόσιων υπηρεσιών υγείας από τη μια και με τη συνεργασία του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα από την άλλη. Η σχετική επιλογή αναδεικνύει τη σύγκρουση δύο διαμετρικά αντίθετων ιδεολογικών αντιλήψεων. Από τη μια, η υγεία δεν διαφοροποιείται από τα άλλα αγαθά και μπορεί να παρασχεθεί με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και τους μηχανισμούς της αγοράς. Από την άλλη, η υγεία αποτελεί κοινωνικό αγαθό και για την εξασφάλιση της προστασίας της δεν επαρκούν οι μηχανισμοί της αγοράς, τουλάχιστον όσον αφορά στη ρύθμιση της ζήτησης σε υπηρεσίες υγείες, καθόσον ο χρήστης των υπηρεσιών δεν έχει τις απαιτούμενες επιστημονικές γνώσεις και επιλέγει ακολουθώντας τη συμβουλή του επαγγελματία υγείας. Το EΣΥ δεν έχει εισαγάγει την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα ούτε τις συμβάσεις μεταξύ αυτών που παρέχουν και αυτών που λαμβάνουν υπηρεσίες ούτε την ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών υγείας και των χρηστών για τα θέματα υγείας. Το EΣΥ δεν έχει προσανατολισθεί ούτε έχει εισαγάγει κανόνες και μηχανισμούς του ιδιωτικού δικαίου και ειδικότερα του ανταγωνισμού. Oι κανόνες αυτοί, αν προσαρμοσθούν κατάλληλα, μπορούν να συμβάλλουν στην αποδοτική του λειτουργία, παρ’ ότι στην Ελλάδα το κράτος δεν έχει δεσπόζουσα θέση ως προς την παροχή υπηρεσιών υγείας, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στα συστήματα τύπου Beveridge. Η οργάνωση και η λειτουργία του δημόσιου συστήματος υγείας πρέπει να προσανατολισθεί σε διαρθρωτικές αλλαγές αντίστοιχες με αυτές που συντελούνται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Στο τρίτο μέρος εξετάζονται τα δικαιώματα του χρήστη των δημόσιων υπηρεσιών υγείας και διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
α) Στα δικαιώματα του χρήστη της δημόσιας υπηρεσίας, τα οποία αποτελούν τον κορμό για την εξασφάλιση του κοινωνικού δικαιώματος των πολιτών στην προστασία της υγείας τους. Το κύριο δικαίωμα του χρήστη των δημόσιων υπηρεσιών υγείας είναι η παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας προληπτικού ή θεραπευτικού χαρακτήρα. Αυτή καθεαυτή η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας διασφαλίζεται από την εφαρμογή των αρχών της ισότητας και της συνέχειας. Για παράδειγμα, οι εφημερίες εξασφαλίζουν την αδιάκοπη λειτουργία των υπηρεσιών υγείας και συνακόλουθα το δικαίωμα του χρήστη να έχει πρόσβαση κάθε στιγμή σε αυτές. Η αρχή της ασφάλειας περιλαμβάνει αφενός τις ιατρικές και τις συνδεόμενες με αυτές φροντίδες και αφετέρου την ατομική και τη συλλογική ασφάλεια των πολιτών στο πλαίσιο της πολιτικής για τη δημόσια υγεία (υγειονομική ασφάλεια). Νέες ισορροπίες πρέπει να βρεθούν μεταξύ του κινδύνου και της ασφάλειας και μεταξύ της ασφάλειας και του κόστους. Στο σημείο αυτό, η αρχή της ασφάλειας έχει ανανεωθεί και στο ουσιαστικό και στο δικονομικό δίκαιο από τον συνδυασμό της με την αρχή της προφυλάξεως και από την αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως υπέρ του χρήστη των υπηρεσιών αντίστοιχα. Γόνιμο πεδίο για τη νομική επιστήμη παρέχει το δικαίωμα στην ασφάλεια όταν συγκρούεται με το δικαίωμα στην έρευνα, ενώ πεδίο περισσότερο τεχνικό, αλλά με μεγάλο αντίκτυπο στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, προσφέρει η ασφάλεια των πληροφοριών υγείας.
β) Δεύτερη κατηγορία δικαιωμάτων είναι αυτά που απορρέουν από την προστασία της προσωπικότητας του ανθρώπου και εξασφαλίζουν την προστασία από την αυξημένη, λόγω της ραγδαίας επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, εξουσία των επαγγελματιών υγείας. Τα δικαιώματα της ενημερώσεως, της προστασίας της ιδιωτικότητας και των πληροφοριών που αφορούν στην υγεία, καθώς και της προστασίας της αξιοπρέπειας του ανθρώπου μπροστά στον πόνο και στον θάνατο έχουν έρεισμα στον σεβασμό της προσωπικότητας του χρήστη των υπηρεσιών υγείας. Όσον αφορά στο δικαίωμα της ενημερώσεως απαιτείται οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί του δικαιώματος να προβλεφθούν με ειδικό νόμο που θα ρυθμίζει συνολικά και ολοκληρωμένα τα δικαιώματα των ασθενών. Όσον αφορά στην προστασία του απορρήτου, η νομική του βάση έχει διευρυνθεί με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο εξειδικεύεται στους κώδικες δεοντολογίας των επαγγελματιών υγείας ή –σπανιότερα– σε νόμους για τα δικαιώματα των ασθενών. Τέλος, όσον αφορά στη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν φαίνεται να έχει εμπεδωθεί από τους αρμόδιους επαγγελματίες υγείας, οι οποίοι συχνά προβληματίζονται σε σχέση με το εάν και τι είδους στοιχεία πρέπει να χορηγούν κατόπιν αιτήσεως είτε του χρήστη είτε τρίτων που συνδέονται με αυτόν. Επίσης, ζητήματα τίθενται, ως προς την τήρηση των αρχείων από τις υπηρεσίες και τους επαγγελματίες υγείας, διότι τα δημόσια νοσοκομεία δεν έχουν μέχρι σήμερα εγκαταστήσει ολοκληρωμένα συστήματα πληροφορικής.
Το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα συναινέσεως στις ιατρικές πράξεις εξειδικεύουν την αυτονομία του χρήστη. Γίνεται δεκτό ότι ο άνθρωπος έχει δικαίωμα σε αξιοπρεπή ζωή όχι όμως στον θάνατο. Συνέπεια αυτής της παραδοχής είναι η δυνατότητα του χρήστη αφενός να μη συναινεί σε ανώφελες θεραπείες που παρατείνουν επ’ ολίγον τη ζωή υποβαθμίζοντας όμως την ποιότητά της. Αφετέρου να δικαιούται παρηγορητικές φροντίδες, ώστε να υποστηριχθεί ψυχικά και να ανακουφισθεί από τους πόνους, ακόμη και αν τα φάρμακα που του χορηγούνται ενδέχεται να έχουν ως παρενέργεια τη συντόμευση της ζωής του. Η διατήρηση της αξιοπρέπειας απέναντι στον πόνο και/ή στον θάνατο δεν είναι αποκλειστικά προσωπική υπόθεση του ασθενή ή των οικείων του ούτε αποκλειστικά του ιατρού. Στην Ελλάδα απαιτείται να οργανωθούν ειδικές υπηρεσίες για τη στήριξη του ασθενή και των οικείων του.
Η πραγματική κατοχύρωση αυτών των δικαιωμάτων φέρνει τον χρήστη στο επίκεντρο του δημοσίου δικαίου της υγείας. Ωστόσο, οι αποφάσεις του χρήστη συναρτώνται από την πληροφόρηση και τη σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσει με τον επαγγελματία υγείας. Συνεπώς, τα δικαιώματα του χρήστη των υπηρεσιών υγείας φαινομενικά και μόνο καθαιρούν την εξουσία των επαγγελματιών υγείας. Στην πραγματικότητα, αναβαθμίζουν την εξουσία αυτή και τη στηρίζουν στην κατεύθυνση εδραιώσεως σχέσεων εμπιστοσύνης και συνακόλουθα στη συνεργασία των χρηστών με τους επαγγελματίες υγείας και στην υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών υγείας.