Citation:
Full Text
Αλλά έχω κατά σου ολίγα, ότι αφείς την γυναίκά Ιεζάβελ, η λέγει εαυτήν προφήτιν, και διδάσκει και πλανά τους εμούς δούλους
Αποκ. 2,20
Καμία χριστιανική ομολογία δεν θέλει σήμερα να θυμάται τους συνεργάτες των ναζιστών, ούτε, επίσης, να αποδέχεται χωρίς κριτήρια αληθείας την άτολμη συγγνώμη των μελών της που τους υποστήριξαν. Όλοι, ή σχεδόν όλοι, αν σκεφθούμε την ιδιόμορφη περίπτωση του καρδινάλιου Stepinac, έχουν καταδικασθεί στην απαξίωση της λησμονιάς. Και θα πίστευε κανείς, ότι μετά την αποκάλυψη των τερατωδών εγκλημάτων του φασισμού κατά αμάχων μειονοτήτων και του Ολοκαυτώματος στην ολότητά του, ο χριστιανικός κόσμος διέγραψε οριστικά κάθε ιδεολογικό συσχετισμό ή συμπάθεια προς αυτόν. Για κάποιους, όμως, υφίσταται ακόμα η «κρυφή γοητεία» του φασισμού.
Παρά την εγγενή αντιχριστιανικότητά του, ο φασισμός ασκεί έλξη προς τα συντηρητικά ακροατήρια ως ένα κίνημα που εκμεταλλεύεται τραντισιοναλιστικές αξίες και «θεοποιεί» την έννοια του έθνους, και, άρα, το υπερεγώ ενός λαού, καταξιώνοντας το κοινωνικό υποκείμενο, επειδή και μόνον ανήκει σε μία ορισμένη φυλετική ομάδα. Σε αυτά τα σημεία έγκεινται οι κύριες αντιστοιχίες του με τις idées fixes ενός μέρους της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, το οποίο αφήνοντας κατά μέρος την πανανθρώπινη προοπτική του χριστιανικού μηνύματος και τη ριζοσπαστική ισότητα, που εξήγγειλαν ο Χριστός και οι μαθητές του, επαναλαμβάνει τα ιστορικά processus και, εντελώς αυθαίρετα, προτιμά να περικλείσει την Εκκλησία στα όρια του έθνους-κράτους, στρέφοντάς τη εχθρικά προς τον ξένο, τον ανόμοιο. Κι εδώ εμφανίζεται η αντινομία και η ματαίωση της χριστιανικής ταυτότητας, τουλάχιστον του συνειδητού μέλους της Εκκλησίας, τη στιγμή που υιοθετεί τον φασισμό.
Όταν στα 1933 την εύθραυστη δημοκρατία της Βαϊμάρης διαδέχθηκε ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός, οι εθνικοσοσιαλιστές θεωρητικοί προσπάθησαν να κατασκευάσουν μια ψευδεπίγραφη χριστιανική ομολογία, η οποία θα εξυπηρετούσε τη φασιστική κρατική μηχανή. Οι κύριοι άξονες αυτού που ονόμασαν «θετικό χριστιανισμό» ακύρωναν, ουσιαστικά, τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης, αντικαθιστώντας τη με ένα ρατσιστικό, νεο-παγανιστικό μόρφωμα, που χρησιμοποιούσε κατ’ επίφαση το όνομα του Χριστού. Ως στόχους τους διακήρυξαν την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης ως χριστιανικού συγγράμματος και την «απο-εβραιοποίηση» της Καινής Διαθήκης (ειδικότερα του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου και των Παύλειων Επιστολών)· την επιβολή της θέσης για εκπλήρωση της Μεταρρύθμισης στο «μεσσιανικό» πρόσωπο του Αδόλφου Χίτλερ· τη φυλετική ταυτοποίηση του Ιησού ως Άριου, και την εισαγωγή αρχαίων γερμανικών παραδόσεων και δρυϊδικών μύθων σε αντικατάσταση των ιουδαϊκών στοιχείων του χριστιανισμού.
Σε αυτές τις θέσεις, αλλά και στη δημιουργία της Reichskirche, της ναζιστικής «εκκλησίας», αντέδρασε μια μικρή μερίδα Γερμανών ιερωμένων, θεολόγων και πιστών, που συγκρότησε την Bekennende Kirche (Ομολογούσα Εκκλησία) σε μια προσπάθεια να αντισταθεί στον εκφασισμό της προτεσταντικής ομολογίας. Στη Διακήρυξη Πίστεως του Barmen οι ηγέτες της Bekennende Kirche σημείωναν: «Απορρίπτουμε το ψευδές δόγμα ότι η Εκκλησία με ανθρώπινη αλαζονεία μπορεί να θέσει τον Λόγο και το έργο του Κυρίου στην υπηρεσία οποιωνδήποτε αυθαίρετα επιλεγμένων επιθυμιών, επιδιώξεων και σχεδίων». Οι ηγετικές φυσιογνωμίες της μικρής αυτής χριστιανικής ομάδας εξορίσθηκαν, οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και ορισμένοι εκτελέσθηκαν εκεί μέχρι το τέλος του Πολέμου. Από αυτούς ξεχώρισαν, για τη ρωμαλεότητα του πνεύματός τους, ο μεγάλος Karl Barth και ο «μάρτυρας» Dietrich Bonhoeffer. Αλλά, ακόμα, και η κατοπινή δικαίωση της χριστιανικής αντίστασης δεν ήταν πλήρης, μιας και ποτέ δεν αποδόθηκαν ευθύνες στα μέλη της Εκκλησίας, τον απλό λαό, που απορρίπτοντας τη χριστιανική αγάπη, αγάπησε ένα μεταφυσικό «εγώ» του έθνους ή της φυλής.
Ο χριστιανισμός μπορεί να είναι αληθινός μόνον όταν επιλέγεται, υφίσταται και διακονείται με απόλυτη ελευθερία και εμπνέεται από την αγάπη, όπως την περιέγραψε εν ανθηρώ έλληνι λόγω ο Παύλος. Οποιαδήποτε άλλη μορφή του είναι ψευδεπίγραφη, γιατί αμαυρώνει την εικόνα του ανθρώπου ως δημιουργήματος της αγάπης του Θεού και ακυρώνει την προοπτική του στην έκφραση της λυτρωτικής, αγαπητικής θυσίας του Λόγου. Ο φασισμός δεν μπορεί να συμβαδίσει μ’ αυτή την ελευθερία της αγάπης –ούτε και με την ελευθερία της έκφρασης και της συνείδησης–, και για τούτο δεν μπορεί να είναι χριστιανικός. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, όταν δέχεται και αγκαλιάζει τους πάντες, και εδώ είναι χαρακτηριστική η θέση των Πατέρων, που ακόμα και αυτούς οι οποίοι συνειδητά θέτουν τον εαυτό τους εκτός Εκκλησίας, δεν τους θεωρούν υπενάντιους αλλά «εν δυνάμει» μέλη της. Ο φασισμός δρα, πάντοτε, αποκλείοντας ένα κοινωνικό σύνολο, παρουσιάζοντάς το ως «εχθρικό», προκειμένου να διεγείρει πάθη και ένστικτα αυτοσυντήρησης και να συσπειρώσει τους οπαδούς του. Η Εκκλησία –η πραγματική και ακέραια– αγκαλιάζει τους εχθρούς της· ο φασισμός κατασκευάζει τους εχθρούς του και, έπειτα, τους εκτελεί.
Στο εξαιρετικής ποιητικότητας ιδιόμελο που ψάλεται στην εκφορά του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή, ο Αριμαθαίος Ιωσήφ εμφανίζεται να παρακαλεί τον Πιλάτο να του παραδώσει το νεκρό σώμα του Ιησού με τα παρακάτω λόγια: «Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω. Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον». Ο πρώτος ξένος της χριστιανοσύνης είναι ο ίδιος ο Χριστός· αυτός που στην επίγεια ζωή του υπήρξε πρόσφυγας, διωκόμενος, πολιτικός κατάδικος, και πέθανε ως εγκληματίας στον σταυρό, μιλώντας για τη δική του «βασιλεία» σ’ έναν ληστή.
Ο ξένος, ο «άλλος», ο διαφορετικός είναι πρόσωπο ιερό μέσα στον ζωντανό εκκλησιαστικό οργανισμό. Είναι αυτός που η κοινότητα των πιστών θα βοηθήσει και θα αγκαλιάσει σαν να είναι ο Χριστός, όπως Εκείνος είπε: «ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με […] αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Μπορεί αυτή η πρακτική αποδοχής και ενεργού συμπαράστασης προς τον ξένο να συνυπάρξει με το αβυσσαλέο μίσος και τη βία, που ασκεί ο φασισμός;
Σήμερα, που ο φασισμός εμφανίζεται και πάλι στον κοινωνικό χάρτη, απειλώντας τον «συν-άνθρωπο» οι ηγεσίες των Εκκλησιών δεν πρέπει να σιωπήσουν. Η επανάληψη του λάθους του Μεσοπολέμου και η ποιμαντική αδιαφορία θα οδηγήσει σε δεινή απαξίωση των εκκλησιαστικών ταγών και, ίσως, του ίδιου του χριστιανισμού. Άλλωστε, η Ορθοδοξία, που είναι η κυρίαρχη πίστη στον τόπο μας, δοξάσθηκε όταν ταύτισε τον λόγο της με το δίκαιο του αδύναμου, όταν επέλεξε να είναι διωκόμενη για την αλήθεια. Όπως ωραία το περιγράφει ο Φώτης Κόντογλου σ’ ένα διήγημά του: «Η ορθοδοξία τότες ήτανε σαν και κείνη τη μάνα τη βασανισμένη, που την πονάνε τα παιδιά της πιότερο, παρά σαν είναι καλοπερασμένη. Αγάπη αληθινή είναι μονάχα κείνη πούνε πονεμένη αγάπη, απάνου σε τέτοιαν αγάπη θεμέλιωσε ο Χριστός τη γλυκιά την πίστη του».