Εισαγωγικά: Μνημονεύοντας τον Χαλκηδόνος Μελίτωνα Χατζή

Citation:

Lianos-Liantis E. Εισαγωγικά: Μνημονεύοντας τον Χαλκηδόνος Μελίτωνα Χατζή. In: Μελίτων Χατζής: Μορφή Αυστηρή και Υπέροχη. Κωνσταντινούπολη: Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. και Μεγάλη του Γένους Σχολή; 2013.

Date Presented:

20 November

Full Text

«Εν γενεά αυτού εδοξάσθη, και η δόξα αυτού ουκ εξαληφθήσεται»

Καθώς ο συγγραφέας της Σοφίας Σειράχ μέμνηται τους αγίους προγόνους των Ιουδαίων και τους αποδίδει, υμνώντας τον Κύριο γι’ αυτούς, την τιμή των δικαίων· έτσι κι εμείς, σήμερα, συναχθήκαμε στο ιερό των Γραμμάτων Παλλάδιο, προκειμένου να ενθυμηθούμε έναν Δίκαιο του Γένους, έναν Άγιο της Ρωμιοσύνης.

Και ιδού αυτός εν τω μέσω ημών, στα πρόσωπά σας – στο ύφος, τον λόγο, τον τρόπο των μαθητών του. Εάν ο Χαλκηδόνος Μελίτων Χατζής αγιογραφούνταν κάποτε, θα έπρεπε να ιστορηθεί κρατώντας στους κόλπους του τη Μεγάλη Εκκλησία των Κάτω Χρόνων, το Ιερό Φανάριον, προσφέροντάς τη ως σωζόμενο τρόπαιο στον Κύριο.

Αλλ’ ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να προσθέσει στους ώμους του και φτερούγες αγγέλου, διότι στάθηκε ο άγγελος τροφός του Διπλοφαναρίου, αυτός που εξέθρεψε στα άγια των αγίων τον μέλλοντα Πατριάρχη και τους συναποστόλους του.

Ο τίτλος της σημερινής ημερίδας εμπνεύσθηκε από το ποίημα του Ν. Εγγονόπουλου, Μπολιβάρ, τον ύμνο ενός Φαναριώτη ποιητή για τους ωραίους, του γενναίους, τους δυνατούς. Μορφή αυστηρή ο σεπτός Μελίτων, καθώς εικόνιζε με το παράστημα και τον βηματισμό του, με την όμορφη εκφορά του λόγου του -που τόνιζε από αρχαίο ένστικτο το ρω ως δασυνόμενο- τον τύπο του Ρωμαίου ρήτορα, θεολόγου και ιεράρχη. Συνάμα, όμως, και υπέροχη, γιατί δεν ήταν μόνον ο τύπος του νόμου αλλά και η ουσία του.

Μετέφερε την παράδοση όχι για να την ενταφιάσει μαζί με το γεώδες σώμα του παρά για να τη μεταδώσει στους εκλεκτούς του πνεύματός του. Ο Μελίτων είναι η αφκιασίδωτη συνείδηση του ελληνικού, όχι του έλληνος. Είναι η ζώσα πνευματικότητα μακριά από την τουριστική Ελλάδα, που ντύθηκε με τα αποφόρια των ένδοξων νεκρών της.

Πρέπει να δούμε τον Γέροντα Χαλκηδόνος ως το πρόσωπο μιας τραγωδίας. Μορφή προμηθεϊκή -πυρφόρος και δεσμώτης- δεμένος με την επισκοπική διακονία στον βράχο του κόσμου, συνομιλεί με το θείον ενώπιος ενωπίω ως ει τις λαλή προς τον εαυτού φίλον.

Η σκέψη του ήταν ωκεανός αχαρτογράφητος, που από τη δική μας στεριά μπορούμε να δούμε ένα μέρος ελάχιστο και να εικάσουμε το μεγαλείο του, καθώς έγραψε ελάχιστα για να εννοήσει πολλά περισσότερα. Και σε τούτο τον παρομοιάσαμε παλιότερα με τον Καβάφη, αν απ’ τον Καβάφη δεν απουσίαζε η μεταφυσική.

Το μείζον γι’ αυτόν ήταν η θεολογική παραγωγή. Και τούτο γινόταν αβίαστα, όπως με όλους τους Πατέρες της Πίστεως. Μα καθώς προσωπικότητες μεγάλης αγιότητας άργησαν να αναγνωρισθούν από το σώμα της Εκκλησίας, γιατί αυτό δεν ήταν έτοιμο να αφομοιώσει το μέγεθός τους, έτσι και ο μακαριστός Μελίτων θα κατανοηθεί πολύ μετά από τους δικούς μας χρόνους.

Για να συμπληρώσει εδώ πάλι ο Εγγονόπουλος: «Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό… Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες νύχτες, πάνω στην κλίνη τους, να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα».

Επιτρέψτε μου να κλείσω αυτόν τον σύντομο χαιρετισμό με τη μαρτυρία ενός περιστατικού, που αποδεικνύει την πληρότητα της θεολογίας του Μελίτωνος Χατζή, όπως μου το διηγήθηκε ένας νέος της εποχής εκείνης. Σε ένα δείπνο στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στη Μονή της Πεντέλης, παρουσία του Γέροντος Χαλκηδόνος, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το γεγονός και τον τρόπο της σωτηρίας.

Οι παρόντες ιεράρχες και καθηγητές εξέφεραν διάφορες γνώμες, κινούμενοι κυρίως στον φιλοσοφικό στοχασμό. Σε όλη τη διάρκεια του δείπνου ο Γέρων Μελίτων δεν είπε ούτε λέξη και σε κάποια στιγμή έκρουσε το ποτήρι για να δηλώσει το τέλος του γεύματος. Την ώρα που σηκωνόταν κάποιος τον ρώτησε «Γέροντα εσείς δεν μάς είπατε τελικά ποιοι θα σωθούνε» κι εκείνος απάντησε απλά «οι εν συστολεί αμαρτάνοντες».

Αυτή είναι η αποφθεγματική απλότητα της μεγάλης θεολογίας, που φορέας της στάθηκε ο Μελίτων Χατζής, χωρίς όγκο, χωρίς υποκρισία, χωρίς επιτήδευση, όσο αισθάνεται την ανθρώπινη αδυναμία τόσο γίνεται φιλανθρωπότερη.