Μελίτων Χατζής: Ο Καβάφης των Θεολογικών μας Γραμμάτων

Citation:

Lianos-Liantis E. Μελίτων Χατζής: Ο Καβάφης των Θεολογικών μας Γραμμάτων. In: Μελίτων Χατζής: Μορφή Αυστηρή και Υπέροχη. Κωνσταντινούπολη: Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. και Μεγάλη του Γένους Σχολή; 2013.

Date Presented:

20 November

Full Text

Μελίτων Χατζής: Ο Καβάφης των Θεολογικών μας Γραμμάτων

Ο ένας γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια των Ελλήνων. Ο άλλος στη ρωμέϊκη Κωνσταντινούπολη. Υπήρξαν και οι δύο γόνοι του παροικιακού ελληνισμού –το άριστον εκείνο, Ελληνικοί- και μιλούσαν την ίδια, περίπου, διάλεκτο, που αντικαθιστούσε τη δοτική με αιτιατική και όχι με γενική, όπως συνήθιζαν οι ελλαδικοί. Μέτρο ομοιότητάς τους στάθηκε ο λόγος, που για τον Κ.Π. Καβάφη ήταν ποιητικός και για τον Μελίτωνα Χατζή ρητορικός. Η διαφορά τους βρισκόταν στα πρότυπα, αφού ο Κωνσταντίνος αγάπησε τον Ιουλιανό ενώ ο Μελίτων τον Βασίλειο.

Ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων κάλυψε με τον βίο του τα πέτρινα χρόνια της ομογένειας της Πόλης και, κατά τις μαρτυρίες συγκαιρινών του, ανήκε στον σπάνιο τύπο εκκλησιαστικού διπλωμάτη και ικανού γραφειοκράτη, που δεν στέγνωσε την ψυχή του ένεκα της γραφειοκρατίας, αλλά θεολόγησε ως να ήταν προορισμένος μόνον για αυτόν τον σκοπό. Όντας ακριβός στη γραφή του και τελειοθήρας άφησε σχετικώς λίγα δείγματα κειμένων, στην πλειονότητά τους δημηγορικά, των οποίων, όμως, η αρτιότητα, η βαθύτητα και το εκλεπτυσμένο ύφος τόν καθιστούν τον Καβάφη των σύγχρονων θεολογικών μας γραμμάτων.

Γεννήθηκε στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1913) την εποχή που αυτή μεταλλασσόταν σε εθνικό κράτος και σε μικρή ηλικία βίωσε τα γεγονότα που συρρίκνωσαν τον ελληνισμό της Ανατολίας, περιορίζοντάς την παρουσία του στις ρωμέϊκες κοινότητες του Βοσπόρου. Η εκπαίδευσή του ακολούθησε τη γνώριμη οδό της «γενιάς των διαψευσμένων ελπίδων» της Πόλης. Αστική Σχολή και Ελληνογαλλικό Λύκειο Σταυροδρομίου και από εκεί στη Χάλκη, που τον καιρό εκείνο παρέμενε το κέντρο της ορθόδοξης θεολογίας. Ανάμεσα στους ικανούς υπήρξε ο ικανότερος, και γρήγορα αναδείχθηκε η ιερατική του κλήση καθιστώντας τον ιεροδιάκονο στη Μητρόπολη Χαλκηδόνος υπό τον μετέπειτα Πατριάρχη Μάξιμο. Παρότι, όμως, ανδρώθηκε μέσα στο παλαιό φαναριώτικο περιβάλλον -ως μέλος της Πατριαρχικής Αυλής του Βενιαμίν και του Μαξίμου- αναγνώρισε στη βιβλική μορφή του Αθηναγόρα τον «προφηταπόστολο» της νέας εποχής της Ορθοδοξίας.

Η έλευση του Αθηναγόρα ως Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη βρήκε τον Μελίτωνα στο διακόνημα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλου, στο οποίο και παρέμεινε μέχρι την εκλογή του, στο τέλος του 1950, στη Μητρόπολη Ίμβρου και Τενέδου. Τα δύο αυτά νησιά της τουρκικής επικράτειας με τις ακμάζουσες –ακόμη- ελληνικές κοινότητες αιχμαλώτισαν την ψυχή του νέου ιεράρχη, που παρά την αστική καταγωγή του αγάπησε τη λαϊκή ευσέβεια και την ενάργεια των ψυχών των κατοίκων τους. Την περίοδο της παραμονής του στην Ίμβρο δημοσίευσε πέντε λογοτεχνικά κείμενα, στα οποία απέδωσε ηθογραφικά, με συγκινητική διεισδυτικότητα και λυρισμό, τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή της επαρχίας του. Κατά τον Μελίτωνα τα δύο νησιά ήταν «ευλογημένος τόπος ευτυχισμένης ζωής κι εργαστήρι του ωραιότερου ανθρώπινου τύπου –σαν αυτόν που έδειξε στους ανθρώπους ο Χριστός».

Έπειτα από δώδεκα χρόνια ατενούς ποιμαντικής μέριμνας κλήθηκε το 1963 στο σεπτό Κέντρο, αρχικά ως Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως και, κατόπιν, Χαλκηδόνος, προκειμένου να υπηρετήσει έναν άλλο σκοπό, αυτόν της ενότητας των εκκλησιών και της εκπροσώπησης του παλαίφατου θρόνου στον διάλογο με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Στο στάδιο αυτό της ζωής του, έχοντας ωριμάσει πνευματικά, ανέλαβε τη διττή ιωάννειο διακονία, ως πρόδρομος και θεολόγος του Πατριάρχη Αθηναγόρα και της κωνσταντινουπολίτιδος εκκλησίας. Και από αυτό το μετερίζι ευαγγελίσθηκε τη θεολογία της αγάπης, που η ουσία και η έκφρασή της αντλούσε από τη δεξαμενή της πατερικής σκέψης, αποδίδοντας καινούργιο καρπό.

* * *

Στις 14 Δεκεμβρίου του 1975 στη βατικάνειο βασιλική του Αγίου Πέτρου ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ γονατίζει και φιλά τα πόδια ενός γηραιού Ορθόδοξου επισκόπου. Η παπική ακολουθία και οι παριστάμενοι πιστοί μένουν εκστατικοί μπροστά στο μοναδικό αυτό γεγονός. Μια πρωτόγνωρη κίνηση απόδοσης τιμής και σεβασμού αλλά και αίτηση συγχώρησης του δυτικού προς τον ανατολικό χριστιανισμό. Ο επίσκοπος που ενσάρκωσε την Ορθοδοξία έναντι του ποντίφικα ήταν ο Μελίτων Χατζής, και την ενσάρκωσε γιατί προηγουμένως την είχε εκφράσει «πανσθενώς» στον διάλογο με τη «σεβασμία» Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που ως αποτέλεσμα έφερε το 1965 την αμοιβαία άρση των αναθεμάτων από τους προκαθημένους πρεσβυτέρας και νέας Ρώμης.

Ο Μελίτων ήταν νους θεολογικός, και αυτό τον έκανε να αντιλαμβάνεται την Ορθοδοξία ως ζωντανό οργανισμό και απόλυτο μέγεθος. Δεν ανέτρεχε στην ιστορική καταγραφή, προκειμένου να χαρακτηρίσει ένα αξιοσέβαστο μνημείο, αλλά για να συνδέσει τη μαρτυρία με το παρεστώς. Ο λόγος του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων μεταδίδει την αλήθεια, δεν την παρουσιάζει απλά ή την ιστορεί, και όταν το λατρευτικό σώμα την αποδέχεται και τη βιώνει, τότε πραγματώνεται ως Εκκλησία και κοινωνεί τον Σωτήρα αλλά και τον πλησίον ως εικόνα του Θεού. Και ο ίδιος συμπλήρωνε: «Η βυζαντινή τελετουργική μεγαλοπρέπεια και αμφίεσίς μας καταλήγουν να είναι πράγματα κενά, αν δεν συνοδεύονται από πνευματική ανανέωση, από επαφή συνεχή με το δημόσιο αίσθημα, με τα φλέγοντα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, με την αγωνία του κόσμου». Έτσι, για τον Μελίτωνα η θεολογία υφίστατο ως συνολική απάντηση στα μεταφυσικά και ανθρωπολογικά ερωτήματα του συνειδητού και του εν δυνάμει πιστού, κάτι που φάνηκε και από το δημοφιλέστερο των κηρυγμάτων του στα 1970.

Την εποχή που η Ελλάδα βίωνε τις αφεγγείς μέρες μίας σχιζοφρενούς δικτατορίας και η εκκλησιαστική μέριμνα είχε αντικατασταθεί από τον ελληνικής έμπνευσης προτεσταντισμό των σωματείων, ο Μελίτων βρέθηκε περαστικός στην Αθήνα και ιερούργησε στον μητροπολιτικό της ναό. Το θέμα που απασχολούσε τότε την ελλαδική εκκλησία ήταν οι εκδηλώσεις του καρναβαλιού, οι οποίες καταδικάζονταν από μητροπολίτες και ιεροκήρυκες με διαπρύσιους λόγους. Για το ίδιο θέμα μίλησε και ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος· στρεφόμενος, όμως, κατά των ηθικοφανών κατηγόρων και όχι του φαινομένου.

«Κατηγορώ την υποκρισία…» ήταν ο τίτλος του κηρύγματός του και με αυτό απάντησε στο πολιτικό και εκκλησιαστικό καθεστώς της Ελλάδας, παρουσιάζοντας την παρεκτροπή τους με όρους θεολογικούς: «Εδώ λοιπόν, είναι η θέσις της Εκκλησίας, κοντά στον Καρνάβαλο. Σ’ αυτόν που ζητεί μεταμόρφωση, το κεντρικό κήρυγμα της Ορθοδοξίας. Να μη τον καταδικάσουμε, τον Καρνάβαλο, αλλά να σταθούμε και κάτω από την προσωπίδα του, να ακούσωμε την αγωνία του, την έκκλησή του και το δάκρυ του. Επαναλαμβάνω: της Ορθοδοξίας το βαθύτερο κήρυγμα ζητεί ο Καρνάβαλος, περιφερόμενος εις τους δρόμους της Πολιτείας, τη μεταμόρφωση. Και είναι ο ειλικρινέστερος και εντιμότερος των υποκριτών».

Ο λόγος του Μελίτωνα που ακούσθηκε από το ραδιόφωνο στο πλαίσιο της αναμετάδοσης της Θ. Λειτουργίας, τάραξε τη δίπλοκη, πολιτική και εκκλησιαστική, δικτατορία αλλά γοήτευσε τους πιστούς. Ο εγκάθετος Αρχιεπίσκοπος της περιόδου και οι συνοδοιπόροι του ζήτησαν την καταδίκη του Χαλκηδόνος από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ απαγόρευσαν σε οποιονδήποτε ιεράρχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου να κηρύττει στον μητροπολιτικό ναό της Αθήνας.

Ο Μελίτων έγινε ο προφήτης που λιθοβολήθηκε στον τόπο του, στο οιονεί εθνικό κέντρο, μόνον, όμως, για να δικαιωθεί μερικά χρόνια αργότερα, τότε που «οι γραμματείς και οι αρχιερείς», οι οποίοι «εζήτησαν επιβαλείν επ’ αυτόν τας χείρας», κατέρρευσαν ως ηθικά ερείπια μαζί με το καθεστώς, που τους είχε αναδείξει.

Όταν το 1973 εξέλιπε το εμβληματικό μέγεθος του Αθηναγόρα, θεωρήθηκε δεδομένο ότι την πατριαρχική διακονία θα αναλάμβανε ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος, ο συν-διαμορφωτής και ευσταθής συνεχιστής του έργου του. Αλλά δεν προοριζόταν να μεταβεί στην επέκεινα ακτή του Βοσπόρου ως Πατριάρχης. Οι τουρκικές αρχές διέγραψαν το όνομά του από τον κατάλογο των υποψηφίων και ο Μελίτων απέμεινε στην προδρομική του επιστασία, Γέρων του Διπλοφαναρίου και οδηγός Πατριαρχών. Ως τον Δεκέμβρη του 1989 όταν επέδυσε από το γεώδες στερέωμα, «ντυμένος μες στην πίστι του σεμνότατα». Η παρακαταθήκη του αφορά στην προοδευτική, αρετώσα φύση της χριστιανικής θεολογίας, που εκφέρεται όταν ο Θεός προσεγγίζεται ως αλήθεια και με αλήθεια. Αυτή την παρακαταθήκη θυμόμαστε σήμερα, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τον ερχομό του στον κόσμο, καθώς και τα λόγια του: «ο Θεός δεν είναι κατεστημένο, αλλ’ είναι περιπέτεια».