Citation:
Full Text
Λέγουσι γαρ, και ου ποιούσι
Κατά Ματθαίον 23,3
Σε μια επιστολή προς τον Απόλλωνα Μάικωφ ο Ντοστογιέφσκυ έγραφε ότι στο τελευταίο του έργο, τον Ηλίθιο, προσπάθησε να επικεντρώσει σε ένα ερώτημα: στο ερώτημα «με το οποίο βασανίστηκα, συνειδητά ή ασυνείδητα, όλη μου τη ζωή· κι αυτό είναι η ύπαρξη του Θεού». Αυτές οι λέξεις βγήκαν από τη γραφίδα του ίδιου ανθρώπου που διεκήρυττε ότι αν κάποιος του αποδείκνυε ότι ο Χριστός ήταν ψέμα, αυτός θα διάλεγε τον Χριστό και όχι την αλήθεια. Η κραταιά θέση της πίστης κλονίζεται και στην καρδιά των πιο πιστών, κι αυτή είναι παράμετρος της ελεύθερης προαίρεσης, της ιδιότητας που ο χριστιανικός Θεός αποδίδει ως βασικό χαρακτηριστικό στον άνθρωπο. Ο Ιησούς είπε «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια», αλλά συμπλήρωσε: «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν». Στη χριστιανική διδασκαλία δεν μπορεί να υπάρξει καταναγκαστική πίστη, γιατί αυτό, ακριβώς, θα ακύρωνε την ουσία της, τη συνειδητή και ελεύθερη αποδοχή του σωτηριολογικού της μηνύματος. Ο άνθρωπος θεώνεται, καθίσταται δηλαδή ομόθεος, εκκινώντας από τη δική του ελεύθερη βούληση.
Γιατί όμως ζητείται από κάποιον να ομολογήσει την πίστη του; Η ομολογία της ορθοδοξίας ενός προσώπου έχει εφαρμογή στον μυστηριακό χώρο της Εκκλησίας. Η πρώτη τάξη «ομολογητών» είναι ο βαπτιζόμενος και ο ανάδοχός του, κυρώνοντας ότι το νεοεισερχόμενο μέλος έχει (ή θα έχει) συνείδηση της νέας του πίστης. Επίσης, τη servabo fidem ομολογία δίνουν οι χριστιανοί που επιθυμούν τη θέση του λειτουργού και διδασκάλου στο εκκλησιαστικό σώμα· ο επίσκοπος δηλώνει κατά τη χειροτονία του ότι θα δρα σύμφωνα με τις δογματικές αρχές, που θέσπισαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Η Εκκλησία δεν αιτείται τη διακήρυξη από τον οποιονδήποτε, αλλά μόνον από αυτόν που προσέρχεται με την επιθυμία να καταστεί μέλος της και κοινωνός της αγιαστικής της χάρης ή λειτουργός και κήρυκας του μηνύματός της.
Στη βυζαντινή πολιτεία η αυτοκρατορική εξουσία χρησιμοποιούσε ως ιδεολογική της υπόσταση την ορθοδοξία του δόγματος. Το δόγμα παρουσιαζόταν ως βάση της κρατικής νομολογίας, καθότι η γήινη τάξη όφειλε να είναι εικόνα της ουράνιας, με τον αυτοκράτορα ως κέντρο της, ενώ ο υπήκοος της Οικουμενικής Αυτοκρατορίας ταυτιζόταν με τον ορθόδοξο χριστιανό. Η δογματική παρέκκλιση του αυτοκράτορα σήμαινε την αλλαγή του επίσημου δόγματος του κράτους, όπως συνέβη στους χρόνους των Αρειανιστών και Εικονομάχων ηγεμόνων. Μολοντούτο, ακόμη και στη βυζαντινή περίοδο η Εκκλησία δεν ζητούσε την ομολογία πίστεως της κοσμικής αρχής αλλά η δεύτερη απαιτούσε να εμφανίζεται ως φορέας και τύπος της ορθότητάς της. Η πρώτη ενότητα του Ιουστινιάνειου Κώδικα αναφέρεται «στην καθολική πίστη, την οποία κανείς δεν πρέπει να τολμά να αμφισβητεί δημόσια», ενώ ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο Περί της βασιλείου τάξεως έργο του γράφει, ότι τα πράγματα του κράτους πρέπει να ομοιάζουν «του δημιουργού την περί τόδε το παν αρμονίαν και κίνησιν».
Η λήξη του ιστορικού πειράματος της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή επανακαθόρισε καίρια τη στάση της Εκκλησίας έναντι της κοσμικής εξουσίας· διαχώρισε τυπολογικά το βασίλειο του πνεύματος από το βασίλειο του καίσαρος. Γιατί έξω από τη ροή του γίγνεσθαι ποτέ δεν ενώθηκαν.
Οι εμφανιζόμενες ως επιβιώσεις του βυζαντινού τύπου συναλληλίας είναι στην πραγματικότητα κακέκτυπα, που αναπαράγονται από δεσποτικά καθεστώτα, προκειμένου να μεταμφιέσουν την απολυταρχία τους. Ο Φράνκο εφηύρε τον τίτλο του Caudillo de España por la Gloria di Dios, και εφάρμοσε τον αντιχριστιανικό φασισμό, προσποιούμενος τον ευσεβή καθολικό. Το αυτό, περίπου, έκαναν και όλοι οι λατινοαμερικανοί δικτάτορες. Ενώ επέτρεπαν την αποικιακή εκμετάλλευση των χωρών τους και την εξαθλίωση των πολιτών, ταυτόχρονα διασάλπιζαν τη χριστιανική τους ευλάβεια. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ᾿ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου». Αυτή είναι η απάντηση σε όποιον επικαλείται τη χριστιανικότητά του προκειμένου να θηρεύει την εγκόσμια δόξα, μιας και κάθε δέντρο κρίνεται από τον καρπό του.
Στον δημόσιο χώρο υπάρχουν δύο ειδών ομολογίες πίστης· αυτή των ομολογητών μαρτύρων ενώπιον της κοσμικής εξουσίας, που τους οδηγεί συνειδητά στον θάνατο, και η ψευδ-ομολογία που γίνεται ανέξοδα με σκοπό τον έπαινο των ανθρώπων. Ο Φαρισαίος της γνωστής παραβολής αυτοδικαιώνεται μπροστά στο ιερό του ναού, ενώ η υπερήφανη προσευχετική του διακήρυξη τον αποκόπτει αντί να τον ενώνει με τον Θεό. Αυτός και οι μιμητές του είναι έμπρακτα άθεοι, ενώ όσοι αμφιβάλλουν για την πορεία προς τον Θεό βρίσκονται στην αρχή του μονοπατιού, που πολλοί θρησκευόμενοι έχουν χάσει. Ως κατακλείδα –και με αφορμή τις πρόσφατες εγκλήσεις στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ να «ομολογήσει» αν είναι άθεος– θυμάμαι τον Πεσσόα: «Και η απουσία θεού, θεός είναι».