Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. Ψυχή και σώμα στον αρχαίο ελληνικό και τον σύγχρονο κόσμο

Citation:

Γογγάκη Κ. Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. Ψυχή και σώμα στον αρχαίο ελληνικό και τον σύγχρονο κόσμο. 1st ed. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών; 2008 pp. 58.

Abstract:

(2008). Γογγάκη, Κωνσταντίνα. Σημειώσεις Εισαγωγής στη Φιλοσοφία: Ψυχή και σώμα στον αρχαίο ελληνικό και στο σύγχρονο κόσμο, έκδοση Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Η ζωή, ένα τόσο αντίθετο φαινόμενο στα έμψυχα όντα από την άψυχη ύλη, είναι για τον άνθρωπο κάτι ανεξήγητο και μυστήριο, και παρά τα εκατομμύρια χρόνια ύπαρξης και παρουσίας του στον πλανήτη, τα ερωτήματα και ο προβληματισμός σχετικά με τη ζωή παραμένουν χωρίς να μπορεί να δώσει κανείς με απόλυτη βεβαιότητα τον ορισμό και την απαρχή της. Η αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου προξένησε μεγάλη αναστάτωση στη συνείδηση του ανθρώπου, καθώς ο τελευταίος δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι ο βιολογικός του θάνατος αποτελεί φυσική συνέχεια, αναγκαία για την οικονομία της φύσης. Το γεγονός οτι από τη στιγμή της σύλληψης και της γέννησής του κουβαλάει ο άνθρωπος το σπέρμα του θανάτου, συνιστά μιαν αντίφαση της οποίας μόνο αυτός, από τους άλλους οργανισμούς, έχει την επίγνωση.

«Τι είναι ζωή;» Από τη φύση του προβλήματος στο πέρασμα του χρόνου δημιουργήθηκαν διάφορες περί ζωής αντιλήψεις. Τα ερωτήματα οδήγησαν στην υπόθεση μιας πηγής ζωής. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η πηγή ζωής ολόκληρου του σύμπαντος είναι η ψυχή. Αλλά τι είναι «ψυχή;» Και από πού πηγάζει η ζωή; Τι είναι φύση; Γιατί ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα του «συμπεριφέρεσθαι;» Και γιατί συμπεριφέρεται με αυτόν και όχι με τον άλλο τρόπο; Η μελέτη του ερωτήματος τι είναι ψυχή και ποια η ουσία, η προέλευση και το περιεχόμενό της, οδήγησε σε μεταφυσικές, οντολογικές κοσμολογικές και θεολογικές ερμηνείες για την αρχή της ζωής, ενώ με τη φιλοσοφική προσέγγιση του θέματος ασχολούνται πρώτοι οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι. Η έννοια της ψυχής, εν γένει, από καταβολής κόσμου θεωρείται αλληλένδετη με την έννοια της ζωής.      Οι επικρατέστερες αντιλήψεις ζωής είναι η δυναμική και η μηχανιστική αντίληψη. Η πρώτη, επιβιώνοντας σε όλη τη διάρκεια της αρχαίας φιλοσοφίας, επικρατεί και κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, οπότε η φιλοσοφία είναι επηρεασμένη από τον Αριστοτέλη και κυρίως από την ιουδαϊκή και τη χριστιανική θεολογία. Η «ζωή» για τη θεωρία αυτή είναι κάτι διαφορετικό από την ύλη και τις ιδιότητές της, είναι μια πραγματικότητα sui generis, η οποία διαθέτει τη δική της αρχή και ρυθμό. Η δεύτερη αντίληψη για τη ζωή, η μηχανιστική, ερμηνεύει τα φαινόμενα της ζωής και της ψυχής από φυσικές αιτίες. Οι περισσότεροι Ίωνες φιλόσοφοι, παρά το οτι οι θεωρίες τους είναι ακόμη ακαθόριστες, στο βάθος τους είναι μηχανιστές. Και για τους Στωϊκούς, όμως, αιτία της ζωής είναι το πνεύμα.

Η θεωρία των ζωϊκών πνευμάτων, είναι μια τρίτη θεωρία της αρχαιότητας για τη ζωή, στην οποία πρωτοστατούν οι γιατροί, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος έχει μέσα του κάποιον αγέρα, ένα είδος πνεύματος, το οποίο θέτει σε λειτουργία τον οργανισμό. Το πνεύμα αυτό, βάζοντας τον οργανισμό σε κίνηση, επιτυγχάνει να ενεργεί η ψυχή πάνω στο σώμα και ταυτόχρονα το σώμα πάνω στην ψυχή. Τα ζωϊκά πνεύματα με τη λειτουργία τους προκαλούν την ψυχική λειτουργία και τις σωματικές κινήσεις, μεσολαβούν ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα εξηγώντας την αμοιβαία τους επίδραση. Η θεωρία των ζωϊκών πνευμάτων έλαβε την οριστική της μορφή στην ιατρική σχολή της Αλεξάνδρειας, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, από τον ιατροφιλόσοφο Γαληνό. Στη συνέχεια επικράτησε σαν επιστημονική αλήθεια, ενώ κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση λαμβάνει τον χαρακτήρα αδιαμφισβήτητης φυσιολογικής ερμηνείας. Τον 17ο αιώνα υποστηρίζεται από τον Άγγλο φιλόσοφο Bacon, ενώ αργότερα ο Descartes σε αυτήν βασίζεται προκειμένου να ερμηνεύσει τις σχέσεις μεταξύ ψυχής και σώματος. Η θεωρία των ζωϊκών πνευμάτων καταργήθηκε μόνο από τη στιγμή που έγινε γνωστή η φυσιολογία του μηχανισμού της κυκλοφορίας του αίματος!

Η φυσική επιστήμη στην αρχή, η φυσιολογία και η ψυχολογία αργότερα, δημιουργούν νέες θεωρίες για τη ζωή, οι οποίες ανατρέπουν πολλές από τις απόψεις της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Οι ‘βιολογικές’ θεωρίες που επικρατούν από την Αναγέννηση και εξής αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη, περιστρεφόμενες όμως κυρίως γύρω απ’ τις παλιές βιταλιστικές θεωρίες. Η διανόηση, που εξαιτίας της ανάπτυξης της μαθηματικής και της φυσικής επιστήμης έχει ωριμάσει, καταφεύγει σε διαρκώς θετικότερες ερμηνείες, με τη μηχανιστική αντίληψη να επικρατεί οριστικά στα μέσα του 19ου αιώνα. Έτσι, σταδιακά, η έννοια του ‘φυσιολογικού’ διαλευκαίνεται, και αποσπάται από την έννοια του ‘ψυχικού’, κερδίζοντας ολοένα και ευρύτερο έδαφος η μηχανιστική ερμηνεία και οι νόμοι της φυσικής και της χημείας.

Ο οριστικός διαχωρισμός του ‘φυσιολογικού’ από το ‘ψυχικό’ οφείλεται κυρίως στον Descartes, ο οποίος, μεταξύ άλλων, την έννοια της ψυχής την περιορίζει στη νόηση, εκλαμβάνοντας, αντίθετα με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, την ψυχή ως αρχή της πνευματικής ζωής και όχι και της οργανικής. Η μηχανιστική αντίληψη της ζωής εξελισσόμενη στη συνέχεια από επιστήμονες όπως ο Hobbes, και υλιστές φιλοσόφους όπως οι Diderot και Holbach, κατέλαβε κεντρική θέση στην επιστήμη, χωρίς όμως να εξοβελίσει εξ ολοκλήρου τις βιταλιστικές αντιλήψεις. Η φυσιολογία του 19ου αιώνα, κατ’ εξοχήν μηχανιστική ούσα, ασκεί αποφασιστική παρέμβαση στις εξελίξεις. Στη διευρυνόμενη κυριαρχία της μηχανιστικής θεωρίας διαπιστώνεται, από τους υποστηρικτές των θετικών επιστημών μέχρι τους δαρβινιστές και τους υλιστές, μια σύγκλιση απόψεων. Η μηχανιστική ερμηνεία της ζωής κυριάρχησε κατά τα μέσα του 20ου αιώνα στη φυσιολογία, μαζί με την πίστη πως οι φυσικο-χημικές ερμηνείες είναι οι μόνες γόνιμες. Σαν αντίδραση απέναντι στις απόψεις αυτές, και μέσα στη δογματική και ιδεαλιστική ατμόσφαιρα της εποχής, αναπτύχθηκαν νέες δυναμικές θεωρίες, όπως ο ‘νεοβιταλισμός’, υποστηρίζοντας πως οι φυσικοχημικές ερμηνείες από μόνες τους δεν εξηγούν καθ’ ολοκληρίαν το φαινόμενο της ζωής, και επομένως είναι αναγκαία η καταφυγή σε μεταφυσικές ή απόκρυφες δυνάμεις. Με κύριο εκφραστή τον βιολόγο Driesch, ο οποίος βρίσκεται κοντά στη φυσιολογία, ή τον Bergson, αναπτύσσεται η βιολογική φιλοσοφία.