Citation:
Abstract:
Η λέξη ‘έρις’ απαντάται πρώτη φορά στον ελληνικό γραπτό λόγο στον Όμηρο και μετέπειτα στον Ησίοδο. Από την εποχή των πρώτων αναφορών της μέχρι σήμερα το περιεχόμενό της φαίνεται να μην έχει αλλοιωθεί, καθιστώντας τη διαχρονικότητα της λέξης αξιοσημείωτη. Ο Νίτσε, μάλιστα, με αφορμή την έριδα (αγώνα) μεταξύ του Ομήρου και του Ησιόδου υποστηρίζει τη θεωρία του ότι η φύση του ανθρώπου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαμάχη. Η ετυμολογία της λέξης τη συνδέει με πολλές ερμηνείες, με επικρατέστερη αυτή της φιλονικίας, της προστριβής ή ακόμη και της ερινύος, της τύψης, της οργής και της κατάρας. Ο Ησίοδος ειδικά διαχωρίζει την έριδα σε καλή και σε κακή. Εξ αυτών η πρώτη οδηγεί τους ανθρώπους στα αγαθά έργα, ενώ η δεύτερη τους κατευθύνει σε βιαιότητες και σε πολέμους. Η κακή Έριδα, χαιρέκακη ούσα, συνδέεται με τη φιλονεικία (την αγάπη του νείκους=διχόνοιας) και την καταστροφή, ενώ αντίθετα η καλή με τη φιλονικία (την αγάπη της νίκης), τη δημιουργία, τον Έρωτα της ζωής, τη δικαιοσύνη και την Πανδώρα, που φέρει όλα τα δώρα. Η καλή Έριδα οδηγεί στην ευγενή άμιλλα, τον υγιή ανταγωνισμό και τον δίκαιο αγώνα, σε αντίθεση με την κακή, που στον αθλητισμό, και γενικότερα στις εκφάνσεις του πολιτισμού προκαλεί την έχθρα και το μίσος.
Η έριδα θεωρείται κάτι εγγενές του ανθρώπινου είδους, η επίγνωση, όμως, των δεινών που προκαλεί ο κακός ανταγωνισμός μπορεί να συμβάλλει στη σύλληψη από τον άνθρωπο του τρόπου με τον οποίο ο ίδιος θα ελέγξει την επιθετικότητά του, προκειμένου να ωφεληθεί από το ίδιο του το μειονέκτημα. Ο άνθρωπος έχει τη δύναμη, έλλογα, να μετατρέψει την κακή έριδα, τη φιλονεικία και τον πόλεμο σε φιλονικία με νόμο, ευγενή άμιλλα και αγώνα, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια και την εξέλιξή του. Η χαλιναγώγηση της κατώτερης φύσης του ανθρώπου συνιστά συνειδητή στάση απέναντι στο υπό διαρκείς προκλήσεις φαινόμενο της ζωής, το οποίο δεν είναι μια συνεχής άμυνα απέναντι σε εχθρικές επιθέσεις, αλλά μια απόπειρα κατανόησης του άλλου. Η εξέλιξη του ανθρώπου βασίζεται, εν τέλει, στην αξιοποίηση της δυνατότητάς του ανθρώπου αφενός να εκλογικεύει και αφετέρου να εξανθρωπίζει τα ίδια τα ένστικτά του.