Citation:
Abstract:
Ο σύγχρονος αθλητισμός, από πολιτικής και οικονομικής επόψεως, ανήκει σε ευνομούμενες χώρες, ενώ για τις χώρες που έχουν προβλήματα επιβίωσης ο αθλητισμός συνιστά πολυτέλεια - εκτός αν εξαιρέσει κανείς τις περιοχές των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, όπου ασκούνται στρατιωτικά για να διατηρούν την φυσική τους κατάσταση σε καλό επίπεδο, και πάλι όμως για λόγους επιβίωσης. Η σύγκριση αυτή καθιστά φανερό πως η αξία του αθλητισμού έρχεται δεύτερη, συγκριτικά με τη μάθηση της γλώσσας, της ιστορίας, της αριθμητικής και των συναφών αντικειμένων στις χώρες όπου προέχει ο αγώνας της επιβίωσης. Στην Ελλάδα όμως, και γενικότερα στα κράτη της δυτικής Ευρώπης, που διαθέτουν ένα προηγμένο πολιτικό σύστημα και τον λεγόμενο ‘δυτικό πολιτισμό’, δεν μπορεί κανείς ν’ αφαιρεί ή ν’ αγνοεί το δικαίωμα της σωματικής άσκησης και κουλτούρας. Αθλητική παιδεία, όμως, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς παράλληλες, εκπαιδευτικές, οικολογικές και πολιτιστικές υποδομές. Η ανάπτυξη όλων αυτών επικοινωνεί σ’ ένα σχήμα συγκοινωνούντων δοχείων, που αλληλεπιδρούν. Κέντρο αυτής της συμφωνίας είναι η βελτίωση του επιπέδου της ζωής και η αίσθηση οτι ζει κανείς όπως του αξίζει: Μια καθημερινότητα ανάλογη της ανθρώπινης υπόστασης, αντάξια όχι μόνο της αντικειμενικής, αλλά και της υποκειμενικής του ποιότητας, και του επιπέδου του προσωπικού πολιτισμού του. Η ύπαρξη, συνεπώς, του αθλητισμού προϋποθέτει κάποιο οντολογικής φύσεως ερώτημα: τι είδος ανθρώπου δηλαδή και τι είδος κοινωνίας επιθυμεί κανείς να δημιουργήσει;
Η απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα προϋποθέτει την διασαφήνιση της ποιότητας του πολιτικού συστήματος στο οποίο προσβλέπει, ώστε να δοθούν ιδεολογικά χαρακτηριστικά στην ‘παιδεία’ και τον ‘πολιτισμό’ που παράγουν τις αντίστοιχες αξίες. Στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή μιας γενικευμένης εμπορευματικής και ανταγωνιστικής οικονομίας, πόσο εφικτή είναι η ανατροπή της κυρίαρχης ιδεολογίας που αντανακλάται στην παιδεία; Η νευρωτική ιδεολογία της αποτίμησης και της αναγνωρισμένης αξιοποίησης, η τάση κοινωνικής αντικειμενικοποίησης των αξιών, στην οποία και ο αθλητισμός όπως τόσες άλλες κοινωνικές δραστηριότητες εντάσσονται, μπορούν ν’ αντικατασταθούν με οτιδήποτε αναφέρεται ως «υγιές», «αυθεντικό», «φυσικό» και «αληθινό»; Αν ναι, τότε, αντί για τη χειραγώγηση ή την απώθηση του αυθεντικού σώματος, θα μπορεί κανείς να μιλήσει για το παιχνίδι, την αίσθηση, τη συγκίνηση, τη μνήμη του σώματος, που έχουν και πνευματικές διαστάσεις. Αντί για τον καταπιεστικό χαρακτήρα του πολιτισμού και της εκπαίδευσης θα μπορεί κανείς να μιλήσει για ελευθερία, και όχι ελευθεριότητα. Αντί για ένα σώμα που θα είναι πηγή δυσφορίας και έλλειψης ικανοποίησης, θα μιλήσει για «αυθεντικό σώμα», που δεν θα είναι ακρωτηριαστικό, αντιαισθητικό κι εκμεταλλευτικό. Τότε η αθλητική δραστηριότητα θα λάβει τον χαρακτήρα της πολιτιστικής κατάκτησης και της πρακτικής εφαρμογής μιας ηθικής, ενώ στην εκπαίδευση, που είναι προέκταση του πολιτισμού και της κουλτούρας, θ’ ανακτήσει έναν διαπαιδαγωγικό, παιδευτικό χαρακτήρα.