Citation:
Abstract:
Ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο Δανός αρχαιολόγος, θεολόγος και φιλόλογος Peter Oluf Brønsted (1780-1842), ένας πρωτοπόρος φιλέλληνας ή, μήπως ένας άλλος Elgin; Ο Brønsted έφτασε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1810, πραγματοποιώντας την πρώτη, ουσιαστικά, επίσκεψη Δανού περιηγητή στην χώρα. Η αναφορά, ωστόσο, των ονομάτων της πενταμελούς ομάδας που ταξίδεψε μαζί του, αποτελούμενη από το Δανό φιλόλογο και μουσικό Georg H.C. Koës, τους Γερμανούς, αρχιτέκτονα Carl Haller von Hallerstein από τη Νυρεμβέργη και ζωγράφο Jakob Linckh από τη Βυρτεμβέργη, και, τέλος, από τον Εσθονό βαρώνο Otto Magnus von Stackelderg, είναι αρκετή για να κατανοήσει κανείς τον αληθινό σκοπό της επίσκεψης αυτών των «πνευματικών» ανθρώπων της Δύσης. Ο von Hallerstein υπήρξε Πράκτορας του διαδόχου της Βαυαρίας Λουδοβίκου, με αποστολή του στην Ελλάδα τη συγκέντρωση αρχαιοτήτων, και με εντολή να αγοράσει όλες τις κεφαλές των αλόγων που είχαν απομείνει στο ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα και μια Καρυάτιδα. Ο ίδιος θα πραγματοποιήσει ανασκαφές στα Μέγαρα και την Ιθάκη και θα αγοράσει το αρχαίο θέατρο της Μήλου για λογαριασμό του Λουδοβίκου. Αλλά και οι τρεις άλλοι της παρέας, ο von Stackelberg, ο Linkh και ο Koës, κατηγορήθηκαν για κλοπή των αρχαίων ελληνικών ευρημάτων και για κερδοσκοπία.
Η χρονιά που κατέφθασε ο Brønsted στην Ελλάδα, το 1810, ήταν η χρονιά κατά την οποία ο Άγγλος λόρδος Elgin (: Thomas Bruce) φόρτωσε το τρίτο μέρος της λείας του με το πολεμικό πλοίο «Ύδρα». Η λεηλασία των μνημείων γενικεύτηκε στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνα. H δήθεν «αρχαιολογική» έρευνα ματατράπηκε σε ληστρική επιχείρηση, με ολέθριες συνέπειες για τα μνημεία και τα έργα τέχνης. Η πολυεθνική εταιρία αρχαιοκαπήλων που είχε συγκροτηθεί από το 1807 για ανασκαφές σε ελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους και πώληση ευρημάτων στην ευρωπαϊκή αγορά, είχε ως μέλη της την αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής ελίτ. Συνεργάτες της, μεταξύ άλλων, ήταν ο Γάλλος αρχαιολόγος Louis François Fauvel, πρόξενος της Γαλλίας στην Αθήνα, ο επίσης αρχαιοκάπηλος Γερμανός Georg Christian Gropius, κατοπινός πρόξενος της Αυστρίας και ο Άγγλος Charles Robert Cockerell.
Η εργασία παρακολουθεί τις επαφές του Brønsted με την Υψηλή Πύλη, τις προσωπικές του επαφές με πρόσωπα υψηλά ιστάμενα, τις ανασκαφές που ο ίδιος ανέλαβε σε σημαντικές αρχαιολογικές περιοχές της Ελλάδας, και τις συμφωνίες που έκανε ο ίδιος με τον Σουλτάνο προκειμένου τα αρχαιολογικά ευρήματα να εξαχθούν, προκειμένου να πουληθούν στις Ευρωπαίκές αγορές. Ο Brønsted απολαμβάνοντας της μεγάλης υποστήριξης του Αλή Πασά, μετατρέπεται σταδιακά σε «συνάδελφο» του Έλγιν που κατέκλεψε τις ελληνικές αρχαιότητες. Τον θησαυρό λόγου χάριν της Κέας τον φόρτωσε ο Δανός «αρχαιολάτρης» στο αγγλικό πλοίο «Η ωραία Νίνα» και πούλησε τα γλυπτά στη Δανία και τη δυτική Ευρώπη όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος (P.O. Brønsted, Voyages dans la Grèce accompagnés de recherches archéologiques, Paris 1826-1830, σ. 24).
Ο Brønsted, εκμεταλλευόμενος την υποστήριξη που είχε από τον Σουλτάνο, και, κυρίως, εκμεταλλευόμενος τον λαό της χώρας με την κλασική παιδεία, που ωστόσο σε εκείνη τη φάση ως πρωταρχικό μέλημά του έχει τον εθνικοαπελευθερωτικό του αγώνα, αδίκησε την Ελλάδα και λεηλάτησε τον πολιτισμό της. Ο ίδιος πρωταγωνίστησε στις ρυθμίσεις που αφορούσαν στην έξοδο ή την πώληση αυτών των ευρημάτων έξω από την Ελλάδα. Έτσι, μπορεί στη συνείδηση των Δανών να θεωρείται μια πνευματική προσωπικότητα, και μπορεί με τις παραδόσεις του στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης να άσκησε μεγάλη επίδραση στους αστικούς ρομαντικούς κύκλους της πρωτεύουσας της Δανίας, αλλά, τελικά, η αντίληψη που επικράτησε γι’αυτόν τον καταδίκασε σε αρχαιοκάπηλο, και μάλιστα σε «αχρείο αρχαιοκάπηλο»