Η πρόσληψη του Heinrich Heine στην Ελλάδα. Κριτική θεώρηση

Citation:

Μητραλέξη Κατερίνα. Η πρόσληψη του Heinrich Heine στην Ελλάδα. Κριτική θεώρηση. 2012.

Abstract:

Το έναυσμα για την παρούσα μελέτη δόθηκε πριν από αρκετά χρόνια, το 1997, με αφορμή την επέτειο για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από τη γέννηση του γερμανού ποιητή Χάινριχ Χάινε (Heinrich Heine, 1797-1856). Στο πλαίσιο των συνεδρίων και εκδηλώσεων κατά τη διάρκεια του επετειακού αυτού έτους το Ινστιτούτο «Heinrich Heine» της γενέθλιας πόλης Düsseldorf διοργάνωσε και παρουσίασε και στην Ελλάδα, όπως και αλλού στην Ευρώπη, μεγάλη έκθεση ντοκουμέντων για τον ποιητή, με στόχο να αναδείξει τη διεθνή εμβέλεια του έργου του,  τη σημασία του όχι μόνο για τη γερμανική, αλλά και για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια λογοτεχνία, αφού η απήχησή του υπήρξε επί μακρόν κατά πολύ μεγαλύτερη εκτός παρά εντός των γερμανικών συνόρων.

Είχε τότε ζητηθεί από την γράφουσα να διεξαγάγει βιβλιογραφική έρευνα για την πρόσληψη του έργου του στην Ελλάδα, με στόχο να προστεθεί η σχετική διάσταση στην εν λόγω έκθεση, η οποία στην Αθήνα διοργανώθηκε από το Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Ινστιτούτο Goethe Αθηνών, με την επιμέλεια της ερευνήτριας του έργου τού ποιητή κυρίας Sabine Bierwirth και της γράφουσας. Η έκθεση έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1997 (8 έως 27 Οκτωβρίου, Κτήριο «Κωστή Παλαμά») και η ανταπόκριση του αθηναϊκού κοινού υπήρξε μεγάλη, κάτι που έστρεψε εμφατικά την προσοχή στο γεγονός ότι ο Χάινε είχε, και κατά τα φαινόμενα εξακολουθούσε να έχει, μεγάλη απήχηση και στην Ελλάδα.

Η τότε διεξαχθείσα βιβλιογραφική έρευνα ανέδειξε και τεκμηρίωσε την ύπαρξη πληθώρας μεταφράσεων από το πολύπλευρο έργο του, από τα μέσα του 19ου αιώνα και εντεύθεν, και παρείχε ικανές ενδείξεις για το γεγονός ότι το έργο του Χάινε υπήρξε σημαντικό και καθοριστικό για πολλούς Έλληνες ποιητές κατά τις αποφασιστικές για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης δεκαετίες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Σχετικές υποθέσεις έχουν διατυπώσει παλαιότερα ο Κ. Θ. Δημαράς (1972) και ο Γιώργος Βελουδής (1983), πρόσφατα δε η Άννα Χρυσογέλου-Κατσή (2005), και η Ιωάννα Ναούμ (2007), όμως δεν έχει μέχρι στιγμής υπάρξει εκτενής ερευνητική μελέτη που να θέτει και να επιχειρεί συστηματικά την απάντηση στα ποικίλα ερωτήματα σχετικά με την πρόσληψη του έργου του Χάινε στην Ελλάδα και την επίδραση που αυτό ενδεχομένως άσκησε στους Έλληνες μεταφραστές, συγγραφείς και ποιητές, παλαιότερους και νεότερους. Διότι η συμπληρωματική βιβλιογραφική έρευνα που διεξήχθη για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης κατέδειξε ότι τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τον Χάινε δεν έχει μόνο σε ερευνητικό επίπεδο αναζωπυρωθεί. Καταγράφηκαν αρκετές νέες εκδόσεις και ανθολογήσεις μεταφράσεων από το λυρικό, κυρίως, έργο του, αλλά και πρόσφατες μελοποιήσεις, από τον συνθέτη Κώστα Τσουμενή (2003 και 2004), όπως και νέες μεταφράσεις, από τον Κώστα Κουτσουρέλη (2002), τον Σπύρο Καρυδάκη (2004) και την Μαρία Υψηλάντη (2007), μεταφράσεις που διακρίνονται για την ποιότητά τους.  Οι επιλογές των μεταφραστών δεν περιορίζονται στις πρώιμες ποιητικές συλλογές του Χάινε, όπως συνέβαινε παλαιότερα, αλλά προέρχονται από το σύνολο έργο, ενώ είναι προφανές ότι σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν και ως ποιητική έμπνευση.

Τα ερωτήματα λοιπόν που ανακύπτουν και αξίζουν διερεύνησης αφορούν τις συγκεκριμένες επιλογές των μεταφραστών από το πεζό και από το λυρικό έργο διαχρονικά, τον τρόπο της εκάστοτε μετάφρασης, όπως και την εκάστοτε κριτική θεώρηση και αποτίμηση του Χάινε ως συγγραφέα. Αφορούν βεβαίως και τις μεταφραστικές απουσίες, τα κενά που εμφανίζονται στην πρόσληψη του λογοτεχνικού και δοκιμιακού έργου και της κοσμοθεωρίας του Χάινε. Τι λοιπόν από το έργο του Χάινε μεταφράσθηκε και συζητήθηκε περισσότερο στην Ελλάδα, και υπό ποιο εν τέλει πρίσμα; Μπορεί κανείς να διακρίνει και να αναδείξει συγκεκριμένες τάσεις, ενδεικτικές ίσως για την εκάστοτε χρονική περίοδο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, φιλολογικής κριτικής  και σκέψης γενικότερα; Όπως προκύπτει από την παρούσα μελέτη μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τρεις κορυφώσεις της πρόσληψης του συγγραφέα: στα τέλη του 19ου αιώνα (γενιά του 1880), κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας.

Είναι σαφές ότι ο Χάινε ενδιέφερε τους Έλληνες κυρίως ως λυρικός ποιητής, αφού η μεγάλη πλειοψηφία των μεταφράσεων προέρχονται από το λυρικό του έργο, και μάλιστα από την πρώιμη ποίηση, η οποία όχι μόνο μεταφράσθηκε αλλά και τραγουδήθηκε πολύ διεθνώς, ίσως όσο κανενός άλλου εκ των γερμανών ποιητών. Για τα και στην Ελλάδα δημοφιλέστατα ποιήματα της ποιητικής συλλογής το Βιβλίο των τραγουδιών (Buch der Lieder, 1827) ο Χάινε άντλησε μεταξύ άλλων λυρικούς τρόπους έκφρασης από τη γερμανική δημώδη ποίηση, την τόσο διαδεδομένη την εποχή του γερμανικού ρομαντισμού – στην οποία εποχή πρέπει βέβαια να αναζητηθούν οι καταβολές της ποίησής του. Μέσω των πολλών επανεκδόσεων, εγκεκριμένων και μη, αλλά και μέσω των δημοφιλών μελοποιήσεων το έργο του διείσδυσε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική και κοινωνική ζωή. Ειδικά στην Ελλάδα του δευτέρου ημίσεως του 19ου αιώνα η συνάφεια προς την δημώδη λογοτεχνική έκφραση στάθηκε αποφασιστικός παράγων για τη δημοφιλία του, μέχρι του σημείου της έντονα οικειοποιητικής μεταφραστικής απόδοσης σε ελληνικό δημώδες ύφος. Τα ποιήματα του Χάινε χαιρετίσθηκαν τότε ως καινούρια εμπειρία, στο χώρο της φόρμας, αλλά και στο χώρο της θεματικής, της ποιητικής εικόνας και της έκφρασης, και λειτούργησαν απελευθερωτικά στους νέους Έλληνες ποιητές κατά τη διαδικασία απαγκίστρωσης από τη νοσηρή ατμόσφαιρα του αθηναϊκού ρομαντισμού και υπέρβασής του, όπως διαπιστώνουν μεταξύ άλλων ο Κωστής Παλαμάς και οι ποιητές της γενιάς του 1880. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, συζητείται κατά προτεραιότητα ο Χάινε ως πολιτικός συγγραφέας και έρχονται στο προσκήνιο κείμενα, που δεν είχαν ως τότε τύχει προσοχής. Το δε πρόσφατο ενδιαφέρον για τον ποιητή οδήγησε μεταξύ άλλων στη μετάφραση μέρους του θεωρητικού του έργου (Η ρομαντική σχολή, 1993, μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος), ενώ, όσον αφορά την ποίηση, επανέρχεται η ενασχόληση με τον Χάινε ως λυρικό συγγραφέα, ικανό να εμπνεύσει και να δώσει ώθηση σε ποιητική δημιουργία.

Εν τούτοις παραμένει αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Χάινε δεν προσελήφθη στην Ελλάδα σχεδόν καθόλου ως «Έλληνας», όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του, κατ’ αντιδιαστολή προς έναν «Ναζαρηνό». Ο Χάινε κάνει συστηματικά λόγο για Έλληνες και Ναζαρηνούς κυρίως στο κείμενό του με τίτλο Λούντβιχ Μπέρνε. Στη μνήμη του [Ludwig Börne. Eine Denkschrift, 1840], γραμμένο μετά το θάνατο, το 1837, του συμπατριώτη, ομοϊδεάτη του στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού της Γερμανίας, συνοδοιπόρου του στην παρισινή εξορία από το 1831 και μετά, και αργότερα αντιπάλου του Μπέρνε. Οι χαρακτηρισμοί Έλληνας και Ναζαρηνός –τον οποίο ο Χάινε προσδίδει στον Μπέρνε, κρατώντας για τον εαυτό του τον χαρακτηρισμό Έλληνας – δεν παραπέμπουν σε εθνικές ταυτότητες αλλά σε ιδεατά ερμηνευτικά σχήματα, σε διαμετρικά αντίθετες κοσμοθεάσεις, όπου Έλληνας χαρακτηρίζεται εκείνος που μετέχει της ελευθερίας, της αισθησιακότητας και της χαράς της επίγειας ζωής (Sensualismus) και Ναζαρηνός εκείνος που δίνει προτεραιότητα στα δόγματα, στον ασκητισμό και στην πνευματική πλευρά του ανθρώπου (Spiritualismus). Πρόκειται εντέλει για τοποθέτηση πάνω στο ρόλο, τις δυνατότητες και τις προτάσεις του διανοούμενου και ποιητή σε μια νέα, υπό διαμόρφωση, ελεύθερη και προοδευτική κοινωνία.

Για την περιγραφή του ρόλου αυτού, όπως και του πλαισίου στο οποίο αυτός ο διανοούμενος, ποιητής και πολιτικά συνειδητοποιημένος παρατηρητής καλείται να λειτουργήσει, ο Χάινε ανέπτυξε μια προσωπική, «ελληνική», όπως την ονομάζει ο ίδιος, οπτική και ορολογία. Προσφεύγει σε μορφές και αφηγήσεις της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και γραμματείας, για τις οποίες επινοεί ένα νέο πλαίσιο ερμηνείας και αφήγησης. Ελληνικά και μυθολογικά θέματα διατρέχουν όλο το έργο του, από τις απαρχές ως τα ύστερα ποιήματά του, και απηχούν τον τρόπο που τοποθετείται ο ποιητής απέναντι στα υπάρχοντα παραδείγματα δημιουργώντας τη βάση για μια νέα, προσωπική, μυθολογία. Πρόκειται για διάσταση του έργου του, της οποίας οι πτυχές δεν έχουν μόνο για τον Έλληνα αναγνώστη ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η οποία χρήζει περαιτέρω έρευνας. Ο Χάινε δεν υπήρξε φιλέλληνας με την κλασική έννοια του όρου, ανατρέχει όμως συστηματικά στο ελληνικό παράδειγμα.

Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης παρουσιάζεται συνοπτικά η προσωπική μυθολογία του Χάινε και ανιχνεύονται τα σημεία και ο τρόπος πρόσληψής της που όμως δεν συγκροτούν μια ενιαία αντίληψη για το θέμα στην Ελλάδα. Είναι γεγονός πως, πέρα από τα διάφορα μεμονωμένα ποιήματα που κυκλοφορούσαν σε μεταφράσεις πολλών και διαφόρων μεταφραστών, η πρώτη εκτενής μετάφραση από το πεζό έργο του είναι εκείνη του δοκιμίου των Εξόριστων θεών από τον Άγγελο Βλάχο το 1864, στο περιοδικό Χρυσαλλίς, κείμενο που πραγματεύεται την επιβίωση των ιδιοτήτων των αρχαίων θεών στον σύγχρονο κόσμο. Είναι αρκετά πιθανό να επελέγη το συγκεκριμένο πεζό κείμενο ακριβώς λόγω του «ελληνικού» θέματός του, και πιθανόν με διάθεση αντισυμβατική εκ μέρους του Βλάχου. Το κριτήριο του «ελληνικού» θέματος δεν φαίνεται πάντως διόλου να ισχύει για τις διάσπαρτες επιλογές των μεταφραστών από το λυρικό έργο, δεν στοιχειοθετείται ένα συστηματικό ενδιαφέρον του ελληνικού αναγνωστικού κοινού ή των λογοτεχνών για το θέμα, τουλάχιστον στο χώρο της ποίησης. Τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά όσον αφορά τα λοιπά πεζά κείμενα, τις επιλογές από τις Ταξιδιωτικές εικόνες και τις νουβέλες Φλωρεντινές νύχτες. Εκεί διαφαίνεται μια κάποια συνοχή ανάμεσα στις διάφορες επιλογές αφού προτιμώνται κείμενα που εμπεριέχουν αναφορές στην «ελληνική» θεώρηση των πραγμάτων εκ μέρους του Χάινε.

Η παρούσα μελέτη έθεσε λοιπόν ως στόχο την παρουσίαση και κριτική αποτίμηση της παρουσίας του συγγραφέα και ποιητή Χάινριχ Χάινε στα ελληνικά γράμματα, οριοθετήθηκε δε ως εξής: τέθηκε καταρχάς το ερώτημα σχετικά με το πώς αντιμετωπίσθηκε ο Χάινε από την ελληνική φιλολογική κριτική. Παρουσιάζονται λοιπόν στο πρώτο κεφάλαιο τα κριτικά σημειώματα ή οι εκτενέστερες μελέτες που τον αφορούν, αρχής γενομένης από την μελέτη του Ειρηναίου Ασώπιου στο περιοδικό Χρυσαλλίς το 1863 και φθάνοντας στις πλέον πρόσφατες μελέτες για τον συγγραφέα στις αρχές του 21ου αιώνα. Το μεγάλο χρονικό εύρος που καλύπτουν αυτές οι κριτικές  τοποθετήσεις επιτρέπει την παρακολούθηση σε αδρές γραμμές των γενικών τάσεων της κριτικής φιλολογικής σκέψης στην Ελλάδα από τον 19ο αιώνα και εντεύθεν και της σταδιακής διαμόρφωσης της άποψης για έναν συγγραφέα, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις επέδρασε καθοριστικά στο νεοελληνικό λογοτεχνικό γίγνεσθαι.

Στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο τίθεται και απαντάται το ερώτημα σχετικά με τις επιλογές των μεταφραστών και των λογοτεχνών από το σύνολο έργο του Χάινε, όπου το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζει στις επιλογές από το αφηγηματικό, και το τρίτο στις επιλογές από το λυρικό έργο, ενώ συνάμα εντοπίζονται οι χαρακτηριστικότερες μεταφραστικές απουσίες. Η παρουσίαση είναι ενδεικτική και όχι εξαντλητική. Ελέγχονται και αποτιμώνται παραδείγματα μεταφράσεων και συγγραφέων στο πλαίσιο μιας προσπάθειας ανάδειξης  της θέσης των συγκεκριμένων επιλογών σε σχέση με το συνολικό έργο του Χάινε αφενός και των πτυχών της συνδιαλλαγής του πρωτότυπου έργου με τις μεταφραστικές αποδόσεις και τις κατά περίπτωση νέες συγγραφικές προσπάθειες αφετέρου