Citation:
Abstract:
Στην μελέτη εξετάζεται η σύνδεση του μύθου του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης (από τον κύκλο των μύθων που σχετίζονται με τον Ηρακλή) με τον σύγχρονο προβληματισμό γύρω από τη συγκρότηση της ταυτότητας του υποκειμένου και το ανέφικτο της πραγματικότητας στην κωμωδία του Heinrich von Kleist Amphitryon. Ein Lustspiel nach Molière (1807). Από την εποχή που ο Ρωμαίος ποιητής της κωμωδίας Πλαύτος δημιούργησε με υλικό τον μύθο του Αμφιτρύωνα μια (τραγι)κωμωδία παρεξηγήσεων – ο Δίας επισκέπτεται την Αλκμήνη έχοντας πάρει τη μορφή του συζύγου της Αμφιτρύωνα και συνοδεύεται στην επίγεια ερωτική περιπέτειά του από τον Ερμή, ο οποίος με τη σειρά του εμφανίζεται με τη μορφή του Σωσία, του δούλου του Αμφιτρύωνα – το θέμα δεν έπαψε να εμπνέει τους ποιητές ανά τους αιώνες. Ήδη οι τραγικοί – Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης – είχαν αναφερθεί στο μύθο, αλλά τα έργα τους δεν έχουν διασωθεί. Από την ένωση του Δία και της Αλκμήνης γεννιέται ο Ηρακλής, ο οποίος ανήκει στην κατηγορία των ημίθεων ηρώων και σωτήρων της ανθρωπότητας, μοτίβο που υπάρχει σε πολλές μυθολογίες και θρησκευτικά συστήματα (π. χ. ινδική, αιγυπτιακή, ελληνική, χριστιανική μυθολογία). Η αιτία για τη συνεχή αναφορά, ενεργοποίηση και μετάλλαξη του μύθου αυτού από την εποχή του Ησίοδου και του Ομήρου μέχρι σήμερα στη λογοτεχνία, πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο γεγονός ότι συνδυάζει τον προβληματισμό γύρω από την θεία πρόνοια, ή έστω την θεϊκή παρέμβαση στα ανθρώπινα πράγματα, με το βασικό ερώτημα για το τι συγκροτεί ταυτότητα και τι εν τέλει διασφαλίζει την πρόσβαση στη όποια πραγματικότητα.
Στον Μολιέρο, στην τρίπρακτη κωμωδία του οποίου με τον τίτλο Αμφιτρύων (1668) βασίζεται η εκδοχή του Heinrich von Kleist, το θέμα της γέννησης του Ηρακλή είναι δευτερεύον, το ίδιο και η θεϊκή ιδιότητα του νυκτερινού επισκέπτη της Αλκμήνης. Ο Μολιέρος αναπτύσσει τη δράση γύρω από το καίριο ερώτημα «Ποιος είμαι;» που τίθεται με διάφορους τρόπους στο κείμενο: βασανιστικά στην Αλκμήνη, η οποία καλείται από τον Δία/Αμφιτρύωνα μετά την ερωτική νύχτα να διαχωρίσει ανάμεσα σε σύζυγο και εραστή, κωμικά από τον Σωσία στον Ερμή/Σωσία, κωμικοτραγικά από τον Αμφιτρύωνα προς όλους. Το θέμα των προϋποθέσεων και της δυσκολίας της αναγνώρισης της ταυτότητας κυριαρχεί, ενώ η έμφαση στην κοινωνική διάσταση και η προβολή στο κοινό του Μολιέρου, που είναι η αυλή του βασιλιά Λουδοβίκου XIV, είναι εμφανείς. Ο Δίας αποκαθιστά στο τέλος την αλήθεια και διαλύει τις παρεξηγήσεις με την άνεση του απόλυτου άρχοντα.
Ο Heinrich von Kleist γράφει ένα νέο κείμενο πάνω στα χνάρια του κειμένου του Μολιέρου ως να επρόκειτο για ένα παλίμψηστο. Η ιδιομορφία του νέου κειμένου έγκειται στην ταυτόχρονη εγγύτητα προς και απομάκρυνση από το πρότυπο, αφού ο Kleist διατηρεί σε κάποια σημεία σχεδόν ατόφιο το μεταφρασμένο κείμενο της κωμωδίας του Μολιέρου, για να το αλλάξει σε άλλα πλήρως, ενώ προσθέτει νέες σκηνές που μετατοπίζουν αποφασιστικά το κέντρο βάρους προς την πλευρά της Αλκμήνης, η οποία είναι πλέον το κεντρικό πρόσωπο στην επίσης τρίπρακτη κωμωδία του Kleist, κωμωδία με τραγικές όμως προεκτάσεις. Ο Δίας λειτουργεί μεν στο τέλος ως από μηχανής θεός, εμπλέκεται όμως ως πρόσωπο του δράματος και αυτός στην διαρκή επιθυμία και διαρκή αποτυχία αναγνώρισης από τον άλλο, και δεν είναι εν τέλει σε θέση να επιφέρει την αρμονία και αποκατάσταση της τάξης που υπαγορεύει το μυθικό υλικό και το είδος της κωμωδίας.
Στην μελέτη διερευνάται ο τρόπος με τον οποίο το κείμενο του Kleist αναφέρεται τόσο στο έργο του Μολιέρου και στο λογοτεχνικό είδος της κωμωδίας – προσεγγίζοντας έτσι την ποιητική του συγγραφέα, που ποτέ δεν διατυπώθηκε συστηματικά, αλλά ανιχνεύεται στα λίγα δοκιμιακά του κείμενα, στις επιστολές του και στη διακειμενικότητα των έργων του – όσο και στον μύθο που αφηγείται. Διότι τα πρόσωπα στον Kleist είναι έρμαια μυθικών συγκρούσεων όχι επειδή κυβερνούν ακόμα οι θεοί, αλλά επειδή η εσωτερική και η εξωτερική πραγματικότητα παρουσιάζονται ως αινιγματικά, απροσπέλαστα και ανερμήνευτα πεδία, ενώ η γλώσσα αδυνατεί να εκφράσει την εμπειρία του υποκειμένου. Η τέχνη και ο μύθος όμως, ως συστήματα σημείων, είναι σε θέση να καταδείξουν και να καλύψουν συνάμα το κενό, την απουσία νοήματος, παρουσιάζοντας πως αυτό συγκροτείται.
Στην εισαγωγή της μονογραφίας γίνεται αναφορά στην ιστορία πρόσληψης του κειμένου του Kleist, που στην εποχή του έγινε δεκτό με έκδηλη αμηχανία και δυσκολία κατανόησης, αφού δεν ήταν δυνατή η περιγραφή και ένταξή του σε κάτι γνωστό, όπως: η αναφορά στην αρχαιότητα με τους όρους του κλασικισμού (Goethe) ή ακόμα το ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας και η απόλυτη κυριαρχία ενός παντοδύναμου Εγώ επί του χάους με τους όρους του ρομαντισμού (Tieck), ή η σύνδεση των θρησκειών (αρχαιότητα, χριστιανισμός) στην οπτική του φίλου του Kleist Adam Müller, ο οποίος και επιμελήθηκε την πρώτη έκδοση της κωμωδίας το 1807, απόντος του συγγραφέως, που ήταν τότε αιχμάλωτος πολέμου σε γαλλική φυλακή. Η πρώτη παρουσίαση του έργου στο θέατρο γίνεται μόλις το 1899 στο Βερολίνο – η νεωτερικότητα του έργου του Kleist είναι ούτως ή άλλως ανακάλυψη του 20ούαιώνα. Εξίσου αντιφατικές και αντικρουόμενες είναι ωστόσο και οι νεότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, οι τάσεις των οποίων παρουσιάζονται στο δεύτερο μέρος της εισαγωγής.
Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται η εσωτερική βιογραφία του Kleist και η στροφή του προς τον λογοτεχνικό και μυθικό τρόπο έκφρασης, η θέση του Αμφιτρύωνα εν μέσω του συνολικού έργου του συγγραφέα, η διαχρονικότητα του συγκεκριμένου μύθου, οι όροι της κωμωδίας κατά την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα και η σχέση με το έργο του Μολιέρου.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύεται η σχέση των κωμικών σκηνών του κειμένου – μεταξύ των Ερμή/Σωσία, Σωσία και Χάριτος, της συζύγου του Σωσία – προς τις λιγότερο κωμικές ή και τραγικές σκηνές – μεταξύ των Δία/Αμφιτρύωνα, Αμφιτρύωνα και Αλκμήνης – και αναδεικνύεται η ερμηνευτική λειτουργία τους. Επίσης σχολιάζεται ο τρόπος με τον οποίο οι κωμικοί χαρακτήρες δεν επηρεάζονται από την κρίση ταυτότητας που καταλαμβάνει τα άλλα πρόσωπα του δράματος και τον οποίο ο Kleist έμμεσα συνδέει με τον προβληματισμό που αναπτύσσει στο δοκίμιό του Über das Marionettentheater. Και οι θεοί συγκαταλέγονται στους κωμικούς ήρωες, με τρόπο που – σε συνδυασμό τις άλλες αλλαγές που έχει επιφέρει ο Kleist στα πρόσωπα αυτά σε σχέση με το έργο του Μολιέρου – παραπέμπει στη γενικότερη τάση «αποδυνάμωσης» του μεγάλου και αδιαμφισβήτητου «Εγώ», η οποία διατρέχει το κείμενο.
Στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρείται μια ανάγνωση της ιστορίας του τραγικού ήρωα Αμφιτρύωνα ως υποδειγματική πορεία ενηλικίωσης, όπως την περιέγραψε ο Λακάν: ο Αμφιτρύων εμφανίζεται αρχικά εγκλωβισμένος στην επαναλαμβανόμενη ναρκισσιστική απαίτηση αναγνώρισης του φαντασιακού του «Εγώ» από την οποία απελευθερώνεται μόνο μετά από επίπονη διαδικασία αμφισβήτησης και την αποδοχή εν τέλει του νόμου, που εδώ υπαγορεύει ο Δίας. Ο Δίας δεν είναι όμως παρά μια μεταφορά για την επιθυμία της Αλκμήνης.
Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται η σχέση Δία – Αλκμήνης που για την Αλκμήνη είναι όμως πάντα η σχέση Αμφιτρύωνα – Αλκμήνης. Οι σχέσεις δεν είναι δυαδικές αλλά τριαδικές και καθίσταται εμφανές ότι η ταυτότητα δεν υφίσταται παρά μόνον ως η αναίρεσή της, ενώ η πρόσβαση στην πραγματικότητα μοιάζει ανέφικτη, εφόσον η αντιστοιχία μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου έχει διαταραχθεί. Ο τρόπος του μύθου – τρόμος, έκφραση της πλήρους υποταγής σε δαιμονικές δυνάμεις και συνάμα ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας, αισθητική μεταμόρφωση (Βlumenberg) – επιτρέπει την διατύπωση αυτού του προβληματισμού γύρω από την ταυτότητα και το υποκείμενο, ενώ η κωμωδία, το παιχνίδι ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, και η διαφορετική προσέγγιση της πραγματικότητας εκ μέρους των κωμικών μορφών είναι τρόποι που αποκαλύπτουν τον πλασματικό χαρακτήρα της ενότητας σημαίνοντος και σημαινόμενου και κατ΄ επέκταση της πραγματικότητας γύρω από το είναι και τον κόσμο.