Mitralexi K.
Schillers „Kabale und Liebe“ und Antonios Matesis’ „O Vassilikos“. In: „Lern im Leben die Kunst …“ Festschrift für Klaus Betzen. Hrsg. von Willi Benning. Αθήνα: Παρουσία Παράρτημα 33: Τιμητικοί Τόμοι. Τόμος 1; 1995. pp. 463-478.
AbstractΣτο μονόπρακτο του Άρθουρ Σνίτσλερ Ο πράσινος παπαγάλος [Der grüne Kakadu] κυριαρχεί ο προβληματισμός γύρω από την ουσία της πραγματικότητας. Γάλλοι αριστοκράτες επισκέπτονται την παραμονή της Γαλλικής Επανάστασης ένα ιδιόρρυθμο θέατρο-καπηλειό του Παρισιού, όπου οι θαμώνες είναι ηθοποιοί που παριστάνουν κακοποιούς και απατεώνες. Η ευχάριστη διέγερση των νεύρων που προσφέρουν στους αριστοκράτες οι επινοημένες αφηγήσεις των ηθοποιών έρχεται σε αντίθεση με αυτό που πραγματικά συμβαίνει και που οι αριστοκράτες αποφεύγουν να συνειδητοποιήσουν: τη στιγμή που εκείνοι απολαμβάνουν την ψευδαίσθηση της απειλής και του κινδύνου, ξεσπάει έξω, στους δρόμους του Παρισιού, η Επανάσταση. Το βασικό θέμα του έργου είναι αντιπροσωπευτικό της εποχής που γράφτηκε, δηλαδή του Fin-de-siècle, της Βιεννέζικης Νεωτερικότητας αφού ο Σνίτσλερ εστιάζει στα παρακμιακά στοιχεία και στο θέμα της αποσύνθεσης της πραγματικότητας. Ακόμα και ο χαρακτηρισμός «γκροτέσκο» που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για το έργο δεν δικαιολογείται με αυστηρά λογοτεχνικά κριτήρια, αλλά σκοπό έχει να τονίσει την ιδιομορφία των συμβάντων στον Παπαγάλο και να σχολιάσει τη στάση του κοινού που τα υπαγορεύει και τα προκαλεί.
Μητραλέξη Κατερίνα.
Ανάμνηση, αφήγηση και επεξεργασία του μύθου στο διήγημα της Christa Wolf "Κασσάνδρα". 1995.
AbstractΣκοπός της μελέτης αυτής είναι η διερεύνηση της λειτουργίας του μυθικού υλικού για την Ανατολικογερμανίδα συγγραφέα Christa Wolf, της οποίας το διήγημα Κασσάνδρα δημοσιεύθηκε το 1983 ταυτόχρονα με τον συνοδευτικό τόμο Προϋποθέσεις για μια αφήγηση: Κασσάνδρα. Οι Προϋποθέσεις περιλαμβάνουν τις σχετικές με το θέμα του διηγήματος διαλέξεις της συγγραφέως στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων «Περί Ποιητικής» του Πανεπιστημίου αυτού.
Στο πρώτο μέρος της εργασίας ανιχνεύονται και διερευνώνται οι πηγές της συγγραφέως, που είναι κατά κύριο λόγο η τραγωδία Αγαμέμνων από την τριλογία Ορέστεια του Αισχύλου και η συλλογή μύθων του Robert von Ranke-Graves με τίτλο Ελληνική Μυθολογία. Καθοριστική για την τελική μορφή του διηγήματος είναι η θέαση της προϊστορικής αρχαιότητας εκ μέρους της Wolf, η οποία τροφοδοτείται από τις απόψεις των Bachofen, Thomson και Ranke-Graves για τα μητριαρχικά στάδια των κοινωνιών, όπως και από τον φεμινιστικό λόγο. Στο πλαίσιο του τελευταίου ο μινωϊκός πολιτισμός ισοδυναμεί με επιβεβαίωση των θεωριών του για τον διαφορετικό και θετικό χαρακτήρα των κοινωνιών στις οποίες δεν παρατηρείται παραγκώνιση του γυναικείου στοιχείου. Η εικόνα που έχει σχηματίσει η Christa Wolf για την μινωϊκή Κρήτη θα οδηγήσει στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η Τροία του διηγήματος.
Στο δεύτερο μέρος της μελέτης παρατίθεται διεξοδική ανάλυση του διηγήματος Κασσάνδρα, η οποία επικεντρώνεται στους εξής τομείς:
Στο πρώτο κεφάλαιο αξιολογείται η σημασία που αποκτούν για την Christa Wolf η μαντική και η ιερατική ιδιότητα της Κασσάνδρας. Με αναφορές σε προηγούμενα έργα και δοκίμια της συγγραφέως τεκμηριώνεται η άποψη πως η μορφή της Κασσάνδρας λειτουργεί ως μεταφορά για τον διανοούμενο-καλλιτέχνη, και πως η σύγκρουση της Κασσάνδρας με το περιβάλλον της αποτελεί σχόλιο για την ευθύνη του διανοούμενου σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες. Ο ρόλος της προφητείας της Κασσάνδρας είναι να διατυπώσει μελλοντικές προοπτικές που να βασίζονται σε ειλικρινή – και όχι ιδεολογική – τοποθέτηση απέναντι στα δεδομένα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η επώδυνη προσπάθεια της Κασσάνδρας να προσεγγίσει ένα δικό της, αυθεντικό λόγο και να αρθρώσει τη δική της ‘φωνή’. Τα στάδια της διαδικασίας αυτής σημαίνουν ταυτόχρονα και τη διαδοχική αναζήτηση, απόρριψη και τελική συγκρότηση της ταυτότητας της Κασσάνδρας πάντα σε αντιδιαστολή με το κοινωνικό της περιβάλλον. Η άποψη πως η Christa Wolf αντιμετωπίζει την Κασσάνδρα ως πρόδρομο ενός διανοούμενου-ποιητή επιβεβαιώνεται μετά την διερεύνηση της βαρύνουσας σημασίας που έχει ο λόγος ως προϋπόθεση συγκρότησης ταυτότητας για την Κασσάνδρα.
Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζονται τα στοιχεία και η λειτουργία της εναλλακτικής κοινωνικής ομάδας, στην οποία θα ενταχθεί η Κασσάνδρα μετά την απόρριψη εκ μέρους της της κοινωνίας της Τροίας. Γίνεται σαφές πως η Wolf συμμετέχει με την αντιδιαστολή αυτή: πόλη – φύση, ολοένα ‘λειτουργικότερη’, αλλά μονόπλευρη, αυτοκαταστροφική και ‘κλειστή’ κοινωνία – ‘ανοικτή’, πολύμορφη και ‘θετική’ κοινωνία, στην συζήτηση για τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού (Horkheimer – Adorno) σε συνάρτηση με τον φεμινιστικό λόγο. Αλλά διαπιστώνεται η αδυναμία να διατυπωθεί μια πρόταση που να έχει βιωσιμότητα. Η εναλλακτική κοινωνία είναι στον ορίζοντα του έργου απαραίτητη για την τελική συγκρότηση ταυτότητας της Κασσάνδρας, αλλά τόσο η μάντισσα όσο και η κοινωνία αυτή αφανίζονται τελικά.
Το τέταρτο κεφάλαιο τέλος αναφέρεται στην σημασία που αποδίδει η Wolf στις λειτουργίες της ανάμνησης και της αφήγησης για την ανθρώπινη, ποιητική και κοινωνική υπόσταση. Καταρχάς επισημαίνεται το γεγονός ότι στην Κασσάνδρα η συγγραφέας μοιάζει να ξεπερνά την δυσκολία να αρθρώσει ένα «εγώ» στο λογοτεχνικό έργο, κάτι που είναι χαρακτηριστικό για τα προηγούμενα έργα της – με εξαίρεση ίσως τα σύντομα διηγήματα (η Κασσάνδρα χαρακτηρίζεται μεν ‘διήγημα’ αλλά έχει την έκταση ενός μικρού μυθιστορήματος). Στην διαδικασία της ανάμνησης, που δεν ορίζει μόνο την Κασσάνδρα αλλά το σύνολο σχεδόν των έργων της, η Wolf αναγνωρίζει ουσιαστική σημασία για την προσέγγιση της γνώσης γύρω από τον εαυτό και τις συνθήκες. Η μνήμη και η επεξεργασία της αποτελούν για την Wolf εγγυήσεις για το μέλλον. Η δε αφήγηση διαφυλάττει την ανάμνηση και επιτελεί έτσι σημαντικό έργο. Οι προβληματισμοί αυτοί διατρέχουν τον λογοτεχνικό και δοκιμιακό λόγο της Wolf ιδίως από το τέλος της δεκαετίας του ’60 και μετά, όταν η συγγραφέας αρχίζει να διατυπώνει προσωπικές θέσεις σε αντιδιαστολή προς τις επιταγές της επίσημης πολιτείας της Ανατολικής Γερμανίας σχετικά με την λογοτεχνία. Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 ο φεμινιστικός λόγος επηρεάζει τις τοποθετήσεις της Christa Wolf. Η αναζήτησή της στρέφεται προς ένα λογοτεχνικό λόγο που η ίδια ονομάζει «γυναικεία γραφή» (weibliches Schreiben). Το θέμα της ανάμνησης περιλαμβάνει πλέον και την μνήμη της λογοτεχνίας συνολικά, δηλαδή το σύνολο της λογοτεχνικής παράδοσης στον ευρωπαϊκό χώρο. Στο σημείο αυτό η Wolf διατυπώνει μομφή εναντίον αυτής της λογοτεχνίας ως μη δυνάμενης να αποδώσει τις αυθεντικές εμπειρίες του υποκειμένου. Οι προβληματισμοί αυτοί αναπτύσσονται θεωρητικά στις Προϋποθέσεις για μια αφήγηση: Κασσάνδρα. Η μελέτη τελειώνει με την προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα, κατά πόσον το διήγημα Κασσάνδρα ως αφήγημα αντιστοιχεί τελικά προς τις θεωρητικές απαιτήσεις της συγγραφέως του.