Citation:
Abstract:
Η ελληνική γλώσσα από την ομηρική αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή αξιοποίησε το επιρρηματικό πρόθεμα «ευ» με πολλαπλούς τρόπους, αναδεικνύοντας ιδιότητες και αξίες ή φωτίζοντας ηθικά νοήματα. Το ‘ευ’, παρότι σύντομο, δρα ανατρεπτικά, καθώς εισηγείται την διαφοροποίηση της ποιότητας της λέξης. Η προσθήκη του ‘ευ’ στο ουσιαστικό ‘δαίμων’, επί παραδείγματι, συνθέτει τη λέξη που, κατά τον Αριστοτέλη, αποτελεί τον υψηλότερο σκοπό της ζωής, δηλαδή τον ευ-δαίμονα, καθώς και την ευδαιμονία και την ευτυχία. Το θαυματουργό ‘ευ’ εμπεριέχει μια πολύτιμη δυναμική, την οποία προβάλλει σ’ εκείνη τη λέξη που θα έχει την εύνοιά του. Η θετική αυτή εμφάνιση κατορθώνει την αντιστροφή της ατυχίας και όλων όσων αρνητικών περιέχουν οι έννοιες εκείνες στις οποίες προπορεύεται το άλφα-στερητικό ή το ‘κακός’, όπως το κακοτυχία, το κακοδαιμονία ή το αζωΐα. Έτσι, με τη μαγική εσωτερική του δύναμη, αφού κατορθώνει έναν απλό ‘λόγο’ να τον μετατρέψει σε ευ+λόγο, ήτοι σε ‘ευλογία’, το ‘ευ’ αποτελεί κάτι το περιζήτητο, όχι μόνο επειδή θέτει τα όρια της ηθικής, αλλά, επιπλέον, γιατί συνιστά το όριο υπέρβασης της μετριότητας.
Το «ευ ασκείσθαι» υπήρξε καθολικό βίωμα των Ελλήνων, σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτιστικής τους δραστηριότητας. Κατά την κλασική περίοδο όμως της ελληνικής αρχαιότητας η αίσθηση της αξίας του ‘ευ’ και του ‘καλού αγώνα’, φτάνει στο απόγειό της. Η ομηρική αριστεία εξανθρωπίζεται, λαμβάνοντας μια διάσταση πιο ανθρώπινη, η οποία προσιδιάζει στο ιδανικό του τέλειου ανθρώπου. Ο εναρμονισμός των ανθρώπινων υποστάσεων μέσω της γύμνασης και της μουσικής εξυπηρετεί την ιδέα του καλού κ’ αγαθού πολίτη, του ανθρώπου της μεσότητας, καθώς και την ιδέα του ευ ζειν. Ο αθλητικός αγώνας συνιστά μια προέκταση των αρετών του ιδανικού πολίτη. Στην έννοια του «ευ» αποτυπώνεται η ηθική αντίληψη του κλασικού κόσμου, η οποία προβάλλεται και στους αγώνες. Οι λέξεις που ως πρώτο συνθετικό έχουν το ‘ευ’ ή το ‘καλός’, συνιστούν αρετές σώματος και ψυχής, και ως τέτοιες υπόκεινται σε αγώνα και σε κρίση.
Στο σύγχρονο κόσμο, αντί του ‘ευ αγωνίζεσθαι’, επικράτησε ο όρος “Fair Play”, κυρίως, χάρη στη χρήση του από τα Βρετανικά Δημόσια Σχολεία του 19ου αιώνα, τα οποία με την σειρά τους διεκδικούσαν ρίζες στον κλασικό ελληνικό αθλητισμό. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο αθλητισμός αποτελούσε την αποκλειστικότητα μιας ταξικής ελίτ, των μορφωμένων, αριστοκρατών και αργόσχολων ανδρών, οι κοινές αξίες των οποίων επεκτείνονταν και στις αθλητικές τους συνήθειες. Ο εκδημοκρατισμός του αθλητισμού επέτρεψε την είσοδο αθλητών από πολύ ευρύτερη ποικιλία προπαίδειας, ενώ σιγά-σιγά ακόμη και γυναίκες επικράτησε να συμμετάσχουν στον αθλητισμό. Οι παλιές ξεκάθαρες αντιλήψεις, όμως, μερικές φορές δεν αντανακλώνταν, πλέον, στις πρακτικές των αθλητών. Το «ευ αγωνίζεσθαι» ως έννοια σε ορισμένες περιπτώσεις σήμαινε περισσότερο την επιθυμία να χρησιμοποιηθούν τα αθλήματα για τη διδαχή κάποιων θετικών αξιών, παρά το στόχο να γίνει κατανοητή η φύση της ίδιας της έννοιας. Πάνω σ’ αυτήν την αντίληψη το «ευ αγωνίζεσθαι» διαμορφώνει ένα σύνολο γενικών ηθικών ή κοινωνικών αξιών που διδάσκονται μέσα από τα αθλήματα και τη σωματική δραστηριότητα.
Η ευ-γενής άμιλλα, ως εκ τούτου, λειτουργεί διαχρονικά ως στοιχείο ηθικής αγωγής, αποτελώντας, δικαίως, τον πυρήνα του αθλητικού ιδεώδους. Λειτουργεί ως ασπίδα στην επίθεση ενός παράλογου ανταγωνισμού, ο οποίος μετατρέπει την αγαθή έριδα σε ανελέητη μάχη. Η ισχύς του «ευ αγωνίζεσθαι» εξαρτάται, ωστόσο, παράλληλα, και από άλλες αρχές, τις οποίες οφείλει ν’ αναγνωρίζει ο αθλητής εξίσου: την ισονομία, την αξιοκρατία, τη δημοκρατία, καθώς και την αδιάκοπη προσπάθεια περιφρούρησης του αθλητισμού από την ευκολία, τους «στημένους αγώνες», τους ιδιοτελείς παράγοντες και τις κατευθυνόμενες συνειδήσεις. Ο συνδυασμός των αξιών αυτών ασκεί αποτελεσματική πολεμική τακτική ενάντια στα αθέμιτα μέσα που περιβάλλουν τον αθλητισμό. Στην Ελλάδα, τη χώρα της σμίλευσης της αρμονίας λόγου και πράξης, εδώ και τέσσερις χιλιετίες ξεπήδησε η ιδέα της σωματικής δραστηριότητας ως μέσου ανύψωσης του ανθρώπου, καθώς και αυτή του αγώνα ως τρόπου επίδειξης του ηρωικού πνεύματος. Οι ιδέες αυτές εξελίχθηκαν, ενισχύοντας την αξία της γύμνασης ως μέσου συνένωσης της φυσικής ενέργειας και της ζωηρότητας του πνεύματος. Όλη αυτή η αξιοποίηση συντελέστηκε με την αρωγή εκείνων των αρετών που διέπουν τον υγιή αθλητισμό. Δεν της αξίζει, ως εκ τούτου, αυτής της χώρας, σαν συνέχεια η κακοδαιμονία, η απληστία, το ευέξαπτο, το ευτελές, το εύκολο, το κακοπροαίρετο. Αντιθέτως, της αξίζει να προκύπτουν από το χώρο του αθλητισμού νοήματα θετικά, συνδεόμενα με το ‘ευ’, όπως ευχαρίστηση, ευφορία, ευσυνειδησία, ευνομία, καθώς και αθλητές και θεατές που διαθέτουν ευγένεια, ευαισθητοποίηση, ευθυκρισία, ευθύνη, ευπρέπεια, όντες ευαγείς.