Citation:
Abstract:
Πρόκειται για το κείμενο της ανακοίνωσης στο συμπόσιο με θέμα «Das Argument in der Literaturwissenschaft» (Αθήνα, 21-22 Μαϊου 2005), στην οποία έγινε προσπάθεια να αντιπαρατεθούν αναλύσεις της κωμωδίας του Heinrich von Kleist Amphitryon. Ein Lustspiel nach Molière [Αμφιτρύων. Μια κωμωδία κατά τον Μολιέρο] (1807), αντιπροσωπευτικές διαφορετικών σχολών ερμηνείας του λογοτεχνικού κειμένου. Η σφοδρή αντιπαράθεση γύρω από την περιγραφή και αξιολόγηση του κειμένου του Kleist ξεκινά ήδη με τη δημοσίευσή του, αφού στις αρχές του 19ου αιώνα ένα δραματικό έργο με θέμα μυθολογικό κρίνεται με βάση τις αισθητικές θεωρίες του γερμανικού κλασικισμού γύρω από την αρχαιότητα και τη νεωτερικότητα. Έτσι ο Goethe εκφράζεται αρνητικά για το έργο του Kleist, επειδή θεωρεί ατυχή τη σύνδεση αρχαιότητας (αφελής Σωσίας) και νεωτερικότητας (συναισθηματικός Δίας) που το χαρακτηρίζει. Ο Goethe ενστερνίζεται πάντως την άποψη του επιμελητή της πρώτης έκδοσης, Adam Müller, περί της σύνδεσης του αρχαίου μύθου – που αναφέρεται στη γέννηση του Ηρακλή – με τον χριστιανικό, εκφράζοντας ταυτόχρονα ενστάσεις για τη διαμόρφωση της τελικής σκηνής, όπου ο Δίας επιφέρει τη λύση του δράματος ως από μηχανής θεός αρχαίου δράματος. Για τον διορατικό κριτικό Goethe ο σύγχρονος τρόπος που χειρίζεται ο Kleist το μυθικό θέμα οδηγεί σε μια εντελώς ιδιόμορφη σύνθεση όπου κυριαρχεί το παράδοξο, η σύγχυση του συναισθήματος, η απορία του αναγνώστη. Σύμφωνα με τον ρομαντικό Ludwig Tieck η σύγκριση με το πρότυπο, με την ανάλαφρη και πνευματώδη κωμωδία του Μολιέρου Αμφιτρύων (1668), αποβαίνει εις βάρος του έργου του Γερμανού συγγραφέα, αφού αυτός προσέδωσε στο θέμα μυστηριακό βάθος και ανάρμοστη τραγικότητα, για την οποία κυρίως ευθύνεται ο «εντελώς ανεξήγητος έρωτας» του Δία (Tieck). Η εμφανής αντίφαση του τέλους του δράματος προβληματίζει τους κριτικούς: όλα εξηγούνται μεν και όλες οι παρεξηγήσεις διαλύονται, αλλά η αποκατάσταση της τάξης δεν είναι πειστική, εφόσον οι άνθρωποι (Αμφιτρύων, Αλκμήνη) συμπεριφέρονται στο τέλος ως δυστυχή έρμαια της θεϊκής βούλησης. Έτσι, η φευγαλέα υπόσχεση του Δία λίγο πριν την ανάληψή του, για την επικείμενη έλευση του Ηρακλή, αξιολογείται ως η ευτυχής λύση του δράματος, αντίληψη ιδιαίτερα ανθεκτική στο χρόνο, εφόσον επανέρχεται σε πολλές διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις του κειμένου μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Η μορφή του Δία και η αναφορά του στην επικείμενη γέννηση του σωτήρα της ανθρωπότητας Ηρακλή, ως ανταμοιβή του Αμφιτρύωνα και έκφραση της θεϊκής ευαρέσκειας, βρίσκονται στο επίκεντρο των ερμηνευτικών προσεγγίσεων των εκπροσώπων της Ερμηνευτικής Peter Szondi (1961 και 1964), Hans Robert Jauss (1979 και 1981) και Karlheinz Stierle (1979 και 1997). Παρά τις διαφοροποιήσεις τους στα επιμέρους θέματα που θίγουν, οι απόψεις τους συγκλίνουν στην αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος που διέπει και οργανώνει το έργο και στην ανάδειξη του οποίου αυτό στοχεύει. Για τον Szondi η μορφή του Ηρακλή συμβολίζει την ενότητα θεού και ανθρώπου που δεν επιτεύχθηκε μεν στο δράμα, αλλά θα συμβεί στο μέλλον και θα σημάνει την υπέρβαση της τραγικότητας που χαρακτηρίζει τα κεντρικά πρόσωπα του έργου κατά την αναζήτηση και υπεράσπιση της ταυτότητάς τους, και κυρίως την Αλκμήνη, την οποία αναγνωρίζει ο Szondi ως την κεντρική μορφή της δράσης. Άρα ο Kleist προσδίδει στο θέμα εκ νέου τις μυθικές του διαστάσεις, που ο Μολιέρος είχε απομονώσει προς όφελος της αφήγησης ενός επίγειου και χαρίεντος κοινωνικού συμβάντος. Ο Szondi επισημαίνει ταυτόχρονα τον ιδιόμορφο τρόπο με τον οποίο ο Kleist προσλαμβάνει και παραλλάσσει το κείμενο του Μολιέρου, μένοντας σε μεγάλο βαθμό πιστός σε αυτό, ως να επρόκειτο για μετάφρασή του, και υποδεικνύει την ανάγκη περαιτέρω έρευνας επί του θέματος, κάτι που θα συμβεί αργότερα στα πλαίσια της Διακειμενικότητας (Fjordevik 2004) με ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την ποιητική του Kleist γενικότερα. Για τον Hans Robert Jauss το κείμενο του Kleist αποτελεί απάντηση στις αναζητήσεις της εποχής γύρω από το θέμα της συγκρότησης ταυτότητας, όπως τις διατύπωσε ο Hegel. Έτσι είναι η δυαδική, διυποκειμενική σχέση η βάση για τη συγκρότηση ταυτότητας και όχι η αυτοσυνείδηση, ενώ ο Δίας είναι η αρχή που θέτει την αυτοσυνείδηση υπό αμφισβήτηση και ωθεί στην διερεύνηση της ταυτότητας μέσω της διυποκειμενικότητας, αλλά εμπλέκεται τελικά και ο ίδιος σ’ αυτήν την αμφισβήτηση. Ο Jauss δεν εκλαμβάνει ως εκ τούτου την αναφορά στην έλευση του Ηρακλή ως αρμονική λύση του δράματος, οι άνθρωποι συνεχίζουν να βιώνουν την διάσπαση της ταυτότητάς τους και η θεϊκή παρέμβαση δεν σημαίνει την υπόσχεση μελλοντικής ευτυχίας, αλλά είναι το έναυσμα για τη διαδικασία συγκρότησης ταυτότητας. Για τον Karlheinz Stierle ο Δίας είναι το απόλυτο, αδιαμφισβήτητο και αδιάσπαστο Εγώ που επιζητεί το Εμείς, φθάνοντας έτσι στα όρια των δυνατοτήτων του, και ο Ηρακλής η μορφή που παραπέμπει στη μελλοντική αρμονία και εξάλειψη των αντιθέσεων, εδώ ο Stierle συμφωνεί με τον Szondi. Οι δοκιμασίες, στις οποίες υποβάλλονται τα πρόσωπα του δράματος, είναι αντιπροσωπευτικές για τη θεματική που γενικά χαρακτηρίζει τα έργα του Kleist, δηλαδή την προβληματική σχέση μεταξύ συνείδησης και πραγματικότητας, που όμως εδώ, στην κωμωδία, σύμφωνα με τον Stierle έχουν αίσιο τέλος. Η αναφορά του Stierle στο είδος της κωμωδίας γίνεται στα πλαίσια της υπεράσπισης της ερμηνευτικής του προσέγγισης, που προτείνει για το δράμα μια μεταφυσική διάσταση και ένα υπερβατικό τέλος, έναντι νεότερων μεταδομιστικών και ψυχαναλυτικών ερμηνειών (Λακάν), σύμφωνα με τις οποίες το κείμενο ουδόλως αναπαριστά την πορεία προς μιαν επιτυχή συγκρότηση του υποκειμένου αλλά αντίθετα παρουσιάζει το φευγαλέο και εν τέλει ανέφικτο μιας τέτοιας προσπάθειας.