Αντωνοπούλου, Αναστασία; Μητραλέξη, Κατερίνα (επιμ.): Friedrich Schiller. Ποιητής - Δραματουργός - Στοχαστής. Αθήνα: Παρουσία (Πρακτικά συνεδρίων, 1). 2012.
AbstractΠρόκειται για την έκδοση των πρακτικών του διεθνούς συνεδρίου για τον Friedrich Schiller, το οποίο έλαβε χώρα στην Αθήνα, στις 5 και 6 Νοεμβρίου 2010. Την έκδοση των πρακτικών επιμελήθηκαν η Κατερίνα Μητραλέξη και η Αναστασία Αντωνοπούλου, οι οποίες υπογράφουν και την εκτενή εισαγωγή του τόμου των πρακτικών.
Το συνέδριο αυτό διοργανώθηκε από το Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αφορμή τους εορτασμούς ανά την Ευρώπη της επετείου των 250 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή, δραματουργού και στοχαστή Friedrich Schiller (1759-1805), αλλά κυρίως προκειμένου να προωθήσει την έρευνα του έργου του, μετά τη διαπίστωση ότι, παρά την αξιοσημείωτη απήχηση που ανέκαθεν απολάμβανε το έργο του Σίλλερ στην Ελλάδα, από τις αρχές του 19ου αιώνα έως πρόσφατα, παρατηρείται έλλειψη εξειδικευμένων μελετών πάνω σε σημαντικούς τομείς του πολύπλευρου έργου του. Η επιστημονική-οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου επεδίωξε ως εκ τούτου την ανάδειξη πτυχών του δραματικού, λυρικού, ιστορικού και φιλοσοφικού/αισθητικού του έργου. Έτσι εξετάζεται το πολυδιάστατο έργο του Σίλλερ στο πλαίσιο των διαφόρων συστημάτων σκέψης του 18ου αιώνα, στο πλαίσιο του γερμανικού κλασικισμού, αλλά και των απαρχών του γερμανικού ρομαντισμού, ενώ δίδεται έμφαση στη σχέση του Σίλλερ με την ελληνική αρχαιότητα και την αρχαία ελληνική τέχνη. Παρουσιάζεται επίσης η πρόσληψή του στην Ελλάδα μέσω των μεταφράσεων και των θεατρικών παραστάσεων. Ο τόμος των πρακτικών περιλαμβάνει τις εισηγήσεις δεκατεσσάρων ερευνητών.
Η Αναστασία Αντωνοπούλου διερευνά την πρόσληψη της αρχαίας ελληνικής τέχνης από τον Φρήντριχ Σίλλερ και τη συσχετίζει με την ευρύτερη αντίληψη για την αρχαιότητα κατά τον 18ο αιώνα. Ο Γιώργος Ξηροπαΐδης επιχειρεί να δείξει ότι στα αισθητικά κείμενα του Σίλλερ, ενός από τους πιο οξυδερκείς και λεπταίσθητους αναγνώστες του Καντ, συναντάμε τα πρώτα ίχνη μιας πρόσληψης της καντιανής θεωρίας για το υψηλό, η οποία παρακάμπτει σχεδόν πλήρως τον κριτικό χαρακτήρα της. Η Κατερίνα Μητραλέξη διερευνά τη δραστηριότητα του Σίλλερ ως ιστορικού, αφού ο Σίλλερ δεν υπήρξε μόνον ποιητής, δραματουργός και φιλόσοφος, αλλά και αναγνωρισμένος στον καιρό του ιστορικός, διάσταση του έργου του, προς την οποία η έρευνα μόλις τα τελευταία χρόνια έστρεψε το ενδιαφέρον της.
Ο Ρολφ-Πέτερ Γιαντς εξετάζει τα κείμενα περί ερασιτεχνισμού, που συνέταξαν οι Σίλλερ και Γκαίτε περί τα τέλη του 18ου αιώνα, και τα θεωρεί ως μια φιλόδοξη προσπάθεια να διεκδικήσουν οι δύο συγγραφείς, στο όνομα των βασικών αρχών του κλασικισμού, την ερμηνευτική κυριαρχία επί των τεχνών της εποχής τους, η κατάσταση των οποίων τους φαινόταν αξιοθρήνητη. Ο Στέφαν Λίντινγκερ εξετάζει αναλυτικά, με βάση κυρίως παραδείγματα από την λυρική ποίηση, τη σημασία της έννοιας της αρμονίας στον Σίλλερ, και τη συσχετίζει με την γενικότερη έννοια του όρου. Ο Γιόαχιμ Τάιζεν θέτει στην εισήγησή του το ερώτημα: Ποιος δικαιούται εντέλει να διαβάζει Σίλλερ; Ποιος είναι – κατά την άποψη του Σίλλερ – ο ιδανικός αναγνώστης για τον οποίο αξίζει να γράφει κανείς; Ο Μαρκ Μιχάλσκι εξετάζει την πρόσληψη του Σίλλερ στο πλαίσιο εκείνων των προσπαθειών ιστοριογράφησης της γερμανικής φιλοσοφίας, οι οποίες καταπιάνονται με τη γερμανική φιλοσοφία στο σύνολό της, προσπαθώντας να την κατανοήσουν στη ροή των διαφόρων εποχών της και ως προς τον ειδικό εθνικό της χαρακτήρα.
Ο Μίχαελ Βάις επιχειρεί στο άρθρο του να αναδείξει τη λογική μιας αστικής νοοτροπίας με αφορμή το θεατρικό έργο του Φρήντριχ Σίλλερ Έρωτας και ραδιουργία (1784), αφού το έργο πραγματεύεται και αντιπαραθέτει δύο διαφορετικά πρότυπα ζωής: Το εγκώμιο μιας ζωής στηριγμένης στη φρόνηση αντιτίθεται προς ένα πρότυπο ζωής στηριγμένης στην ευαισθησία. Ο Γιάννης Πάγκαλος εξετάζει το δραματικό έργο του Σίλλερ μέσα από το πρίσμα της αλληλεπίδρασης της λογοτεχνίας με τον κινηματογράφο, εστιάζοντας σε τέσσερεις κινηματογραφικές μεταφορές του αστικού δράματος Έρωτας και ραδιουργία, των ετών 1922, 1959, 2005 και 2009.
Η Ευαγγελία Τσιαβού ασχολείται στην ανακοίνωσή της με το υψηλό στο μεταίχμιο μεταξύ αισθητικής, ιδεαλισμού, μεταφυσικής και ψυχανάλυσης. Η Κατερίνα Καρακάση παρουσιάζει τον Σίλλερ ως πρόδρομο του γερμανικού ρομαντισμού, τοποθετώντας στο επίκεντρο της εισήγησής της το ημιτελές μυθιστόρημά του Φαντάσματα, το οποίο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες μεταξύ των ετών 1787 και 1789 στο περιοδικό «Thalia». Στο μυθιστόρημα αυτό ο Σίλλερ πραγματεύεται μεν σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τον Διαφωτισμό, ταυτόχρονα όμως προλειαίνει το έδαφος για την έλευση του ρομαντισμού.
Η Δήμητρα Νικολαΐδου-Μπαλτά αναλύει στην εισήγησή της και συγκρίνει μεταξύ τους τα θεατρικά έργα Έρωτας και ραδιουργία του Σίλλερ και Ο Βασιλικός του Αντωνίου Μάτεσι, που γράφτηκε μεταξύ 1829-30. Με την ανάλυση και τη σύγκριση επιδιώκεται η διερεύνηση των συγκλίσεων και των αποκλίσεων ανάμεσα στα δύο έργα και μέσω αυτής η αποσαφήνιση του αν και κατά πόσο ο Μάτεσις έχει επηρεαστεί από το έργο του Σίλλερ. Η Αναστασία Δασκαρόλη διερευνά την πρόσληψη του ιστορικού δράματος Μαρία Στούαρτ (1800), που αποδεικνύεται ένα από τα πλέον προσφιλή έργα του Σίλλερ στην Ελλάδα. Εξετάζονται επιλεγμένες μεταφράσεις του έργου. Η Αγλαΐα Μπλιούμη, βασιζόμενη σε σύγχρονες θεωρίες της διδακτικής, παρουσιάζει πως θα μπορούσε να ενσωματωθεί η διδασκαλία κειμένων του Σίλλερ στη διδασκαλία της γερμανικής ως ξένης γλώσσας.
Μητραλέξη Κατερίνα.
Η πρόσληψη του Heinrich Heine στην Ελλάδα. Κριτική θεώρηση. 2012.
AbstractΤο έναυσμα για την παρούσα μελέτη δόθηκε πριν από αρκετά χρόνια, το 1997, με αφορμή την επέτειο για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από τη γέννηση του γερμανού ποιητή Χάινριχ Χάινε (Heinrich Heine, 1797-1856). Στο πλαίσιο των συνεδρίων και εκδηλώσεων κατά τη διάρκεια του επετειακού αυτού έτους το Ινστιτούτο «Heinrich Heine» της γενέθλιας πόλης Düsseldorf διοργάνωσε και παρουσίασε και στην Ελλάδα, όπως και αλλού στην Ευρώπη, μεγάλη έκθεση ντοκουμέντων για τον ποιητή, με στόχο να αναδείξει τη διεθνή εμβέλεια του έργου του, τη σημασία του όχι μόνο για τη γερμανική, αλλά και για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια λογοτεχνία, αφού η απήχησή του υπήρξε επί μακρόν κατά πολύ μεγαλύτερη εκτός παρά εντός των γερμανικών συνόρων.
Είχε τότε ζητηθεί από την γράφουσα να διεξαγάγει βιβλιογραφική έρευνα για την πρόσληψη του έργου του στην Ελλάδα, με στόχο να προστεθεί η σχετική διάσταση στην εν λόγω έκθεση, η οποία στην Αθήνα διοργανώθηκε από το Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Ινστιτούτο Goethe Αθηνών, με την επιμέλεια της ερευνήτριας του έργου τού ποιητή κυρίας Sabine Bierwirth και της γράφουσας. Η έκθεση έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1997 (8 έως 27 Οκτωβρίου, Κτήριο «Κωστή Παλαμά») και η ανταπόκριση του αθηναϊκού κοινού υπήρξε μεγάλη, κάτι που έστρεψε εμφατικά την προσοχή στο γεγονός ότι ο Χάινε είχε, και κατά τα φαινόμενα εξακολουθούσε να έχει, μεγάλη απήχηση και στην Ελλάδα.
Η τότε διεξαχθείσα βιβλιογραφική έρευνα ανέδειξε και τεκμηρίωσε την ύπαρξη πληθώρας μεταφράσεων από το πολύπλευρο έργο του, από τα μέσα του 19ου αιώνα και εντεύθεν, και παρείχε ικανές ενδείξεις για το γεγονός ότι το έργο του Χάινε υπήρξε σημαντικό και καθοριστικό για πολλούς Έλληνες ποιητές κατά τις αποφασιστικές για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης δεκαετίες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Σχετικές υποθέσεις έχουν διατυπώσει παλαιότερα ο Κ. Θ. Δημαράς (1972) και ο Γιώργος Βελουδής (1983), πρόσφατα δε η Άννα Χρυσογέλου-Κατσή (2005), και η Ιωάννα Ναούμ (2007), όμως δεν έχει μέχρι στιγμής υπάρξει εκτενής ερευνητική μελέτη που να θέτει και να επιχειρεί συστηματικά την απάντηση στα ποικίλα ερωτήματα σχετικά με την πρόσληψη του έργου του Χάινε στην Ελλάδα και την επίδραση που αυτό ενδεχομένως άσκησε στους Έλληνες μεταφραστές, συγγραφείς και ποιητές, παλαιότερους και νεότερους. Διότι η συμπληρωματική βιβλιογραφική έρευνα που διεξήχθη για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης κατέδειξε ότι τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τον Χάινε δεν έχει μόνο σε ερευνητικό επίπεδο αναζωπυρωθεί. Καταγράφηκαν αρκετές νέες εκδόσεις και ανθολογήσεις μεταφράσεων από το λυρικό, κυρίως, έργο του, αλλά και πρόσφατες μελοποιήσεις, από τον συνθέτη Κώστα Τσουμενή (2003 και 2004), όπως και νέες μεταφράσεις, από τον Κώστα Κουτσουρέλη (2002), τον Σπύρο Καρυδάκη (2004) και την Μαρία Υψηλάντη (2007), μεταφράσεις που διακρίνονται για την ποιότητά τους. Οι επιλογές των μεταφραστών δεν περιορίζονται στις πρώιμες ποιητικές συλλογές του Χάινε, όπως συνέβαινε παλαιότερα, αλλά προέρχονται από το σύνολο έργο, ενώ είναι προφανές ότι σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν και ως ποιητική έμπνευση.
Τα ερωτήματα λοιπόν που ανακύπτουν και αξίζουν διερεύνησης αφορούν τις συγκεκριμένες επιλογές των μεταφραστών από το πεζό και από το λυρικό έργο διαχρονικά, τον τρόπο της εκάστοτε μετάφρασης, όπως και την εκάστοτε κριτική θεώρηση και αποτίμηση του Χάινε ως συγγραφέα. Αφορούν βεβαίως και τις μεταφραστικές απουσίες, τα κενά που εμφανίζονται στην πρόσληψη του λογοτεχνικού και δοκιμιακού έργου και της κοσμοθεωρίας του Χάινε. Τι λοιπόν από το έργο του Χάινε μεταφράσθηκε και συζητήθηκε περισσότερο στην Ελλάδα, και υπό ποιο εν τέλει πρίσμα; Μπορεί κανείς να διακρίνει και να αναδείξει συγκεκριμένες τάσεις, ενδεικτικές ίσως για την εκάστοτε χρονική περίοδο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, φιλολογικής κριτικής και σκέψης γενικότερα; Όπως προκύπτει από την παρούσα μελέτη μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τρεις κορυφώσεις της πρόσληψης του συγγραφέα: στα τέλη του 19ου αιώνα (γενιά του 1880), κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας.
Είναι σαφές ότι ο Χάινε ενδιέφερε τους Έλληνες κυρίως ως λυρικός ποιητής, αφού η μεγάλη πλειοψηφία των μεταφράσεων προέρχονται από το λυρικό του έργο, και μάλιστα από την πρώιμη ποίηση, η οποία όχι μόνο μεταφράσθηκε αλλά και τραγουδήθηκε πολύ διεθνώς, ίσως όσο κανενός άλλου εκ των γερμανών ποιητών. Για τα και στην Ελλάδα δημοφιλέστατα ποιήματα της ποιητικής συλλογής το Βιβλίο των τραγουδιών (Buch der Lieder, 1827) ο Χάινε άντλησε μεταξύ άλλων λυρικούς τρόπους έκφρασης από τη γερμανική δημώδη ποίηση, την τόσο διαδεδομένη την εποχή του γερμανικού ρομαντισμού – στην οποία εποχή πρέπει βέβαια να αναζητηθούν οι καταβολές της ποίησής του. Μέσω των πολλών επανεκδόσεων, εγκεκριμένων και μη, αλλά και μέσω των δημοφιλών μελοποιήσεων το έργο του διείσδυσε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική και κοινωνική ζωή. Ειδικά στην Ελλάδα του δευτέρου ημίσεως του 19ου αιώνα η συνάφεια προς την δημώδη λογοτεχνική έκφραση στάθηκε αποφασιστικός παράγων για τη δημοφιλία του, μέχρι του σημείου της έντονα οικειοποιητικής μεταφραστικής απόδοσης σε ελληνικό δημώδες ύφος. Τα ποιήματα του Χάινε χαιρετίσθηκαν τότε ως καινούρια εμπειρία, στο χώρο της φόρμας, αλλά και στο χώρο της θεματικής, της ποιητικής εικόνας και της έκφρασης, και λειτούργησαν απελευθερωτικά στους νέους Έλληνες ποιητές κατά τη διαδικασία απαγκίστρωσης από τη νοσηρή ατμόσφαιρα του αθηναϊκού ρομαντισμού και υπέρβασής του, όπως διαπιστώνουν μεταξύ άλλων ο Κωστής Παλαμάς και οι ποιητές της γενιάς του 1880. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, συζητείται κατά προτεραιότητα ο Χάινε ως πολιτικός συγγραφέας και έρχονται στο προσκήνιο κείμενα, που δεν είχαν ως τότε τύχει προσοχής. Το δε πρόσφατο ενδιαφέρον για τον ποιητή οδήγησε μεταξύ άλλων στη μετάφραση μέρους του θεωρητικού του έργου (Η ρομαντική σχολή, 1993, μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος), ενώ, όσον αφορά την ποίηση, επανέρχεται η ενασχόληση με τον Χάινε ως λυρικό συγγραφέα, ικανό να εμπνεύσει και να δώσει ώθηση σε ποιητική δημιουργία.
Εν τούτοις παραμένει αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Χάινε δεν προσελήφθη στην Ελλάδα σχεδόν καθόλου ως «Έλληνας», όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του, κατ’ αντιδιαστολή προς έναν «Ναζαρηνό». Ο Χάινε κάνει συστηματικά λόγο για Έλληνες και Ναζαρηνούς κυρίως στο κείμενό του με τίτλο Λούντβιχ Μπέρνε. Στη μνήμη του [Ludwig Börne. Eine Denkschrift, 1840], γραμμένο μετά το θάνατο, το 1837, του συμπατριώτη, ομοϊδεάτη του στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού της Γερμανίας, συνοδοιπόρου του στην παρισινή εξορία από το 1831 και μετά, και αργότερα αντιπάλου του Μπέρνε. Οι χαρακτηρισμοί Έλληνας και Ναζαρηνός –τον οποίο ο Χάινε προσδίδει στον Μπέρνε, κρατώντας για τον εαυτό του τον χαρακτηρισμό Έλληνας – δεν παραπέμπουν σε εθνικές ταυτότητες αλλά σε ιδεατά ερμηνευτικά σχήματα, σε διαμετρικά αντίθετες κοσμοθεάσεις, όπου Έλληνας χαρακτηρίζεται εκείνος που μετέχει της ελευθερίας, της αισθησιακότητας και της χαράς της επίγειας ζωής (Sensualismus) και Ναζαρηνός εκείνος που δίνει προτεραιότητα στα δόγματα, στον ασκητισμό και στην πνευματική πλευρά του ανθρώπου (Spiritualismus). Πρόκειται εντέλει για τοποθέτηση πάνω στο ρόλο, τις δυνατότητες και τις προτάσεις του διανοούμενου και ποιητή σε μια νέα, υπό διαμόρφωση, ελεύθερη και προοδευτική κοινωνία.
Για την περιγραφή του ρόλου αυτού, όπως και του πλαισίου στο οποίο αυτός ο διανοούμενος, ποιητής και πολιτικά συνειδητοποιημένος παρατηρητής καλείται να λειτουργήσει, ο Χάινε ανέπτυξε μια προσωπική, «ελληνική», όπως την ονομάζει ο ίδιος, οπτική και ορολογία. Προσφεύγει σε μορφές και αφηγήσεις της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και γραμματείας, για τις οποίες επινοεί ένα νέο πλαίσιο ερμηνείας και αφήγησης. Ελληνικά και μυθολογικά θέματα διατρέχουν όλο το έργο του, από τις απαρχές ως τα ύστερα ποιήματά του, και απηχούν τον τρόπο που τοποθετείται ο ποιητής απέναντι στα υπάρχοντα παραδείγματα δημιουργώντας τη βάση για μια νέα, προσωπική, μυθολογία. Πρόκειται για διάσταση του έργου του, της οποίας οι πτυχές δεν έχουν μόνο για τον Έλληνα αναγνώστη ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η οποία χρήζει περαιτέρω έρευνας. Ο Χάινε δεν υπήρξε φιλέλληνας με την κλασική έννοια του όρου, ανατρέχει όμως συστηματικά στο ελληνικό παράδειγμα.
Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης παρουσιάζεται συνοπτικά η προσωπική μυθολογία του Χάινε και ανιχνεύονται τα σημεία και ο τρόπος πρόσληψής της που όμως δεν συγκροτούν μια ενιαία αντίληψη για το θέμα στην Ελλάδα. Είναι γεγονός πως, πέρα από τα διάφορα μεμονωμένα ποιήματα που κυκλοφορούσαν σε μεταφράσεις πολλών και διαφόρων μεταφραστών, η πρώτη εκτενής μετάφραση από το πεζό έργο του είναι εκείνη του δοκιμίου των Εξόριστων θεών από τον Άγγελο Βλάχο το 1864, στο περιοδικό Χρυσαλλίς, κείμενο που πραγματεύεται την επιβίωση των ιδιοτήτων των αρχαίων θεών στον σύγχρονο κόσμο. Είναι αρκετά πιθανό να επελέγη το συγκεκριμένο πεζό κείμενο ακριβώς λόγω του «ελληνικού» θέματός του, και πιθανόν με διάθεση αντισυμβατική εκ μέρους του Βλάχου. Το κριτήριο του «ελληνικού» θέματος δεν φαίνεται πάντως διόλου να ισχύει για τις διάσπαρτες επιλογές των μεταφραστών από το λυρικό έργο, δεν στοιχειοθετείται ένα συστηματικό ενδιαφέρον του ελληνικού αναγνωστικού κοινού ή των λογοτεχνών για το θέμα, τουλάχιστον στο χώρο της ποίησης. Τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά όσον αφορά τα λοιπά πεζά κείμενα, τις επιλογές από τις Ταξιδιωτικές εικόνες και τις νουβέλες Φλωρεντινές νύχτες. Εκεί διαφαίνεται μια κάποια συνοχή ανάμεσα στις διάφορες επιλογές αφού προτιμώνται κείμενα που εμπεριέχουν αναφορές στην «ελληνική» θεώρηση των πραγμάτων εκ μέρους του Χάινε.
Η παρούσα μελέτη έθεσε λοιπόν ως στόχο την παρουσίαση και κριτική αποτίμηση της παρουσίας του συγγραφέα και ποιητή Χάινριχ Χάινε στα ελληνικά γράμματα, οριοθετήθηκε δε ως εξής: τέθηκε καταρχάς το ερώτημα σχετικά με το πώς αντιμετωπίσθηκε ο Χάινε από την ελληνική φιλολογική κριτική. Παρουσιάζονται λοιπόν στο πρώτο κεφάλαιο τα κριτικά σημειώματα ή οι εκτενέστερες μελέτες που τον αφορούν, αρχής γενομένης από την μελέτη του Ειρηναίου Ασώπιου στο περιοδικό Χρυσαλλίς το 1863 και φθάνοντας στις πλέον πρόσφατες μελέτες για τον συγγραφέα στις αρχές του 21ου αιώνα. Το μεγάλο χρονικό εύρος που καλύπτουν αυτές οι κριτικές τοποθετήσεις επιτρέπει την παρακολούθηση σε αδρές γραμμές των γενικών τάσεων της κριτικής φιλολογικής σκέψης στην Ελλάδα από τον 19ο αιώνα και εντεύθεν και της σταδιακής διαμόρφωσης της άποψης για έναν συγγραφέα, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις επέδρασε καθοριστικά στο νεοελληνικό λογοτεχνικό γίγνεσθαι.
Στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο τίθεται και απαντάται το ερώτημα σχετικά με τις επιλογές των μεταφραστών και των λογοτεχνών από το σύνολο έργο του Χάινε, όπου το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζει στις επιλογές από το αφηγηματικό, και το τρίτο στις επιλογές από το λυρικό έργο, ενώ συνάμα εντοπίζονται οι χαρακτηριστικότερες μεταφραστικές απουσίες. Η παρουσίαση είναι ενδεικτική και όχι εξαντλητική. Ελέγχονται και αποτιμώνται παραδείγματα μεταφράσεων και συγγραφέων στο πλαίσιο μιας προσπάθειας ανάδειξης της θέσης των συγκεκριμένων επιλογών σε σχέση με το συνολικό έργο του Χάινε αφενός και των πτυχών της συνδιαλλαγής του πρωτότυπου έργου με τις μεταφραστικές αποδόσεις και τις κατά περίπτωση νέες συγγραφικές προσπάθειες αφετέρου
Μητραλέξη Κατερίνα.
Ο Schiller ως ιστορικός. In: Friedrich Schiller. Ποιητής - Δραματουργός - Στοχαστής (επιμ. Αναστασία Αντωνοπούλου - Κατερίνα Μητραλέξη). Αθήνα: Παρουσία - Πρακτικά συνεδρίων αρ. 1; 2012. pp. 73-91.
AbstractΤο άρθρο αποτελεί την επεξεργασμένη και εμπλουτισμένη μορφή της ανακοίνωσης στο συνέδριο του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας για τον Φρήντριχ Σίλλερ (2010) και θέμα του είναι η ενασχόληση του συγγραφέα με την ιστορία και την ιστορική επιστήμη, τόσο στο θεωρητικό του έργο, όσο και στα ιστορικά του δράματα. Ο Friedrich Schiller υπήρξε στον καιρό του αναγνωρισμένος ιστορικός, αλλά η έρευνα, φιλολογική και ιστορική, δεν ασχολήθηκε επί μακρόν με τη διάσταση αυτή του έργου του. Η αλλαγή επιστημονικού παραδείγματος στο χώρο της ιστοριογραφίας, που έστρεψε την προσοχή στον τρόπο που η ίδια η ιστοριογραφική αφήγηση συγκροτεί μέσω των αφηγηματικών δομών νόημα, αφύπνισε το ερευνητικό ενδιαφέρον για τον Σίλλερ ως ιστορικό και έδωσε ένα νέο πλαίσιο για την αναθεώρηση και τη διερεύνηση της αντίληψής του για τη ιστορία και την ιστοριογραφία. Το άρθρο συστηματοποιεί την πορεία του Σίλλερ ως ιστορικού, παρουσιάζει τις ιστορικές μελέτες του και την εξέλιξη της θεώρησής του για την ιστορία.
Ο Σίλλερ επέλεξε ένα ιστορικό θέμα ήδη για το δεύτερο κατά σειρά συγγραφής έργο της δραματουργίας του, την «ρεπουμπλικανική τραγωδία» Η συνομωσία του Φιέσκο στη Γένοβα (1782). Η εκτενής ενασχόληση με την ιστορία ξεκινά πάντως κατά την έρευνα πηγών που διεξήγαγε λίγο αργότερα για τις ανάγκες της συγγραφής του Δον Κάρλος (1787), από την οποία προέκυψε το πρώτο μεγάλης έκτασης ιστοριογραφικό του σύγγραμμα με τίτλο Ιστορία της απόσχισης των Κάτω Χωρών από την ισπανική κυβέρνηση (1788). Ο Σίλλερ καλλιέργησε αρχικά μια ιστορική φιλοσοφική σκέψη βασισμένη στην αισιόδοξη προοπτική του Διαφωτισμού για την θετική πορεία της οικουμενικής ιστορίας και του ανθρώπου, αντίληψη που αναπτύσσεται στην εναρκτήρια διάλεξή του Τι σημαίνει και γιατί μελετά κανείς την οικουμενική ιστορία (26 Μαΐου 1789) στο πανεπιστήμιο της Ιένας, όπου εκλήθη να διδάξει ως ιστορικός. Η άποψη αυτή ανατρέπεται όμως μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τα βίαια γεγονότα που ακολούθησαν. Στο εξής, ο στοχασμός πάνω στη σχέση του ανθρώπου με την ιστορία μετατοπίζεται, διέπεται από προβληματισμό και απαισιοδοξία, ενώ συνδέεται με το υψηλό, με την έννοια της μοίρας ως δύναμης που επιβάλλεται στον άνθρωπο. Η μεταβολή αυτή στην άποψη του Σίλλερ για την ιστορία ανιχνεύεται τόσο στα μεταγενέστερα ιστορικά και στα αισθητικά του κείμενα, όσο και στα κλασικά ιστορικά του δράματα. Ο τρόπος και τα μέσα της αναφοράς στην ιστορία αλλάζουν. Μετά το δεύτερο μεγάλο ιστορικό σύγγραμμά του, την Ιστορία του Τριακονταετούς Πολέμου (1792), ο Σίλλερ δεν γράφει πλέον ιστορικά συγγράμματα. Η ιστορία γίνεται πλέον θέμα της τραγωδίας. Τα ιστορικά δράματα της κλασικής περιόδου λειτουργούν ως μίμηση της ιστορίας και αποδεικνύονται για τον συγγραφέα το πλέον ενδεδειγμένο μέσο παρουσίασης και κατανόησης του απρόβλεπτου ιστορικού γίγνεσθαι.