Publications

2019
Το μοτίβο του ορυχείου στο «γερμανικό» διήγημα του Γ. Μ. Βιζυηνού «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστοριας
Μητραλέξη Κατερίνα. Το μοτίβο του ορυχείου στο «γερμανικό» διήγημα του Γ. Μ. Βιζυηνού «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστοριας. In: Η ποιητική του τοπίου. Πρακτικά συνεδρίου. Επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Βίκυ Πάτσιου, Ουρανία Πολυκανδριώτη, τόμος Β’. Vol. 2. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών – Ελληνική …; 2019. pp. 35-54. Publisher's VersionAbstract
Πρόκειται για το κείμενο της ανακοίνωσης στο Ε΄ Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας με τίτλο «Η ποιητική του τοπίου», που διοργανώθηκε σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών από τις 19 έως τις 22 Ιανουαρίου 2012. Η ανακοίνωση διερευνά τη λειτουργία του μοτίβου του ορυχείου στο πρώτο διήγημα του Βιζυηνού Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας (1884). Εντοπίζεται η προέλευσή του από τις αφηγήσεις του γερμανικού ρομαντισμού, όπου το τοπίο, φυσικό ή αρχιτεκτονικό, αντικατοπτρίζει τα εντός της ψυχής συμβαίνοντα, ενώ ο υπό την γη αόρατος χώρος αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Το ορυχείο, η κατάβαση στα έγκατα της γης, γίνεται στον ρομαντισμό ένα προσφιλές μοτίβο, όπου η κατάδυση ισοδυναμεί με προσέγγιση ενός μυστηριώδους και μαγικού ακόμα χώρου, παραπέμποντας στον ψυχισμό του ήρωα και οδηγώντας στην αποκάλυψη του μυστικού της καλλιτεχνικής δημιουργίας.  Μεταξύ των πολλών σχετικών αφηγήσεων και παραλλαγών του μοτίβου στον γερμανικό ρομαντισμό και νεορομαντισμό ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι ιστορίες που πλέκονται γύρω από ένα ασυνήθιστο πραγματικό περιστατικό που συνέβη το 1670 στο ορυχείο του Φαλούν, στη Σουηδία. Στην ανακοίνωση αναδεικνύεται η διακειμενική σχέση του κειμένου του Βιζυηνού κυρίως με μία από τις αφηγήσεις αυτές, με την σύντομη αφήγηση του Γιόχαν Πέτερ Χέμπελ Ανέλπιστη αντάμωση [Unverhofftes Wiedersehen, 1810] συγκεκριμένα. Η ανάδειξη αυτής της σχέσης συμβάλλει στην ερμηνεία του διηγήματος του Βιζυηνού, αφού βοηθά στον εντοπισμό και στην κατανόηση της βασικής αντινομίας που διέπει και οργανώνει το αφήγημα. Στον Χέμπελ διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια μυθικών διαστάσεων αντινομία, το σχήμα «ζωή → θάνατος» αντιστρέφεται και γίνεται «θάνατος → ζωή», εφόσον υποδηλώνεται, από τη σκοπιά της γυναικείας μορφής του αφηγήματος, η εσχατολογική υπόσχεση του χριστιανισμού. Με παρόμοιο τρόπο ο αφηγητής του διηγήματος του Βιζυηνού αναστοχάζεται, ως φοιτητής της νέας  επιστήμης της ψυχολογίας στα τέλη του 19ου αιώνα, πάνω στις υπό διερεύνηση ιδιότητες της ψυχής του ανθρώπου, που διαφεύγουν της δυνατότητας περιγραφής και αποσαφήνισης με τα μέσα του επιστημονικού λόγου. Η σχέση «σώματος/ύλης» και «ψυχής» θεματοποιείται τόσο στο επίπεδο του ανώνυμου αφηγητή, όσο και στο επίπεδο των μορφών της Κλάρας και του Πασχάλη. Η αρχική επιδίωξη του επιστημονικού λόγου του αφηγητή να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με την κυριαρχία της «ύλης» πάνω στην «ψυχή» ανατρέπεται, αφού στο τέλος αναγνωρίζει την κυριαρχία της «ψυχής» πάνω στην «ύλη» μέσω της δυνατότητας υπέρβασης που διαθέτει ο άνθρωπος. Η ανακοίνωση στοχεύει παράλληλα στην ανάδειξη της λειτουργίας των λοιπών διακειμενικών αναφορών του διηγήματος σε λογοτεχνικά κείμενα του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε.  
Λούντβιχ Τηκ: "Ο βασιλιάς του ρομαντισμού". Από τα ρομαντικά έντεχνα παραμύθια στο διήγημα του ρεαλισμού
Μητραλέξη Κατερίνα. Λούντβιχ Τηκ: "Ο βασιλιάς του ρομαντισμού". Από τα ρομαντικά έντεχνα παραμύθια στο διήγημα του ρεαλισμού. In: Λούντβιχ Τηκ. Οι πολυτέλειες της ζωής. Τρία διηγήματα και μια νουβέλα. Μετάφραση: Έλενα Νούσια. Επίμετρο: Έλενα Νούσια - Κατερίνα Μητραλέξη. Αθήνα: ύψιλον/βιβλία; 2019. pp. 187-225. Publisher's Version
2016
Η Βαϊμάρη στην Αθήνα. Όψεις της πρόσληψης του γερμανικού Κλασικισμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα
Μητραλέξη Αικατερίνη. Η Βαϊμάρη στην Αθήνα. Όψεις της πρόσληψης του γερμανικού Κλασικισμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. In: Ελληνικότητα και ετερότητα: Πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις και 'εθνικός χαρακτήρας' στον 19ο αιώνα (επιμ. Άννα Ταμπάκη, Ουρανία Πολυκανδριώτη. Vol. 1. Αθήνα: ΕΚΠΑ-ΕΙΕ; 2016. pp. 323-335. Publisher's Version
Mητραλέξη Αικατερίνη, Μπατσαλιά Φρειδερίκη. ΚΠΓ και Πιστοποίηση γνώσης της Γερμανικής: παρόν και προοπτικές. aktuell [Internet]. 2016;43:19-27. Publisher's Version
2013
Mitralexi K. Narrative Strategien in Kleists "Penthesilea". In: Nur zerrissene Bruchstücke. Kleist zum 200. Todestag. Athener Kleist-Tagung 2011 (Hrsg. von Olga Laskaridou / Joachim Theisen). Frankfurt a. M. : Peter Lang; 2013. pp. 59-73. Publisher's VersionAbstract
Πρόκειται για το επεξεργασμένο κείμενο ανακοίνωσης στο διεθνές συνέδριο «Heinrich von Kleist – Για τα 200 χρόνια από το θάνατό του», το οποίο διοργανώθηκε από το Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνογερμανικών Σχέσεων (Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης) και πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 8, 9 και 10 Δεκεμβρίου 2011. Ως προς την επιλογή της θεματικής της, η τραγωδία Πενθεσίλεια (1808) του Χάινριχ φον Κλάιστ  (1777-1811) αποτελεί απόδειξη για τον προσανατολισμό του νέου συγγραφέα προς το αρχαίο δράμα και τον αρχαίο μύθο, κάτι καταρχήν απόλυτα σύμφωνο με τις επιταγές της εποχής. Ο Κλάιστ ανατρέχει σε ένα επεισόδιο από τον βίο και τις πράξεις του Αχιλλέα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας, που αναφέρεται στη συνάντηση και μονομαχία του με την αμαζόνα Πενθεσίλεια, την οποία σκοτώνει. Στο κείμενό του ο Κλάιστ αντιστρέφει τους όρους, η Πενθεσίλεια είναι εκείνη που θα σκοτώσει τον Αχιλλέα, σε μια πράξη απελπισίας ως απόρροια της εσωτερικής της διαμάχης ανάμεσα στο νόμο των αμαζόνων και την επιθυμία της. Το δράμα δεν συνάδει διόλου με τις επιταγές του κλασικισμού της Βαϊμάρης σύμφωνα με τις οποίες η αρχαιότητα έχει αναχθεί σε ιδεώδες, σε πρότυπο αρμονίας και ανθρωπισμού και βασική κατηγορία του αισθητικού της προγράμματος. Ο Κλάιστ δεν εξωραΐζει την αφήγηση, αντίθετα παραθέτει σκηνές σκληρότητας και πάθους που απεικονίζουν τις εσωτερικές συγκρούσεις του νεωτερικού υποκειμένου, του υποκειμένου του Διαφωτισμού, που βιώνει ως μύθο την μέσω του ορθολογισμού χειραφέτησή του. Και ως προς τη μορφή ο Κλάιστ αποκλίνει από τα ειωθότα, παρουσιάζοντας μια τραγωδία διαρθρωμένη σε 24 σκηνές, σε συνεχή ροή, χωρίς κατανομή σε πράξεις, γεγονός που θεωρείται ότι παραπέμπει στις 24 ραψωδίες της Ιλιάδας. Δεν είναι το μόνο στοιχείο που διαφοροποιεί, ενδεχομένως, τον ειδολογικό χαρακτήρα του έργου. Η Πενθεσίλεια περιλαμβάνει εκτενείς αφηγήσεις, εφαρμόζοντας τεχνικές που ήδη το αρχαίο δράμα χρησιμοποιεί, οι οποίες, όπως και ο χορός, αποτελούν εν τέλει στοιχεία μάλλον επικού χαρακτήρα. Στην μελέτη αναδεικνύεται ο τρόπος προσέγγισης του Κλάιστ της μορφής του δράματος στο σύνολο έργο του, ενώ υποδεικνύεται και δοκιμάζεται ενδεικτικά η εφαρμογή στην ανάλυση της τραγωδίας Πενθεσίλεια ερμηνευτικών εργαλείων που προτείνει η σύγχρονη αφηγηματολογία, με στόχο αφενός τη συμβολή στον επίκαιρο διάλογο σχετικά με την αφηγηματική διάσταση του δράματος ως είδους και αφετέρου την ανάδειξη του ιδιότυπου «επικού» χαρακτήρα της Πενθεσίλειας, που αφηγείται την μήνιν της ηρωίδας.  
2013_narrative_strategien_in_kleists_penthesilea.pdf
2012
Αντωνοπούλου, Αναστασία; Μητραλέξη, Κατερίνα (επιμ.): Friedrich Schiller. Ποιητής - Δραματουργός - Στοχαστής. Αθήνα: Παρουσία (Πρακτικά συνεδρίων, 1). 2012.Abstract
Πρόκειται για την έκδοση των πρακτικών του διεθνούς συνεδρίου για τον Friedrich Schiller, το οποίο έλαβε χώρα στην Αθήνα, στις 5 και 6 Νοεμβρίου 2010. Την έκδοση των πρακτικών επιμελήθηκαν η Κατερίνα Μητραλέξη και η Αναστασία Αντωνοπούλου, οι οποίες υπογράφουν και την εκτενή εισαγωγή του τόμου των πρακτικών. Το συνέδριο αυτό διοργανώθηκε από το Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αφορμή τους εορτασμούς ανά την Ευρώπη της επετείου των 250 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή, δραματουργού και στοχαστή Friedrich Schiller (1759-1805), αλλά κυρίως προκειμένου να προωθήσει  την έρευνα του έργου του, μετά τη διαπίστωση ότι, παρά την αξιοσημείωτη απήχηση που ανέκαθεν απολάμβανε το έργο του Σίλλερ στην Ελλάδα, από τις αρχές του 19ου αιώνα έως πρόσφατα, παρατηρείται έλλειψη εξειδικευμένων μελετών πάνω σε σημαντικούς τομείς του πολύπλευρου έργου του. Η επιστημονική-οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου επεδίωξε ως εκ τούτου την ανάδειξη πτυχών του δραματικού, λυρικού, ιστορικού και φιλοσοφικού/αισθητικού του έργου. Έτσι εξετάζεται το πολυδιάστατο έργο του Σίλλερ στο πλαίσιο των διαφόρων συστημάτων σκέψης του 18ου αιώνα, στο πλαίσιο του γερμανικού κλασικισμού, αλλά και των απαρχών του γερμανικού ρομαντισμού, ενώ δίδεται έμφαση στη σχέση του Σίλλερ με την ελληνική αρχαιότητα και την αρχαία ελληνική τέχνη. Παρουσιάζεται επίσης η πρόσληψή του στην Ελλάδα μέσω των μεταφράσεων και των θεατρικών παραστάσεων. Ο τόμος των πρακτικών περιλαμβάνει τις εισηγήσεις δεκατεσσάρων ερευνητών. Η Αναστασία Αντωνοπούλου διερευνά την πρόσληψη της αρχαίας ελληνικής τέχνης από τον Φρήντριχ Σίλλερ και τη συσχετίζει με την ευρύτερη αντίληψη για την αρχαιότητα κατά τον 18ο αιώνα. Ο Γιώργος Ξηροπαΐδης επιχειρεί να δείξει ότι στα αισθητικά κείμενα του Σίλλερ, ενός από τους πιο οξυδερκείς και λεπταίσθητους αναγνώστες του Καντ, συναντάμε τα πρώτα ίχνη μιας πρόσληψης της καντιανής θεωρίας για το υψηλό, η οποία παρακάμπτει σχεδόν πλήρως τον κριτικό χαρακτήρα της. Η Κατερίνα Μητραλέξη διερευνά τη δραστηριότητα του Σίλλερ ως ιστορικού, αφού ο Σίλλερ δεν υπήρξε μόνον ποιητής, δραματουργός και φιλόσοφος, αλλά και αναγνωρισμένος στον καιρό του ιστορικός, διάσταση του έργου του, προς την οποία η έρευνα μόλις τα τελευταία χρόνια έστρεψε το ενδιαφέρον της. Ο Ρολφ-Πέτερ Γιαντς εξετάζει τα κείμενα περί ερασιτεχνισμού, που συνέταξαν οι Σίλλερ και Γκαίτε περί τα τέλη του 18ου αιώνα, και τα θεωρεί ως μια φιλόδοξη προσπάθεια να διεκδικήσουν οι δύο συγγραφείς, στο όνομα των βασικών αρχών του κλασικισμού, την ερμηνευτική κυριαρχία επί των τεχνών της εποχής τους, η κατάσταση των οποίων τους φαινόταν αξιοθρήνητη. Ο Στέφαν Λίντινγκερ εξετάζει αναλυτικά, με βάση κυρίως παραδείγματα από την λυρική ποίηση, τη σημασία της έννοιας της αρμονίας στον Σίλλερ, και τη συσχετίζει με την γενικότερη έννοια του όρου. Ο Γιόαχιμ Τάιζεν θέτει στην εισήγησή του το ερώτημα: Ποιος δικαιούται εντέλει να διαβάζει Σίλλερ; Ποιος είναι – κατά την άποψη του Σίλλερ – ο ιδανικός αναγνώστης για τον οποίο αξίζει να γράφει κανείς; Ο Μαρκ Μιχάλσκι εξετάζει την πρόσληψη του Σίλλερ στο πλαίσιο εκείνων των προσπαθειών ιστοριογράφησης της γερμανικής φιλοσοφίας, οι οποίες καταπιάνονται με τη γερμανική φιλοσοφία στο σύνολό της, προσπαθώντας να την κατανοήσουν στη ροή των διαφόρων εποχών της και ως προς τον ειδικό εθνικό της χαρακτήρα. Ο Μίχαελ Βάις επιχειρεί στο άρθρο του να αναδείξει τη λογική μιας αστικής νοοτροπίας με αφορμή το θεατρικό έργο του Φρήντριχ Σίλλερ Έρωτας και ραδιουργία (1784), αφού το έργο πραγματεύεται και αντιπαραθέτει δύο διαφορετικά πρότυπα ζωής: Το εγκώμιο μιας ζωής στηριγμένης στη φρόνηση αντιτίθεται προς ένα πρότυπο ζωής στηριγμένης στην ευαισθησία. Ο Γιάννης Πάγκαλος εξετάζει το δραματικό έργο του Σίλλερ μέσα από το πρίσμα της αλληλεπίδρασης της λογοτεχνίας με τον κινηματογράφο, εστιάζοντας σε τέσσερεις κινηματογραφικές μεταφορές του αστικού δράματος Έρωτας και ραδιουργία, των ετών 1922, 1959, 2005 και 2009. Η Ευαγγελία Τσιαβού ασχολείται στην ανακοίνωσή της με το υψηλό στο μεταίχμιο μεταξύ αισθητικής, ιδεαλισμού, μεταφυσικής και ψυχανάλυσης. Η Κατερίνα Καρακάση παρουσιάζει τον Σίλλερ ως πρόδρομο του γερμανικού ρομαντισμού, τοποθετώντας στο επίκεντρο της εισήγησής της το ημιτελές μυθιστόρημά του Φαντάσματα, το οποίο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες μεταξύ των ετών 1787 και 1789 στο περιοδικό «Thalia». Στο μυθιστόρημα αυτό ο Σίλλερ πραγματεύεται μεν σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τον Διαφωτισμό, ταυτόχρονα όμως προλειαίνει το έδαφος για την έλευση του ρομαντισμού. Η  Δήμητρα Νικολαΐδου-Μπαλτά αναλύει στην εισήγησή της και συγκρίνει μεταξύ τους τα θεατρικά έργα Έρωτας και ραδιουργία του Σίλλερ και Ο Βασιλικός του Αντωνίου Μάτεσι, που γράφτηκε μεταξύ 1829-30. Με την ανάλυση και τη σύγκριση επιδιώκεται η διερεύνηση των συγκλίσεων και των αποκλίσεων ανάμεσα στα δύο έργα και μέσω αυτής η αποσαφήνιση του αν και κατά πόσο ο Μάτεσις έχει επηρεαστεί από το έργο του Σίλλερ. Η Αναστασία Δασκαρόλη διερευνά την πρόσληψη του ιστορικού δράματος Μαρία Στούαρτ (1800), που αποδεικνύεται ένα από τα πλέον προσφιλή έργα του Σίλλερ στην Ελλάδα. Εξετάζονται επιλεγμένες μεταφράσεις του έργου. Η Αγλαΐα Μπλιούμη, βασιζόμενη σε σύγχρονες θεωρίες της διδακτικής, παρουσιάζει πως θα μπορούσε να ενσωματωθεί η διδασκαλία κειμένων του Σίλλερ στη διδασκαλία της γερμανικής ως ξένης γλώσσας.  
Μητραλέξη Κατερίνα. Η πρόσληψη του Heinrich Heine στην Ελλάδα. Κριτική θεώρηση. 2012.Abstract
Το έναυσμα για την παρούσα μελέτη δόθηκε πριν από αρκετά χρόνια, το 1997, με αφορμή την επέτειο για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από τη γέννηση του γερμανού ποιητή Χάινριχ Χάινε (Heinrich Heine, 1797-1856). Στο πλαίσιο των συνεδρίων και εκδηλώσεων κατά τη διάρκεια του επετειακού αυτού έτους το Ινστιτούτο «Heinrich Heine» της γενέθλιας πόλης Düsseldorf διοργάνωσε και παρουσίασε και στην Ελλάδα, όπως και αλλού στην Ευρώπη, μεγάλη έκθεση ντοκουμέντων για τον ποιητή, με στόχο να αναδείξει τη διεθνή εμβέλεια του έργου του,  τη σημασία του όχι μόνο για τη γερμανική, αλλά και για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια λογοτεχνία, αφού η απήχησή του υπήρξε επί μακρόν κατά πολύ μεγαλύτερη εκτός παρά εντός των γερμανικών συνόρων. Είχε τότε ζητηθεί από την γράφουσα να διεξαγάγει βιβλιογραφική έρευνα για την πρόσληψη του έργου του στην Ελλάδα, με στόχο να προστεθεί η σχετική διάσταση στην εν λόγω έκθεση, η οποία στην Αθήνα διοργανώθηκε από το Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Ινστιτούτο Goethe Αθηνών, με την επιμέλεια της ερευνήτριας του έργου τού ποιητή κυρίας Sabine Bierwirth και της γράφουσας. Η έκθεση έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1997 (8 έως 27 Οκτωβρίου, Κτήριο «Κωστή Παλαμά») και η ανταπόκριση του αθηναϊκού κοινού υπήρξε μεγάλη, κάτι που έστρεψε εμφατικά την προσοχή στο γεγονός ότι ο Χάινε είχε, και κατά τα φαινόμενα εξακολουθούσε να έχει, μεγάλη απήχηση και στην Ελλάδα. Η τότε διεξαχθείσα βιβλιογραφική έρευνα ανέδειξε και τεκμηρίωσε την ύπαρξη πληθώρας μεταφράσεων από το πολύπλευρο έργο του, από τα μέσα του 19ου αιώνα και εντεύθεν, και παρείχε ικανές ενδείξεις για το γεγονός ότι το έργο του Χάινε υπήρξε σημαντικό και καθοριστικό για πολλούς Έλληνες ποιητές κατά τις αποφασιστικές για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης δεκαετίες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Σχετικές υποθέσεις έχουν διατυπώσει παλαιότερα ο Κ. Θ. Δημαράς (1972) και ο Γιώργος Βελουδής (1983), πρόσφατα δε η Άννα Χρυσογέλου-Κατσή (2005), και η Ιωάννα Ναούμ (2007), όμως δεν έχει μέχρι στιγμής υπάρξει εκτενής ερευνητική μελέτη που να θέτει και να επιχειρεί συστηματικά την απάντηση στα ποικίλα ερωτήματα σχετικά με την πρόσληψη του έργου του Χάινε στην Ελλάδα και την επίδραση που αυτό ενδεχομένως άσκησε στους Έλληνες μεταφραστές, συγγραφείς και ποιητές, παλαιότερους και νεότερους. Διότι η συμπληρωματική βιβλιογραφική έρευνα που διεξήχθη για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης κατέδειξε ότι τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τον Χάινε δεν έχει μόνο σε ερευνητικό επίπεδο αναζωπυρωθεί. Καταγράφηκαν αρκετές νέες εκδόσεις και ανθολογήσεις μεταφράσεων από το λυρικό, κυρίως, έργο του, αλλά και πρόσφατες μελοποιήσεις, από τον συνθέτη Κώστα Τσουμενή (2003 και 2004), όπως και νέες μεταφράσεις, από τον Κώστα Κουτσουρέλη (2002), τον Σπύρο Καρυδάκη (2004) και την Μαρία Υψηλάντη (2007), μεταφράσεις που διακρίνονται για την ποιότητά τους.  Οι επιλογές των μεταφραστών δεν περιορίζονται στις πρώιμες ποιητικές συλλογές του Χάινε, όπως συνέβαινε παλαιότερα, αλλά προέρχονται από το σύνολο έργο, ενώ είναι προφανές ότι σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν και ως ποιητική έμπνευση. Τα ερωτήματα λοιπόν που ανακύπτουν και αξίζουν διερεύνησης αφορούν τις συγκεκριμένες επιλογές των μεταφραστών από το πεζό και από το λυρικό έργο διαχρονικά, τον τρόπο της εκάστοτε μετάφρασης, όπως και την εκάστοτε κριτική θεώρηση και αποτίμηση του Χάινε ως συγγραφέα. Αφορούν βεβαίως και τις μεταφραστικές απουσίες, τα κενά που εμφανίζονται στην πρόσληψη του λογοτεχνικού και δοκιμιακού έργου και της κοσμοθεωρίας του Χάινε. Τι λοιπόν από το έργο του Χάινε μεταφράσθηκε και συζητήθηκε περισσότερο στην Ελλάδα, και υπό ποιο εν τέλει πρίσμα; Μπορεί κανείς να διακρίνει και να αναδείξει συγκεκριμένες τάσεις, ενδεικτικές ίσως για την εκάστοτε χρονική περίοδο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, φιλολογικής κριτικής  και σκέψης γενικότερα; Όπως προκύπτει από την παρούσα μελέτη μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τρεις κορυφώσεις της πρόσληψης του συγγραφέα: στα τέλη του 19ου αιώνα (γενιά του 1880), κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας. Είναι σαφές ότι ο Χάινε ενδιέφερε τους Έλληνες κυρίως ως λυρικός ποιητής, αφού η μεγάλη πλειοψηφία των μεταφράσεων προέρχονται από το λυρικό του έργο, και μάλιστα από την πρώιμη ποίηση, η οποία όχι μόνο μεταφράσθηκε αλλά και τραγουδήθηκε πολύ διεθνώς, ίσως όσο κανενός άλλου εκ των γερμανών ποιητών. Για τα και στην Ελλάδα δημοφιλέστατα ποιήματα της ποιητικής συλλογής το Βιβλίο των τραγουδιών (Buch der Lieder, 1827) ο Χάινε άντλησε μεταξύ άλλων λυρικούς τρόπους έκφρασης από τη γερμανική δημώδη ποίηση, την τόσο διαδεδομένη την εποχή του γερμανικού ρομαντισμού – στην οποία εποχή πρέπει βέβαια να αναζητηθούν οι καταβολές της ποίησής του. Μέσω των πολλών επανεκδόσεων, εγκεκριμένων και μη, αλλά και μέσω των δημοφιλών μελοποιήσεων το έργο του διείσδυσε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική και κοινωνική ζωή. Ειδικά στην Ελλάδα του δευτέρου ημίσεως του 19ου αιώνα η συνάφεια προς την δημώδη λογοτεχνική έκφραση στάθηκε αποφασιστικός παράγων για τη δημοφιλία του, μέχρι του σημείου της έντονα οικειοποιητικής μεταφραστικής απόδοσης σε ελληνικό δημώδες ύφος. Τα ποιήματα του Χάινε χαιρετίσθηκαν τότε ως καινούρια εμπειρία, στο χώρο της φόρμας, αλλά και στο χώρο της θεματικής, της ποιητικής εικόνας και της έκφρασης, και λειτούργησαν απελευθερωτικά στους νέους Έλληνες ποιητές κατά τη διαδικασία απαγκίστρωσης από τη νοσηρή ατμόσφαιρα του αθηναϊκού ρομαντισμού και υπέρβασής του, όπως διαπιστώνουν μεταξύ άλλων ο Κωστής Παλαμάς και οι ποιητές της γενιάς του 1880. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, συζητείται κατά προτεραιότητα ο Χάινε ως πολιτικός συγγραφέας και έρχονται στο προσκήνιο κείμενα, που δεν είχαν ως τότε τύχει προσοχής. Το δε πρόσφατο ενδιαφέρον για τον ποιητή οδήγησε μεταξύ άλλων στη μετάφραση μέρους του θεωρητικού του έργου (Η ρομαντική σχολή, 1993, μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος), ενώ, όσον αφορά την ποίηση, επανέρχεται η ενασχόληση με τον Χάινε ως λυρικό συγγραφέα, ικανό να εμπνεύσει και να δώσει ώθηση σε ποιητική δημιουργία. Εν τούτοις παραμένει αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Χάινε δεν προσελήφθη στην Ελλάδα σχεδόν καθόλου ως «Έλληνας», όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του, κατ’ αντιδιαστολή προς έναν «Ναζαρηνό». Ο Χάινε κάνει συστηματικά λόγο για Έλληνες και Ναζαρηνούς κυρίως στο κείμενό του με τίτλο Λούντβιχ Μπέρνε. Στη μνήμη του [Ludwig Börne. Eine Denkschrift, 1840], γραμμένο μετά το θάνατο, το 1837, του συμπατριώτη, ομοϊδεάτη του στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού της Γερμανίας, συνοδοιπόρου του στην παρισινή εξορία από το 1831 και μετά, και αργότερα αντιπάλου του Μπέρνε. Οι χαρακτηρισμοί Έλληνας και Ναζαρηνός –τον οποίο ο Χάινε προσδίδει στον Μπέρνε, κρατώντας για τον εαυτό του τον χαρακτηρισμό Έλληνας – δεν παραπέμπουν σε εθνικές ταυτότητες αλλά σε ιδεατά ερμηνευτικά σχήματα, σε διαμετρικά αντίθετες κοσμοθεάσεις, όπου Έλληνας χαρακτηρίζεται εκείνος που μετέχει της ελευθερίας, της αισθησιακότητας και της χαράς της επίγειας ζωής (Sensualismus) και Ναζαρηνός εκείνος που δίνει προτεραιότητα στα δόγματα, στον ασκητισμό και στην πνευματική πλευρά του ανθρώπου (Spiritualismus). Πρόκειται εντέλει για τοποθέτηση πάνω στο ρόλο, τις δυνατότητες και τις προτάσεις του διανοούμενου και ποιητή σε μια νέα, υπό διαμόρφωση, ελεύθερη και προοδευτική κοινωνία. Για την περιγραφή του ρόλου αυτού, όπως και του πλαισίου στο οποίο αυτός ο διανοούμενος, ποιητής και πολιτικά συνειδητοποιημένος παρατηρητής καλείται να λειτουργήσει, ο Χάινε ανέπτυξε μια προσωπική, «ελληνική», όπως την ονομάζει ο ίδιος, οπτική και ορολογία. Προσφεύγει σε μορφές και αφηγήσεις της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και γραμματείας, για τις οποίες επινοεί ένα νέο πλαίσιο ερμηνείας και αφήγησης. Ελληνικά και μυθολογικά θέματα διατρέχουν όλο το έργο του, από τις απαρχές ως τα ύστερα ποιήματά του, και απηχούν τον τρόπο που τοποθετείται ο ποιητής απέναντι στα υπάρχοντα παραδείγματα δημιουργώντας τη βάση για μια νέα, προσωπική, μυθολογία. Πρόκειται για διάσταση του έργου του, της οποίας οι πτυχές δεν έχουν μόνο για τον Έλληνα αναγνώστη ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η οποία χρήζει περαιτέρω έρευνας. Ο Χάινε δεν υπήρξε φιλέλληνας με την κλασική έννοια του όρου, ανατρέχει όμως συστηματικά στο ελληνικό παράδειγμα. Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης παρουσιάζεται συνοπτικά η προσωπική μυθολογία του Χάινε και ανιχνεύονται τα σημεία και ο τρόπος πρόσληψής της που όμως δεν συγκροτούν μια ενιαία αντίληψη για το θέμα στην Ελλάδα. Είναι γεγονός πως, πέρα από τα διάφορα μεμονωμένα ποιήματα που κυκλοφορούσαν σε μεταφράσεις πολλών και διαφόρων μεταφραστών, η πρώτη εκτενής μετάφραση από το πεζό έργο του είναι εκείνη του δοκιμίου των Εξόριστων θεών από τον Άγγελο Βλάχο το 1864, στο περιοδικό Χρυσαλλίς, κείμενο που πραγματεύεται την επιβίωση των ιδιοτήτων των αρχαίων θεών στον σύγχρονο κόσμο. Είναι αρκετά πιθανό να επελέγη το συγκεκριμένο πεζό κείμενο ακριβώς λόγω του «ελληνικού» θέματός του, και πιθανόν με διάθεση αντισυμβατική εκ μέρους του Βλάχου. Το κριτήριο του «ελληνικού» θέματος δεν φαίνεται πάντως διόλου να ισχύει για τις διάσπαρτες επιλογές των μεταφραστών από το λυρικό έργο, δεν στοιχειοθετείται ένα συστηματικό ενδιαφέρον του ελληνικού αναγνωστικού κοινού ή των λογοτεχνών για το θέμα, τουλάχιστον στο χώρο της ποίησης. Τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά όσον αφορά τα λοιπά πεζά κείμενα, τις επιλογές από τις Ταξιδιωτικές εικόνες και τις νουβέλες Φλωρεντινές νύχτες. Εκεί διαφαίνεται μια κάποια συνοχή ανάμεσα στις διάφορες επιλογές αφού προτιμώνται κείμενα που εμπεριέχουν αναφορές στην «ελληνική» θεώρηση των πραγμάτων εκ μέρους του Χάινε. Η παρούσα μελέτη έθεσε λοιπόν ως στόχο την παρουσίαση και κριτική αποτίμηση της παρουσίας του συγγραφέα και ποιητή Χάινριχ Χάινε στα ελληνικά γράμματα, οριοθετήθηκε δε ως εξής: τέθηκε καταρχάς το ερώτημα σχετικά με το πώς αντιμετωπίσθηκε ο Χάινε από την ελληνική φιλολογική κριτική. Παρουσιάζονται λοιπόν στο πρώτο κεφάλαιο τα κριτικά σημειώματα ή οι εκτενέστερες μελέτες που τον αφορούν, αρχής γενομένης από την μελέτη του Ειρηναίου Ασώπιου στο περιοδικό Χρυσαλλίς το 1863 και φθάνοντας στις πλέον πρόσφατες μελέτες για τον συγγραφέα στις αρχές του 21ου αιώνα. Το μεγάλο χρονικό εύρος που καλύπτουν αυτές οι κριτικές  τοποθετήσεις επιτρέπει την παρακολούθηση σε αδρές γραμμές των γενικών τάσεων της κριτικής φιλολογικής σκέψης στην Ελλάδα από τον 19ο αιώνα και εντεύθεν και της σταδιακής διαμόρφωσης της άποψης για έναν συγγραφέα, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις επέδρασε καθοριστικά στο νεοελληνικό λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο τίθεται και απαντάται το ερώτημα σχετικά με τις επιλογές των μεταφραστών και των λογοτεχνών από το σύνολο έργο του Χάινε, όπου το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζει στις επιλογές από το αφηγηματικό, και το τρίτο στις επιλογές από το λυρικό έργο, ενώ συνάμα εντοπίζονται οι χαρακτηριστικότερες μεταφραστικές απουσίες. Η παρουσίαση είναι ενδεικτική και όχι εξαντλητική. Ελέγχονται και αποτιμώνται παραδείγματα μεταφράσεων και συγγραφέων στο πλαίσιο μιας προσπάθειας ανάδειξης  της θέσης των συγκεκριμένων επιλογών σε σχέση με το συνολικό έργο του Χάινε αφενός και των πτυχών της συνδιαλλαγής του πρωτότυπου έργου με τις μεταφραστικές αποδόσεις και τις κατά περίπτωση νέες συγγραφικές προσπάθειες αφετέρου
Μητραλέξη Κατερίνα. Ο Schiller ως ιστορικός. In: Friedrich Schiller. Ποιητής - Δραματουργός - Στοχαστής (επιμ. Αναστασία Αντωνοπούλου - Κατερίνα Μητραλέξη). Αθήνα: Παρουσία - Πρακτικά συνεδρίων αρ. 1; 2012. pp. 73-91.Abstract
Το άρθρο αποτελεί την επεξεργασμένη και εμπλουτισμένη μορφή της ανακοίνωσης στο συνέδριο του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας για τον Φρήντριχ Σίλλερ (2010) και θέμα του είναι η ενασχόληση του συγγραφέα με την ιστορία και την ιστορική επιστήμη, τόσο στο θεωρητικό του έργο, όσο και στα ιστορικά του δράματα. Ο Friedrich Schiller υπήρξε στον καιρό του αναγνωρισμένος ιστορικός, αλλά η έρευνα, φιλολογική και ιστορική, δεν ασχολήθηκε επί μακρόν με τη διάσταση αυτή του έργου του. Η αλλαγή επιστημονικού παραδείγματος στο χώρο της ιστοριογραφίας, που έστρεψε την προσοχή στον τρόπο που η ίδια η ιστοριογραφική αφήγηση συγκροτεί μέσω των αφηγηματικών δομών νόημα, αφύπνισε το ερευνητικό ενδιαφέρον για τον Σίλλερ ως ιστορικό και έδωσε ένα νέο πλαίσιο για την αναθεώρηση και τη διερεύνηση της αντίληψής του για τη ιστορία και την ιστοριογραφία. Το άρθρο συστηματοποιεί την πορεία του Σίλλερ ως ιστορικού, παρουσιάζει τις ιστορικές μελέτες του και την εξέλιξη της θεώρησής του για την ιστορία. Ο Σίλλερ επέλεξε ένα ιστορικό θέμα ήδη για το δεύτερο κατά σειρά συγγραφής έργο της δραματουργίας του, την «ρεπουμπλικανική τραγωδία» Η συνομωσία του Φιέσκο στη Γένοβα (1782). Η εκτενής ενασχόληση με την ιστορία ξεκινά πάντως κατά την έρευνα πηγών που διεξήγαγε λίγο αργότερα για τις ανάγκες της συγγραφής του Δον Κάρλος (1787), από την οποία προέκυψε το πρώτο μεγάλης έκτασης ιστοριογραφικό του σύγγραμμα με τίτλο Ιστορία της απόσχισης των Κάτω Χωρών από την ισπανική κυβέρνηση (1788). Ο Σίλλερ καλλιέργησε αρχικά μια ιστορική φιλοσοφική σκέψη βασισμένη στην αισιόδοξη προοπτική του Διαφωτισμού για την θετική πορεία της οικουμενικής ιστορίας και του ανθρώπου, αντίληψη που αναπτύσσεται στην εναρκτήρια διάλεξή του Τι σημαίνει και γιατί μελετά κανείς την οικουμενική ιστορία (26 Μαΐου 1789) στο πανεπιστήμιο της Ιένας, όπου εκλήθη να διδάξει ως ιστορικός. Η άποψη αυτή ανατρέπεται όμως μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τα βίαια γεγονότα που ακολούθησαν. Στο εξής, ο στοχασμός πάνω στη σχέση του ανθρώπου με την ιστορία μετατοπίζεται, διέπεται από προβληματισμό και απαισιοδοξία, ενώ συνδέεται με το υψηλό, με την έννοια της μοίρας ως δύναμης που επιβάλλεται στον άνθρωπο. Η μεταβολή αυτή στην άποψη του Σίλλερ για την ιστορία ανιχνεύεται τόσο στα μεταγενέστερα ιστορικά και στα αισθητικά του κείμενα, όσο και στα κλασικά ιστορικά του δράματα. Ο τρόπος και τα μέσα της αναφοράς στην ιστορία αλλάζουν. Μετά το δεύτερο μεγάλο ιστορικό σύγγραμμά του, την Ιστορία του Τριακονταετούς Πολέμου (1792), ο Σίλλερ δεν γράφει πλέον ιστορικά συγγράμματα. Η ιστορία γίνεται πλέον θέμα της τραγωδίας. Τα ιστορικά δράματα της κλασικής περιόδου λειτουργούν ως μίμηση της ιστορίας και αποδεικνύονται για τον συγγραφέα το πλέον ενδεδειγμένο μέσο παρουσίασης και κατανόησης του απρόβλεπτου ιστορικού γίγνεσθαι.
2011
Μητραλέξη Κατερίνα. Ο Heinrich Heine και η Ελλάδα. Πρόσληψη και επίδραση. In: Ελληνογερμανικές σχέσεις: αλληλοεπιδράσεις στον πολιτισμό και την τέχνη. Θεσσαλονίκη: Έκδοση Εργαστηρίου Συγκριτικής Γραμματολογίας (Διακειμενικά 14); 2011. pp. 69-83. Publisher's VersionAbstract
Πρόκειται για το κείμενο της ανακοίνωσης στην διεπιστημονική ημερίδα με θέμα «Ελληνογερμανικές σχέσεις: αλληλοεπιδράσεις στον πολιτισμό και την τέχνη», που διοργάνωσε το Εργαστήριο Συγκριτικής Γραμματολογίας του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στη Θεσσαλονίκη και έλαβε χώρα την 6η Απριλίου 2011 (http://www.del.auth.gr/de/forschung/weitere-veranstaltungen/145-8-4-2011). Το άρθρο αναφέρεται σε ορισμένες θέσεις της έρευνας, σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις παραλείψεις της πρόσληψης του έργου του Χάινριχ Χάινε στην Ελλάδα, θέσεις που αναπτύσσονται διεξοδικά στην μονογραφία της γράφουσας. Αναφέρεται εδώ και συζητείται ακροθιγώς η άποψη σχετικά με τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξε ο ποιητικός λόγος του Χάινε κατά τη διαδικασία υπέρβασης του αθηναϊκού ρομαντισμού εκ μέρους των ποιητών της γενιάς του 1880, όπως και κατά την πρόσληψη ενός ειρωνικού, κριτικού και παιγνιώδους τρόπου έκφρασης, που εμπεριέχεται μεν εξαρχής στο γερμανικό ρομαντικό παράδειγμα (ρομαντική ειρωνεία), πλην όμως εισήλθε στον νεοελληνικό λογοτεχνικό λόγο κυρίως ως συνέπεια της επαφής, μεταξύ άλλων, με το έργο του Χάινε. Παρουσιάζεται με αδρές γραμμές η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση της πρόσληψης του ποιητή Heinrich Heine (1797-1856) στην Ελλάδα, που ξεκινά τον 19ο αιώνα και συνεχίζεται με διακυμάνσεις ως τις μέρες μας. Στο άρθρο δίνεται πάντως έμφαση στην παρουσίαση του ποιητή και των ιδιοτήτων του έργου του, που τον καθιστούν αντιπροσωπευτικό συγγραφέα της αρχόμενης νεωτερικότητας, με την έννοια της μετάβασης από τον κλασικορομαντικό ποιητή μιας αισθητικής-ηθικής κοσμοθέασης στον μοντέρνο συγγραφέα και διανοούμενο μιας νεότερης εποχής, ο οποίος παρακολουθεί και σχολιάζει στο έργο του, θεωρητικό και λογοτεχνικό, την ρέουσα πραγματικότητα. Σημαντική θέση στο έργο του Χάινε έχουν οι αναφορές σε μορφές της ελληνικής μυθολογίας και αρχαιότητας που διατρέχουν το σύνολο του έργου του και συνθέτουν την ιδιότυπη προσωπική μυθολογία του ποιητή, η οποία κινείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ελεγειακή αναπόληση μιας χαμένης αισθησιακής χαράς της ζωής και στην σπινθηροβόλα ειρωνική διάθεση του σχολιασμού της επικαιρότητας με το ένδυμα του μύθου. Προκύπτει το ερώτημα του τρόπου πρόσληψης στην Ελλάδα τόσο αυτής της διάστασης του έργου του Χάινε, όσο και των ιδιαίτερων υφολογικών και ρητορικών δομών των κειμένων του, ερώτημα, το οποίο αντιμετωπίζεται διεξοδικά στη μονογραφία της γράφουσας.
2009
Georg Trakl. Από τα τέλη του 19ου στις αρχές του 21ου αιώνα. „Die wilde Klage ihrer zerbrochenen Münder ..“. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου για τον Georg Trakl. Πανεπιστήμιο Α. 2009.Abstract
Με αφορμή την επέτειο των 120 χρόνων από τη γέννηση του αυστριακού ποιητή Georg Trakl το Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε συνεργασία με την αυστριακή πρεσβεία στην Αθήνα, διοργάνωσε ημερίδα για τον ποιητή (24 Νοεμβρίου 2007), με τη συμμετοχή του διευθυντή του Κέντρου Ερευνών Georg Trakl (Trakl Forschungs- und Gedenkstätte) κ. Hans Weichselbaum. Η εκδήλωση εντάχθηκε στους εορτασμούς για τα 170 χρόνια από την ίδρυση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Από πλευράς του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας την επιστημονική-οργανωτική επιτροπή αποτέλεσαν η Κατερίνα Μητραλέξη και η Εύη Πετροπούλου, οι οποίες επιμελήθηκαν στη συνέχεια την έκδοση των πρακτικών του συνεδρίου. Οι εισηγήσεις ανέδειξαν σημαντικές πτυχές του ποιητικού έργου του Georg Trakl, εισηγητή του εξπρεσιονισμού στην αυστριακή λογοτεχνία, ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις εμβληματικές μορφές της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. Ο τόμος συμπεριλαμβάνει τις έντεκα εισηγήσεις, οι οποίες ανίχνευσαν: τις καταβολές του ποιητή που εντοπίζονται στη Βιεννέζικη Πρωτοπορία (1910) και την πορεία του προς τον λογοτεχνικό μοντερνισμό (Hans Weischelbaum)· τους συσχετισμούς ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική στο πλαίσιο του καλλιτεχνικού ρεύματος του εξπρεσιονισμού (Willi Benning)· τις εικόνες εκείνες στο ποιητικό του έργο που χαρακτηρίζονται από τη διαλεκτική μιας επίκλησης του θείου μέσω της άρνησής του και ως εκ τούτου μπορούν να λειτουργήσουν αντιπροσωπευτικά για τον λανθάνοντα μυστικισμό της λογοτεχνίας της νεωτερικότητας (Stefan Lindinger)· τη σημασιολογία της μικρής, αόριστης αλλά πολυσήμαντης λέξης «ίσως» στο ποιητικό έργο διαπιστώνοντας ότι αναδεικνύεται σε μείζονα ποιητικό όρο για το λυρικό σύμπαν του ποιητή (Joachim Theisen)· την έντονη διακειμενικότητα που εμφανίζεται στο έργο του ποιητή (Εύη Πετροπούλου)· την ποιητική του Georg Trakl ως όρο για τη μετάφραση του έργου του, καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι αναγκαία προϋπόθεση για την απόδοση του έργου είναι μια μεταφραστική εργασία ανοιχτή προς το αινιγματικό (Έλενα Νούσια)· το ρόλο του αστικού τοπίου και της υπαίθρου στην ιδιότυπα εξπρεσιονιστική ποίηση του Trakl (Γιώργος Κεντρωτής)· την αναφορά στο μύθο του Ορφέα ως ψηλάφηση των ορίων της γλώσσας και της σχέσης της με τον χρόνο και τη μνήμη, με την ταυτότητα και τον έρωτα, την παρακμή και τον θάνατο, και τις εκφάνσεις του στην ποίηση του εξπρεσιονισμού και εμφατικά στην ποίηση του Trakl (Κατερίνα Καρακάση)· τις ελληνικές μεταφράσεις της ποίησης του Trakl αντιπαραβάλλοντας τις μεταφραστικές εκδοχές τεσσάρων μεταφραστών, του Δημήτρη Δήμου, 1983, του Ανδρέα Αγγελάκη, 1984, της Έλενας Νούσια, 1990, και του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου, 2005 (Αναστασία Δασκαρόλη)· την πρόσληψη του έργου του Georg Trakl στην Ελλάδα στο πλαίσιο της πρόσληψης του γερμανικού εξπρεσιονισμού και τις επιδράσεις στην ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου, του Μίλτου Σαχτούρη και της Έλενας Νούσια (Κατερίνα Μητραλέξη)· τη σχέση της ποίησης του Trakl με τη ζωγραφική του Egon Schiele με απώτερο στόχο την ανάδειξη των σημαντικότερων όψεων του αυστριακού εξπρεσιονισμού (Αναστασία Αντωνοπούλου).
Μητραλέξη Κατερίνα. Ο Georg Trakl στην Ελλάδα. Πρόσληψη και επίδραση. In: Georg Trakl. Από τα τέλη του 19ου στις αρχές του 21ου αιώνα. ύψιλον/βιβλία; 2009. pp. 165-188.Abstract
Το άρθρο αποτελεί την επεξεργασμένη και εμπλουτισμένη μορφή της ανακοίνωσης στο συνέδριο του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ για τον Georg Trakl (2007). Διερευνά την πρόσληψη στην Ελλάδα, του γερμανικού εξπρεσιονισμού γενικότερα, και του Trakl ειδικότερα, μέσω μεταφράσεων, δοκιμίων και ποιητικών εκλεκτικών συγγενειών. Αναφέρεται αρχικά στην ποιητική σχέση του Νίκου Εγγονόπουλου με τον αυστριακό ποιητή, τον οποίο ο υπερρεαλιστής ποιητής και ζωγράφος συγκαταλέγει ανάμεσα στους πνευματικούς δημιουργούς που απασχόλησαν τη σκέψη, τη γραφίδα, αλλά και τον χρωστήρα του. Ο Georg Trakl απεικονίζεται σε πίνακα του Εγγονόπουλου του 1968, πίνακας που αναπαράγεται, μεταξύ άλλων πινάκων και ενός σχεδίου, στην έκδοση της ποιητικής συλλογής Στην κοιλάδα με τους ροδώνες του 1978, όπου συμπεριλαμβάνεται το ποίημα με τίτλο Το ποίημα του Γκέοργκ Τρακλ, εις Ριχάρδον Καρικιόπουλον. Η κοινή συνιστώσα των ποιημάτων και των έργων της συλλογής είναι ο διαρκής αναστοχασμός της ποιητικής συνείδησης πάνω στις αισθητικές καταβολές, οφειλές και δεσμεύσεις της, τμήμα των οποίων αποτελεί το έργο του Trakl.  Ύστερα από μια σύντομη αναδρομή στην εργοβιογραφία του Trakl και στη σταδιακή πορεία του από τις ρομαντικές-ιμπρεσσιονιστικές καταβολές του στον τρόπο έκφρασης που θα ονομασθεί αργότερα εξπρεσιονισμός, γίνεται εκτενέστερη αναφορά στην εξπρεσιονιστική τέχνη και λογοτεχνία και στα επί μέρους χαρακτηριστικά της, που εντοπίζονται στην ποίηση του Trakl: έκρηξη του χρώματος, το οποίο λειτουργεί ως αυτόνομη μεταφορά, παράταξη μορφολογικών και υφολογικών στοιχείων, ενορατικό και υποκειμενικό βλέμμα πάνω στην πραγματικότητα. Στη συνέχεια εξετάζεται εν συντομία η έκταση της παρουσίας του γερμανικού εξπρεσιονισμού στην Ελλάδα και η περιορισμένη σχέση του με τον ελληνικό μοντερνισμό, για τον οποίο κυρίαρχο σημείο αναφοράς είναι η γαλλική εκδοχή του μοντερνισμού, ο γαλλικός σουρεαλισμός. Ακολουθεί η λεπτομερής καταγραφή της παρουσίας του Georg Trakl στα ελληνικά γράμματα. Ο ποιητής μεταφράζεται και γίνεται γνωστός στην Ελλάδα μόλις μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι νωρίτερα, αρχικά μέσα από τις μεταφράσεις του ασπαζόμενου τον υπερρεαλισμό Δημήτριου Στ. Δήμου το 1950, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ο εισηγητής του έργου του στην Ελλάδα. Έκτοτε το ενδιαφέρον για τον ποιητή και ο αριθμός των μεταφράσεων από το έργο του και των σχετικών δοκιμίων διαρκώς αυξάνονται, με προεξάρχουσα την φιλολογικά ιδιαίτερα τεκμηριωμένη και εκτενώς σχολιασμένη δίγλωσση έκδοση το 1990 του συνόλου σχεδόν των ποιημάτων του, που επιμελήθηκε η μεταφράστρια, ποιήτρια και πεζογράφος Έλενα Νούσια. Στο πλαίσιο της διερεύνησης των ποιητικών σχέσεων που προέκυψαν από την επαφή με το έργο του Trakl και κατά συνέπεια με τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, θα πρέπει να αναφέρουμε και πάλι την Έλενα Νούσια, για την οποία τεκμηριώνονται συσχετισμοί ανάμεσα στην μεταφραστική και στην προσωπική της ποιητική δημιουργία, αλλά και τον Μίλτο Σαχτούρη, για τον οποίο έχει ειπωθεί πως «είναι η πιο εξπρεσιονιστική συνείδηση και ποιητική εκδοχή της λογοτεχνίας μας· θα έλεγα, μάλιστα, η μόνη» (Γ. Δάλλας, 1997). Ο Σαχτούρης γνώριζε εις βάθος και εκτιμούσε τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, και ιδιαίτερα τον Georg Trakl, το έργο του οποίου διάβασε εν μέρει στο πρωτότυπο και εν μέρει σε γαλλική μετάφραση. Πράγματι, η εκ του σύνεγγυς θεώρηση του έργου του Σαχτούρη τεκμηριώνει ποιητική συγγένεια με το έργο του Trakl.
mitralexi_2009_o_georg_trakl_stin_ellada.pdf
2006
Das Argument in der Literaturwissenschaft. Ein germanistisches Symposion in Athen. Hrsg. von Willi Benning, Katherina Mitralexi, Evi Petropoulou. Oberhausen: ATHENA-Verlag (Beiträge zur Kulturwissenschaft, 9). 2006.Abstract
Στον τόμο αυτό οι Βίλλι Μπέννινγκ, Κατερίνα Μητραλέξη και Εύη Πετροπούλου έχουν επιμεληθεί την έκδοση των ανακοινώσεων του συμποσίου με θέμα „Das Argument in der Literaturwissenschaft“, που έλαβε χώρα στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 21 και 22 Μαΐου 2005. Το συμπόσιο διοργανώθηκε με αφορμή την ολοκλήρωση του κύκλου εργασιών του Ειδικού Σεμιναρίου (Colloquium) που προσέφερε από το 1990 ανά εξάμηνο ο καθ. Β. Μπέννινγκ και το οποίο στόχευε στη δημιουργία ενός βήματος (φόρουμ) μελέτης, προβληματισμού και ανταλλαγής απόψεων πάνω σε θεωρητικά ζητήματα της σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας και απευθυνόταν σε υποψήφιους διδάκτορες και σε προπτυχιακούς φοιτητές που βρίσκονταν στο στάδιο συγγραφής της (υποχρεωτικής στο Τμήμα μας) διπλωματικής εργασίας. Στο Colloquium συμμετείχαν συστηματικά οι συνάδελφοι ερευνητές του οικείου Τμήματος και ερευνητές άλλων Τμημάτων ελληνικών και ξένων Πανεπιστημίων, εκ περιτροπής, με ανακοινώσεις. Το Colloquium ολοκλήρωσε τις εργασίες του το 2005 ενόψει της ίδρυσης του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος, το οποίο λειτουργεί από το ακαδημαϊκό έτος 2006/2007, με δύο κατευθύνσεις, Γλωσσολογία και Λογοτεχνία. Οι ανακοινώσεις του συμποσίου „Das Argument in der Literaturwissenschaft“ αναζήτησαν απαντήσεις στο βασικό ερώτημα των τρόπων σύνδεσης της θεωρίας/των θεωριών της λογοτεχνίας με την πράξη της ανάλυσης του λογοτεχνικού κειμένου. Εκκινώντας από διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες και διαφορετικά φιλολογικά ή διεπιστημονικά συμφραζόμενα οι συγγραφείς του τόμου διερεύνησαν τον τρόπο επιχειρηματολογίας κατά την εφαρμογή θεωρητικών θέσεων στην ανάλυση λογοτεχνικών έργων, ή πρότειναν νέες ερμηνείες, επιδιώκοντας να καταστήσουν στην παρουσίασή τους διαφανή τη διαδικασία μετασχηματισμού μιας υπόθεσης εργασίας σε επιστημονικά τεκμηριωμένο και διϋποκειμενικά ελέγξιμο ερευνητικό αποτέλεσμα. Ο τόμος συμπεριλαμβάνει δώδεκα άρθρα, τα εξής: Β. Μπέννινγκ, «Η σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας», Κατερίνα Μητραλέξη «Αντικρουόμενες ερμηνείες της κωμωδίας Αμφιτρύων του Χάινριχ φον Κλάιστ», Εύη Πετροπούλου «Η γραφή της μνήμης. Για την περί μνημοσύνης θεωρία του Βάλτερ Μπένγιαμιν», Αναστασία Χουρναζίδου «Το μυθιστόρημα του Μούζιλ Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες ως αυτοποιητικό απόσπασμα», Σοφία Αυγερινού «Λογοτεχνική μορφή και κοινωνική πραγματικότητα στους J. M. R. Lenz, Georg Büchner και Bertolt Brecht», Ευαγγελία Τσιαβού «Το μοντέλο της αντιμεταβίβασης ως γέφυρα μεταξύ κειμένου και ερευνητή», Χρήστος Αστερίου «Ο πλάνης ως σκηνοθέτης; Για τη διασύνδεση ανάμεσα στην περιπλάνηση και στο φιλμ στους Yvan Goll και Walter Benjamin», Αικατερίνη Καρακάση «Ένας αδιόρατος θάνατος ή Το βλέμμα του Άλλου. Ο άνθρωπος με την άμμο του E. T. A. Hoffmann και η θεωρία του βλέμματος του Jean-Paul Sartre», Αγλαΐα Μπλιούμη «Ο πολιτισμός ως κειμενικό μόρφωμα. Προοπτικές μιας πολιτισμικής επιστήμης της λογοτεχνίας», Αναστασία Δασκαρόλη «Ο Jean Paul και ο Αριστοφάνης. Το λογοτεχνικό πρότυπο ως επιχείρημα», Στέφαν Λίντινγκερ «Ο μύθος της Νιόβης στο δράμα της εποχής του Goethe» και Κωνσταντίνος Ιωαννίδης/Ελένη Μουζακίτη «Η επίδραση ως καινοτομία. Φωτογραφία και θεωρία της λογοτεχνίας».  
Mitralexi K. Antiker Mythos und moderne Subjektproblematik in Kleists Lustspiel „Amphitryon“. 2006.Abstract
Στην μελέτη εξετάζεται η σύνδεση του μύθου του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης (από τον κύκλο των μύθων που σχετίζονται με τον Ηρακλή) με τον σύγχρονο προβληματισμό γύρω από τη συγκρότηση της ταυτότητας του υποκειμένου και το ανέφικτο της πραγματικότητας στην κωμωδία του Heinrich von Kleist Amphitryon. Ein Lustspiel nach Molière (1807). Από την εποχή που ο Ρωμαίος ποιητής της κωμωδίας Πλαύτος δημιούργησε με υλικό τον μύθο του Αμφιτρύωνα μια (τραγι)κωμωδία παρεξηγήσεων – ο Δίας επισκέπτεται την Αλκμήνη έχοντας πάρει τη μορφή του συζύγου της Αμφιτρύωνα και συνοδεύεται στην επίγεια ερωτική περιπέτειά του από τον Ερμή, ο οποίος με τη σειρά του εμφανίζεται με τη μορφή του Σωσία, του δούλου του Αμφιτρύωνα – το θέμα δεν έπαψε να εμπνέει τους ποιητές ανά τους αιώνες. Ήδη οι τραγικοί – Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης – είχαν αναφερθεί στο μύθο, αλλά τα έργα τους δεν έχουν διασωθεί. Από την ένωση του Δία και της Αλκμήνης γεννιέται ο Ηρακλής, ο οποίος ανήκει στην κατηγορία των ημίθεων ηρώων και σωτήρων της ανθρωπότητας, μοτίβο που υπάρχει σε πολλές μυθολογίες και θρησκευτικά συστήματα (π. χ. ινδική, αιγυπτιακή, ελληνική, χριστιανική μυθολογία). Η αιτία για τη συνεχή αναφορά, ενεργοποίηση και μετάλλαξη του μύθου αυτού από την εποχή του Ησίοδου και του Ομήρου μέχρι σήμερα στη λογοτεχνία, πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο γεγονός ότι συνδυάζει τον προβληματισμό γύρω από την θεία πρόνοια, ή έστω την θεϊκή παρέμβαση στα ανθρώπινα πράγματα, με το βασικό ερώτημα για το τι συγκροτεί ταυτότητα και τι εν τέλει διασφαλίζει την πρόσβαση στη όποια πραγματικότητα. Στον Μολιέρο, στην τρίπρακτη κωμωδία του οποίου με τον τίτλο Αμφιτρύων (1668) βασίζεται η εκδοχή του Heinrich von Kleist, το θέμα της γέννησης του Ηρακλή είναι δευτερεύον, το ίδιο και η θεϊκή ιδιότητα του νυκτερινού επισκέπτη της Αλκμήνης. Ο Μολιέρος αναπτύσσει τη δράση  γύρω από το καίριο ερώτημα «Ποιος είμαι;» που τίθεται με διάφορους τρόπους στο κείμενο: βασανιστικά στην Αλκμήνη, η οποία καλείται από τον Δία/Αμφιτρύωνα μετά την ερωτική νύχτα να διαχωρίσει ανάμεσα σε σύζυγο και εραστή, κωμικά από τον Σωσία στον Ερμή/Σωσία, κωμικοτραγικά από τον Αμφιτρύωνα προς όλους. Το θέμα των προϋποθέσεων και της δυσκολίας της αναγνώρισης της ταυτότητας κυριαρχεί, ενώ η έμφαση στην κοινωνική διάσταση και η προβολή στο κοινό του Μολιέρου, που είναι η αυλή του βασιλιά Λουδοβίκου XIV, είναι εμφανείς. Ο Δίας αποκαθιστά στο τέλος την αλήθεια και διαλύει τις παρεξηγήσεις με την άνεση του απόλυτου άρχοντα. Ο Heinrich von Kleist γράφει ένα νέο κείμενο πάνω στα χνάρια του κειμένου του Μολιέρου ως να επρόκειτο για ένα παλίμψηστο. Η ιδιομορφία του νέου κειμένου έγκειται στην ταυτόχρονη εγγύτητα προς και απομάκρυνση από το πρότυπο, αφού ο Kleist διατηρεί σε κάποια σημεία σχεδόν ατόφιο το μεταφρασμένο κείμενο της κωμωδίας του Μολιέρου, για να το αλλάξει σε άλλα πλήρως, ενώ προσθέτει νέες σκηνές που μετατοπίζουν αποφασιστικά το κέντρο βάρους προς την πλευρά της Αλκμήνης, η οποία είναι πλέον το κεντρικό πρόσωπο στην επίσης τρίπρακτη κωμωδία του Kleist, κωμωδία με τραγικές όμως προεκτάσεις. Ο Δίας λειτουργεί μεν στο τέλος ως από μηχανής θεός, εμπλέκεται όμως ως πρόσωπο του δράματος και αυτός στην διαρκή επιθυμία και διαρκή αποτυχία αναγνώρισης από τον άλλο, και δεν είναι εν τέλει σε θέση να επιφέρει την αρμονία και αποκατάσταση της τάξης που υπαγορεύει το μυθικό υλικό και το είδος της κωμωδίας. Στην μελέτη διερευνάται ο τρόπος με τον οποίο το κείμενο του Kleist αναφέρεται τόσο στο έργο του Μολιέρου και στο λογοτεχνικό είδος της κωμωδίας – προσεγγίζοντας έτσι την ποιητική του συγγραφέα, που ποτέ δεν διατυπώθηκε συστηματικά, αλλά ανιχνεύεται στα λίγα δοκιμιακά του κείμενα, στις επιστολές του και στη διακειμενικότητα των έργων του – όσο και στον μύθο που αφηγείται. Διότι τα πρόσωπα στον Kleist είναι έρμαια μυθικών συγκρούσεων όχι επειδή κυβερνούν ακόμα οι θεοί, αλλά επειδή η εσωτερική και η εξωτερική πραγματικότητα παρουσιάζονται ως αινιγματικά, απροσπέλαστα και ανερμήνευτα πεδία, ενώ η γλώσσα αδυνατεί να εκφράσει την εμπειρία του υποκειμένου. Η τέχνη και ο μύθος όμως, ως συστήματα σημείων, είναι σε θέση να  καταδείξουν και να καλύψουν συνάμα το κενό, την απουσία νοήματος, παρουσιάζοντας πως αυτό συγκροτείται. Στην εισαγωγή της μονογραφίας γίνεται αναφορά στην ιστορία πρόσληψης του κειμένου του Kleist, που στην εποχή του έγινε δεκτό με έκδηλη αμηχανία και δυσκολία κατανόησης, αφού δεν ήταν δυνατή η περιγραφή και ένταξή του σε κάτι γνωστό, όπως: η αναφορά στην αρχαιότητα με τους όρους του κλασικισμού (Goethe) ή ακόμα το ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας και η απόλυτη κυριαρχία ενός παντοδύναμου Εγώ επί του χάους με τους όρους του ρομαντισμού (Tieck), ή η σύνδεση των θρησκειών (αρχαιότητα, χριστιανισμός) στην οπτική του φίλου του Kleist Adam Müller, ο οποίος και επιμελήθηκε την πρώτη έκδοση της κωμωδίας το 1807, απόντος του συγγραφέως, που ήταν τότε αιχμάλωτος πολέμου σε γαλλική φυλακή. Η πρώτη παρουσίαση του έργου στο θέατρο γίνεται μόλις το 1899 στο Βερολίνο – η νεωτερικότητα του έργου του Kleist είναι ούτως ή άλλως ανακάλυψη του 20ού αιώνα. Εξίσου αντιφατικές και αντικρουόμενες είναι ωστόσο και οι νεότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, οι τάσεις των οποίων παρουσιάζονται στο δεύτερο μέρος της εισαγωγής. Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται η εσωτερική βιογραφία του Kleist και η στροφή του προς τον λογοτεχνικό και μυθικό τρόπο έκφρασης, η θέση του Αμφιτρύωνα εν μέσω του συνολικού έργου του συγγραφέα, η διαχρονικότητα του συγκεκριμένου μύθου, οι όροι της κωμωδίας κατά την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα και η σχέση με το έργο του Μολιέρου. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύεται η σχέση των κωμικών σκηνών του κειμένου – μεταξύ των Ερμή/Σωσία, Σωσία και Χάριτος, της συζύγου του Σωσία – προς τις λιγότερο κωμικές ή και τραγικές σκηνές – μεταξύ των Δία/Αμφιτρύωνα, Αμφιτρύωνα και Αλκμήνης – και αναδεικνύεται η ερμηνευτική λειτουργία τους. Επίσης σχολιάζεται ο τρόπος με τον οποίο οι κωμικοί χαρακτήρες δεν επηρεάζονται από την κρίση ταυτότητας που καταλαμβάνει τα άλλα πρόσωπα του δράματος και τον οποίο ο Kleist έμμεσα συνδέει με τον προβληματισμό που αναπτύσσει στο δοκίμιό του Über das Marionettentheater. Και οι θεοί συγκαταλέγονται στους κωμικούς ήρωες, με τρόπο που – σε συνδυασμό τις άλλες αλλαγές που έχει επιφέρει ο Kleist στα πρόσωπα αυτά σε σχέση με το έργο του Μολιέρου – παραπέμπει στη γενικότερη τάση «αποδυνάμωσης» του μεγάλου και αδιαμφισβήτητου «Εγώ», η οποία διατρέχει το κείμενο. Στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρείται μια ανάγνωση της ιστορίας του τραγικού ήρωα Αμφιτρύωνα ως υποδειγματική πορεία ενηλικίωσης, όπως την περιέγραψε ο Λακάν: ο Αμφιτρύων εμφανίζεται αρχικά εγκλωβισμένος στην επαναλαμβανόμενη ναρκισσιστική απαίτηση αναγνώρισης του φαντασιακού του «Εγώ» από την οποία απελευθερώνεται μόνο μετά από επίπονη διαδικασία αμφισβήτησης και την αποδοχή εν τέλει του νόμου, που εδώ υπαγορεύει ο Δίας. Ο Δίας δεν είναι όμως παρά μια μεταφορά για την επιθυμία της Αλκμήνης. Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται η σχέση Δία – Αλκμήνης που για την Αλκμήνη είναι όμως πάντα η σχέση Αμφιτρύωνα – Αλκμήνης. Οι σχέσεις δεν είναι δυαδικές αλλά τριαδικές και καθίσταται εμφανές ότι η ταυτότητα δεν υφίσταται παρά μόνον ως η αναίρεσή της, ενώ η πρόσβαση στην πραγματικότητα μοιάζει ανέφικτη, εφόσον η αντιστοιχία μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου έχει διαταραχθεί. Ο τρόπος του μύθου – τρόμος, έκφραση της πλήρους υποταγής σε δαιμονικές δυνάμεις και συνάμα ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας, αισθητική μεταμόρφωση (Βlumenberg) – επιτρέπει την διατύπωση αυτού του προβληματισμού γύρω από την ταυτότητα και το υποκείμενο, ενώ η κωμωδία, το παιχνίδι ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, και η διαφορετική προσέγγιση της πραγματικότητας εκ μέρους των κωμικών μορφών είναι τρόποι που αποκαλύπτουν τον πλασματικό χαρακτήρα της ενότητας σημαίνοντος και σημαινόμενου και κατ΄ επέκταση της πραγματικότητας γύρω από το είναι και τον κόσμο.
Mitralexi K. Kontroverse Interpretationen zu Kleists "Amphitryon. Ein Lustspiel nach Molière". In: Das Argument in der Literaturwissenschaft. Ein germanistisches Symposion in Athen (Hg. Willi Benning, Katherina Mitralexi und Evi Petropoulou). Oberhausen: ATHENA-Verlag; 2006. pp. 44-65.Abstract
Πρόκειται για το κείμενο της ανακοίνωσης στο συμπόσιο με θέμα «Das Argument in der Literaturwissenschaft» (Αθήνα, 21-22 Μαϊου 2005), στην οποία έγινε προσπάθεια να αντιπαρατεθούν αναλύσεις της κωμωδίας του Heinrich von Kleist Amphitryon. Ein Lustspiel nach Molière [Αμφιτρύων. Μια κωμωδία κατά τον Μολιέρο] (1807), αντιπροσωπευτικές διαφορετικών σχολών ερμηνείας του λογοτεχνικού κειμένου. Η σφοδρή αντιπαράθεση γύρω από την περιγραφή και αξιολόγηση του κειμένου του Kleist ξεκινά ήδη με τη δημοσίευσή του, αφού στις αρχές του 19ου αιώνα ένα δραματικό έργο με θέμα μυθολογικό κρίνεται με βάση τις αισθητικές θεωρίες του γερμανικού κλασικισμού γύρω από την αρχαιότητα και τη νεωτερικότητα. Έτσι ο Goethe εκφράζεται αρνητικά για το έργο του Kleist, επειδή θεωρεί ατυχή τη σύνδεση αρχαιότητας (αφελής Σωσίας) και νεωτερικότητας (συναισθηματικός Δίας) που το χαρακτηρίζει. Ο Goethe ενστερνίζεται πάντως την άποψη του επιμελητή της πρώτης έκδοσης, Adam Müller, περί της σύνδεσης του αρχαίου μύθου – που αναφέρεται στη γέννηση του Ηρακλή – με τον χριστιανικό, εκφράζοντας ταυτόχρονα ενστάσεις για τη διαμόρφωση της τελικής σκηνής, όπου ο Δίας επιφέρει τη λύση του δράματος ως από μηχανής θεός αρχαίου δράματος. Για τον διορατικό κριτικό Goethe ο σύγχρονος τρόπος που χειρίζεται ο Kleist το μυθικό θέμα οδηγεί σε μια εντελώς ιδιόμορφη σύνθεση όπου κυριαρχεί το παράδοξο, η σύγχυση του συναισθήματος, η απορία του αναγνώστη. Σύμφωνα με τον  ρομαντικό Ludwig Tieck η σύγκριση με το πρότυπο, με την ανάλαφρη και πνευματώδη κωμωδία του Μολιέρου Αμφιτρύων (1668), αποβαίνει εις βάρος του έργου του Γερμανού συγγραφέα, αφού αυτός προσέδωσε στο θέμα μυστηριακό βάθος και ανάρμοστη τραγικότητα, για την οποία κυρίως ευθύνεται ο «εντελώς ανεξήγητος έρωτας» του Δία (Tieck). Η εμφανής αντίφαση του τέλους του δράματος προβληματίζει τους κριτικούς: όλα εξηγούνται μεν και όλες οι παρεξηγήσεις διαλύονται, αλλά η αποκατάσταση της τάξης δεν είναι πειστική, εφόσον οι άνθρωποι (Αμφιτρύων, Αλκμήνη) συμπεριφέρονται στο τέλος ως δυστυχή έρμαια της θεϊκής βούλησης. Έτσι, η φευγαλέα υπόσχεση του Δία λίγο πριν την ανάληψή του, για την επικείμενη έλευση του Ηρακλή, αξιολογείται ως η ευτυχής λύση του δράματος, αντίληψη ιδιαίτερα ανθεκτική στο χρόνο, εφόσον επανέρχεται σε πολλές διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις του κειμένου μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.Η μορφή του Δία και η αναφορά του στην επικείμενη γέννηση του σωτήρα της ανθρωπότητας Ηρακλή, ως ανταμοιβή του Αμφιτρύωνα και έκφραση της θεϊκής ευαρέσκειας, βρίσκονται στο επίκεντρο των ερμηνευτικών προσεγγίσεων των εκπροσώπων της Ερμηνευτικής Peter Szondi (1961 και 1964), Hans Robert Jauss (1979 και 1981) και Karlheinz Stierle (1979 και 1997). Παρά τις διαφοροποιήσεις τους στα επιμέρους θέματα που θίγουν, οι απόψεις τους συγκλίνουν στην αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος που διέπει και οργανώνει το έργο και στην ανάδειξη του οποίου αυτό στοχεύει. Για τον Szondi η μορφή του Ηρακλή συμβολίζει την ενότητα θεού και ανθρώπου που δεν επιτεύχθηκε μεν στο δράμα, αλλά θα συμβεί στο μέλλον και θα σημάνει την υπέρβαση της τραγικότητας που χαρακτηρίζει τα κεντρικά πρόσωπα του έργου κατά την αναζήτηση και υπεράσπιση της ταυτότητάς τους, και κυρίως την Αλκμήνη, την οποία αναγνωρίζει ο Szondi ως την κεντρική μορφή της δράσης. Άρα ο Kleist προσδίδει στο θέμα εκ νέου τις μυθικές του διαστάσεις, που ο Μολιέρος είχε απομονώσει προς όφελος της αφήγησης ενός επίγειου και χαρίεντος κοινωνικού συμβάντος. Ο Szondi επισημαίνει ταυτόχρονα τον ιδιόμορφο τρόπο με τον οποίο ο Kleist προσλαμβάνει και παραλλάσσει το κείμενο του Μολιέρου, μένοντας σε μεγάλο βαθμό πιστός σε αυτό, ως να επρόκειτο για μετάφρασή του, και υποδεικνύει την ανάγκη περαιτέρω έρευνας επί του θέματος, κάτι που θα συμβεί αργότερα στα πλαίσια της Διακειμενικότητας (Fjordevik 2004) με ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την ποιητική του Kleist γενικότερα. Για τον Hans Robert Jauss το κείμενο του Kleist αποτελεί απάντηση στις αναζητήσεις  της εποχής γύρω από το θέμα της συγκρότησης ταυτότητας, όπως τις διατύπωσε ο Hegel. Έτσι είναι η δυαδική, διυποκειμενική σχέση η βάση για τη συγκρότηση ταυτότητας και όχι η αυτοσυνείδηση, ενώ ο Δίας είναι η αρχή που θέτει την αυτοσυνείδηση υπό αμφισβήτηση και ωθεί στην διερεύνηση της ταυτότητας μέσω της διυποκειμενικότητας, αλλά εμπλέκεται τελικά και ο ίδιος σ’ αυτήν την αμφισβήτηση. Ο Jauss δεν εκλαμβάνει ως εκ τούτου την αναφορά στην έλευση του Ηρακλή ως αρμονική λύση του δράματος, οι άνθρωποι συνεχίζουν να βιώνουν την διάσπαση της ταυτότητάς τους και η θεϊκή παρέμβαση δεν σημαίνει την υπόσχεση μελλοντικής ευτυχίας, αλλά είναι το έναυσμα για τη διαδικασία συγκρότησης ταυτότητας. Για τον Karlheinz Stierle ο Δίας είναι το απόλυτο, αδιαμφισβήτητο και αδιάσπαστο Εγώ που επιζητεί το Εμείς, φθάνοντας έτσι στα όρια των δυνατοτήτων του, και ο Ηρακλής η μορφή που παραπέμπει στη μελλοντική αρμονία και εξάλειψη των αντιθέσεων, εδώ ο Stierle συμφωνεί με τον Szondi. Οι δοκιμασίες, στις οποίες υποβάλλονται τα πρόσωπα του δράματος, είναι αντιπροσωπευτικές για τη θεματική που γενικά χαρακτηρίζει τα έργα του Kleist, δηλαδή την προβληματική σχέση μεταξύ συνείδησης και πραγματικότητας, που όμως εδώ, στην κωμωδία, σύμφωνα με τον Stierle έχουν αίσιο τέλος. Η αναφορά του Stierle στο είδος της κωμωδίας γίνεται στα πλαίσια της υπεράσπισης της ερμηνευτικής του προσέγγισης, που προτείνει για το δράμα μια μεταφυσική διάσταση και ένα υπερβατικό τέλος, έναντι νεότερων μεταδομιστικών και ψυχαναλυτικών ερμηνειών (Λακάν), σύμφωνα με τις οποίες το κείμενο ουδόλως αναπαριστά την πορεία προς μιαν επιτυχή συγκρότηση του υποκειμένου αλλά αντίθετα παρουσιάζει το φευγαλέο και εν τέλει ανέφικτο μιας τέτοιας προσπάθειας.
Mitralexi K. Weibliche Autoren der griechischen Romantik. In: Ungleichzeitigkeiten der europäischen Romantik (Hg. Alexander von Bormann). Würzburg: Königshausen & Neumann; 2006. pp. 109-133.Abstract
Πρόκειται για το επεξεργασμένο κείμενο ανακοίνωσης στο Διεθνές Συνέδριο της Stiftung für Romantikforschung τον Οκτώβριο του 2003 (Ungleichzeitigkeiten der europäischen Romantik / Ασυγχρονίες του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού) , στην οποία τίθεται και διερευνάται το ερώτημα κατά πόσον το κίνημα του Ρομαντισμού έδωσε ώθηση στη λογοτεχνική έκφραση των γυναικών συγγραφέων στην Ελλάδα όπως συνέβη σε αντίστοιχες συνθήκες στις άλλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες και ιδιαίτερα στον Γερμανικό Ρομαντισμό. Όμως στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ο Ρομαντισμός δεν εκδηλώθηκε με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια χρονική συγκυρία όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ η παρουσία των γυναικών συγγραφέων στον λογοτεχνικό κανόνα ουσιαστικά τεκμηριώνεται μόνο μετά το 1930. Εν τούτοις είναι δυνατόν να εντοπισθούν και να μελετηθούν αξιόλογα κείμενα γυναικών που αρθρώνουν το δικό τους λόγο εν μέσω των ραγδαίων εξελίξεων κατά τη διαδικασία προετοιμασίας, ίδρυσης και εδραίωσης του νέου Ελληνικού κράτους, που συμπίπτουν μεν στα πρώτα στάδια χρονικά με την αποκορύφωση του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, αλλά οδηγούν στην εκδήλωση του Ελληνικού Ρομαντισμού όταν στην Ευρώπη ο Ρομαντισμός αποτελεί ήδη παρελθόν. Γίνεται κατ΄ αρχήν αναφορά στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα και στο γεγονός ότι ο ελληνικός χώρος του πνεύματος και του πολιτισμού είναι κατά πολύ μεγαλύτερος του γεωγραφικού: αναφέρονται τα δύο κυριότερα πνευματικά κέντρα του Ελληνισμού, τα Επτάνησα και το Φανάρι, η σημαντική πολιτιστική δραστηριότητα των Ελλήνων της διασποράς, όπως και η σταδιακή ανάδυση μετά το 1834 του νέου πνευματικού κέντρου, της Αθήνας, όπου η λογοτεχνία καλείται να υπακούσει σε συγκεκριμένες προγραμματικές επιταγές και να συμβάλει στην σφυρηλάτηση μιας νέας εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας. Στο πλαίσιο αυτό γυναικείος λόγος μοιάζει να μην υφίσταται. Στις ελληνικές ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας,  στα κεφάλαια για το χρονικό διάστημα του Ελληνικού Ρομαντισμού (1830-1880), αναφέρονται μόνον η Ευανθία Καϊρη (1799-1866) και η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832), των οποίων το έργο έχει τύχει αναγνώρισης από τη λογοτεχνική κριτική και στις οποίες γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στο παρόν άρθρο. Στο δεύτερο μέρος του άρθρου και με βάση νεότερες έρευνες για την ύπαρξη και το ρόλο των λογίων γυναικών στην προεπαναστατική και την επαναστατική Ελλάδα (Δημαράς, Κιτρομηλίδης, Ντενίση, Πούχνερ, Στιβανάκη) παρουσιάζονται οι γυναίκες εκπρόσωποι του Διαφωτισμού και το μεταφραστικό, δοκιμιακό ή λογοτεχνικό έργο τους: όπως η πριγκίπισσα Ραλλού Σούτσου, η Αικατερίνη Σούτσου-Βαλέτα και η Μητιώ Σακελλαρίου, οι οποίες κυρίως μεταφράζουν, προτείνοντας με τις επιλογές τους (εγχειρίδια με παιδαγωγικό προσανατολισμό και συμβουλές για την ορθή μόρφωση των γυναικών, ηθικά μυθιστορήματα) πρότυπα γυναικείου ήθους και κοινωνικής συνείδησης στο πνεύμα του Διαφωτισμού. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες αυτές που δημοσιεύουν τις μεταφράσεις τους  και συμμετέχουν έτσι στο δημόσιο λόγο, προέρχονται από τις οικογένειες εκείνες από τις οποίες προήλθαν και οι πρώτοι εκπρόσωποι του Ρομαντισμού στην Ελλάδα: οι αδελφοί Σούτσοι, Αλέξανδρος και Παναγιώτης, και ο Γεώργιος Σακελλάριος, ο εισηγητής της ποίησης του Γιουνγκ και της οσσιανικής ποίησης στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη συνέχεια στο πατριωτικό-επαναστατικό δράμα Νικήρατος (1826) της αδελφής του Θεόφιλου Καϊρη, Ευανθίας, το οποίο γράφεται μεσούσης της Επαναστάσεως και χαρακτηρίζεται από έκρηξη συναισθημάτων και τρόπο γραφής που θα μπορούσε να θεωρηθεί ρομαντικός, ενώ αξιοσημείωτο είναι επίσης το δοκιμιακό και μεταφραστικό έργο της Ευανθίας Καϊρη. Στο τρίτο μέρος του άρθρου παρουσιάζεται εκτενώς η προσωπικότητα και το συγγραφικό έργο της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, ιδιαίτερα η Αυτοβιογραφία της, η οποία αποτελεί και ως πρώιμο δείγμα γυναικείας γραφής και ως αυτοβιογραφία κείμενο πρωτοποριακό. Η αυτοβιογραφία είναι – σε αντίθεση με το μυθιστόρημα – αρχικά «ανδρικό» είδος κειμένου: στην Ελλάδα του 19ου αιώνα  τα πρώτα αυτοβιογραφικά κείμενα είναι τα απομνημονεύματα των αγωνιστών της Επανάστασης. Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου αυτοβιογραφείται αναφερόμενη με επικριτικό τρόπο στην προδιαγεγραμμένη μοίρα της ως γυναίκα της αριστοκρατίας της Ζακύνθου, περιορισμένη στο σπίτι και στα δεσμά ενός ανεπιθύμητου γάμου, αυτό όμως που κυρίως την απασχολεί είναι η πνευματική της καλλιέργεια και η συγγραφή των έργων της. Γράφοντας δεν απευθύνεται σε ένα αποκλειστικά γυναικείο κοινό, όπως οι γυναίκες συγγραφείς της εποχής του Διαφωτισμού, ούτε στοχεύει στην διαπαιδαγώγηση του κοινού της. Η γραφή της χαρακτηρίζεται από υψηλή ευαισθησία, υποκειμενικότητα, αμεσότητα και λυρισμό και οδήγησε στον χαρακτηρισμό της Αυτοβιογραφίας ως κείμενο ρομαντικό ή προρομαντικό. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του άρθρου σκιαγραφείται και αξιολογείται η παρουσία των γυναικών συγγραφέων στα ελληνικά γράμματα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα: Πηνελόπη Δέλτα, Καλλιρρόη Παρρέν, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, Μαρία Πολυδούρη. Ο ταραχώδης, ανεξάρτητος βίος της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη, η αντίθεσή της προς τους αστικούς περιορισμούς, η ανάγκη της να εκφρασθεί λογοτεχνικά και η λυρική της παραγωγή σε μια εποχή όπου οι γυναίκες συγγραφείς δοκιμάζονται κυρίως στον πεζό λόγο, την καθιστούν την πρώτη (νέο)ρομαντική ποιήτρια της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
mitralexi_2006_weibliche_autoren_der_griechischen_romantik.pdf
2001
Mitralexi K. Die Dichtung der Ionischen Inseln. In: Geschichte der neugriechischen Literatur. Frankfurt a. M.: Suhrkamp; 2001. pp. 48-60.Abstract
Το άρθρο εντάσσεται στη θεώρηση της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που συνέταξε και κατά κύριο λόγο συνέγραψε η κ. Εύη Πετροπούλου (συμπεριλαμβάνονται κείμενα των: Στυλιανός Αλεξίου, Αναστασία Αντωνοπούλου, Willi Benning, Klaus Betzen, Δημήτρης Δημηρούλης και Κατερίνα Μητραλέξη). Tο βιβλίο συντάχθηκε εξαρχής με γνώμονα το γερμανόφωνο αναγνωστικό κοινό και παρουσιάζει σε δώδεκα ενότητες σημαντικούς συγγραφείς και ρεύματα της νεότερης νεοελληνικής λογοτεχνίας από τις αρχές του 19ου έως τον 20ό αιώνα (δεκαετία του 70) με έμφαση στη συγκριτολογική διάσταση της κριτικής. Αναδεικνύονται ιδιαίτερα οι σχέσεις της ελληνικής με τη γερμανική γραμματεία όπου αυτές υπάρχουν. Το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρεται στην Επτανησιακή Σχολή και αποτελεί υποκεφάλαιο της τρίτης ενότητας που είναι αφιερωμένη στον Ελληνικό Ρομαντισμό. Σε αυτό γίνεται αρχικά αναφορά στις ιδιαίτερες κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές συνθήκες που επικρατούν στα Ιόνια Νησιά κατά το19ο αιώνα και που τα καθιστούν πύλη και δίοδο προς τη Δύση του ελληνικού πνευματικού χώρου. Ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός βρίσκει εδώ πολύ μεγαλύτερη απήχηση και γόνιμο έδαφος αναφοράς απ΄ ότι στον ρομαντισμό της Αθηναϊκής Σχολής, ενώ η έντονη μεταφραστική δραστηριότητα των Επτανησίων συμβάλλει στην αδιάλειπτη επαφή με τις πνευματικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο στοχασμός γύρω από τη συνέχεια και την εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν υπακούει σε συγκεκριμένες προγραμματικές δεσμεύσεις και αναπτύσσεται στο χώρο του δοκιμίου και της φιλολογικής κριτικής, ενώ το λογοτεχνικό είδος που κυρίως καλλιεργείται είναι η λυρική ποίηση και πολύ λιγότερο η δραματική ή ο πεζός λόγος. Το άρθρο στοχεύει στην ανάδειξη αυτής της πολυσχιδούς πνευματικής δραστηριότητας των Επτανησίων λογίων και ποιητών και παρουσιάζει σε σύντομες κριτικές θεωρήσεις το έργο του Αντωνίου Μάτεση, του Γεωργίου Τερτσέτη, του Ανδρέα Λασκαράτου, του Ιουλίου Τυπάλδου, του Σπυρίδωνα Ζαμπελίου, του Ιάκωβου Πολυλά, του Γεωργίου Καλοσγούρου, του Γεράσιμου Μαρκορά και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
mitralexi_2001_die_dichtung_der_ionischen_inseln.pdf
1999
Μητραλέξη Κατερίνα. Η Κασσάνδρα της Κρίστα Βολφ. Η εμπειρία του Ψυχρού Πολέμου σε μια σύγχρονη προσέγγιση του αρχαίου μύθου. Καθημερινή ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ. Αφιέρωμα: Βερολίνο και Ελληνική Αρχαιότητα. 7 Μαρτίου 1999, σ. 31. 1999.
1995
Mitralexi K. Schillers „Kabale und Liebe“ und Antonios Matesis’ „O Vassilikos“. In: „Lern im Leben die Kunst …“ Festschrift für Klaus Betzen. Hrsg. von Willi Benning. Αθήνα: Παρουσία Παράρτημα 33: Τιμητικοί Τόμοι. Τόμος 1; 1995. pp. 463-478.Abstract
Στο άρθρο αυτό εξετάζονται οι προϋποθέσεις πρόσληψης του αστικού δράματος του Σίλλερ Έρως και Ραδιουργία (1784) από τον Αντώνιο Μάτεση για το θεατρικό έργο του Ο Βασιλικός (1829/30). Η θέση περί της συγγένειας των δύο δραμάτων διατυπώθηκε με έμφαση κυρίως από τον θεατρολόγο Γιάννη Σιδέρη σε πολλές δημοσιεύσεις (1951-1964) και η επίδραση που άσκησε ο Σίλλερ στον Μάτεση θεωρείται έκτοτε δεδομένη (βλ. Γ. Βελουδής Germanograecia 1983,  196 κ. ε.). Μετά τη διερεύνηση των δυνατοτήτων επαφής που είχε ο Μάτεσης με την γερμανική λογοτεχνία και το έργο του Σίλλερ ειδικότερα, διατυπώνεται στο άρθρο η άποψη πως η θέση περί της άμεσης συγγένειας των δύο έργων πρέπει να αναθεωρηθεί στη βάση ενός ευρύτερου πλαισίου επαφής του Μάτεση με την σύγχρονή του ευρωπαϊκή λογοτεχνία (βλ. και Σπάθης 1989).
mitralexi_1995_schiller_matesis.pdf
Μητραλέξη Κατερίνα. Ανάμνηση, αφήγηση και επεξεργασία του μύθου στο διήγημα της Christa Wolf "Κασσάνδρα". 1995.Abstract
Σκοπός της μελέτης αυτής είναι η διερεύνηση της λειτουργίας του μυθικού υλικού για την Ανατολικογερμανίδα συγγραφέα Christa Wolf, της οποίας το διήγημα Κασσάνδρα δημοσιεύθηκε το 1983 ταυτόχρονα με τον συνοδευτικό τόμο Προϋποθέσεις για μια αφήγηση: Κασσάνδρα. Οι Προϋποθέσεις περιλαμβάνουν τις σχετικές με το θέμα του διηγήματος διαλέξεις της συγγραφέως στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων «Περί Ποιητικής» του Πανεπιστημίου αυτού. Στο πρώτο μέρος της εργασίας ανιχνεύονται και διερευνώνται οι πηγές  της συγγραφέως, που είναι κατά κύριο λόγο η τραγωδία Αγαμέμνων από την τριλογία Ορέστεια του Αισχύλου και η συλλογή μύθων του Robert von Ranke-Graves με τίτλο Ελληνική Μυθολογία. Καθοριστική για την τελική μορφή του διηγήματος είναι η θέαση της προϊστορικής αρχαιότητας εκ μέρους της Wolf, η οποία τροφοδοτείται από τις απόψεις των Bachofen, Thomson και Ranke-Graves για τα μητριαρχικά στάδια των κοινωνιών, όπως και από τον φεμινιστικό λόγο. Στο πλαίσιο του τελευταίου ο μινωϊκός πολιτισμός ισοδυναμεί με επιβεβαίωση των θεωριών του για τον διαφορετικό και θετικό χαρακτήρα των κοινωνιών στις οποίες δεν παρατηρείται παραγκώνιση του γυναικείου στοιχείου. Η εικόνα που έχει σχηματίσει η Christa Wolf για την μινωϊκή Κρήτη θα οδηγήσει στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η Τροία του διηγήματος. Στο δεύτερο μέρος της μελέτης παρατίθεται διεξοδική ανάλυση του διηγήματος Κασσάνδρα, η οποία επικεντρώνεται στους εξής τομείς: Στο πρώτο κεφάλαιο αξιολογείται η σημασία που αποκτούν για την Christa Wolf η μαντική και η ιερατική ιδιότητα της Κασσάνδρας. Με αναφορές σε προηγούμενα έργα και δοκίμια της συγγραφέως τεκμηριώνεται η άποψη πως η μορφή της Κασσάνδρας λειτουργεί ως μεταφορά για τον διανοούμενο-καλλιτέχνη, και πως η σύγκρουση της Κασσάνδρας με το περιβάλλον της αποτελεί σχόλιο για την ευθύνη του διανοούμενου σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες. Ο ρόλος της προφητείας της Κασσάνδρας είναι να διατυπώσει μελλοντικές προοπτικές που να βασίζονται σε ειλικρινή – και όχι ιδεολογική – τοποθέτηση απέναντι στα δεδομένα. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η επώδυνη προσπάθεια της Κασσάνδρας να προσεγγίσει ένα δικό της, αυθεντικό λόγο και να αρθρώσει τη δική της ‘φωνή’. Τα στάδια της διαδικασίας αυτής σημαίνουν ταυτόχρονα και τη διαδοχική αναζήτηση, απόρριψη και τελική συγκρότηση της ταυτότητας της Κασσάνδρας πάντα σε αντιδιαστολή με το κοινωνικό της περιβάλλον. Η άποψη πως η Christa Wolf αντιμετωπίζει την Κασσάνδρα ως πρόδρομο ενός διανοούμενου-ποιητή επιβεβαιώνεται μετά την διερεύνηση της βαρύνουσας σημασίας που έχει ο λόγος ως προϋπόθεση συγκρότησης ταυτότητας για την Κασσάνδρα. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζονται τα στοιχεία και η λειτουργία της εναλλακτικής κοινωνικής ομάδας, στην οποία θα ενταχθεί η Κασσάνδρα μετά την απόρριψη εκ μέρους της της κοινωνίας της Τροίας. Γίνεται σαφές πως η Wolf συμμετέχει με την αντιδιαστολή αυτή: πόλη – φύση, ολοένα ‘λειτουργικότερη’, αλλά μονόπλευρη, αυτοκαταστροφική και ‘κλειστή’ κοινωνία – ‘ανοικτή’, πολύμορφη και ‘θετική’ κοινωνία, στην συζήτηση για τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού (Horkheimer – Adorno) σε συνάρτηση με τον φεμινιστικό λόγο. Αλλά διαπιστώνεται η αδυναμία να διατυπωθεί μια πρόταση που να έχει βιωσιμότητα. Η εναλλακτική κοινωνία είναι στον ορίζοντα του έργου απαραίτητη για την τελική συγκρότηση ταυτότητας της Κασσάνδρας, αλλά τόσο η μάντισσα όσο και η κοινωνία αυτή αφανίζονται τελικά. Το τέταρτο κεφάλαιο τέλος αναφέρεται στην σημασία που αποδίδει η Wolf στις λειτουργίες της ανάμνησης και της αφήγησης για την ανθρώπινη, ποιητική και κοινωνική υπόσταση. Καταρχάς επισημαίνεται το γεγονός ότι στην Κασσάνδρα η συγγραφέας μοιάζει να ξεπερνά την δυσκολία να αρθρώσει ένα «εγώ» στο λογοτεχνικό έργο, κάτι που είναι χαρακτηριστικό για τα προηγούμενα έργα της – με εξαίρεση ίσως τα σύντομα διηγήματα (η Κασσάνδρα χαρακτηρίζεται μεν ‘διήγημα’ αλλά έχει την έκταση ενός μικρού μυθιστορήματος). Στην διαδικασία της ανάμνησης, που δεν ορίζει μόνο την Κασσάνδρα αλλά το σύνολο σχεδόν των έργων της, η Wolf αναγνωρίζει ουσιαστική σημασία για την προσέγγιση της γνώσης γύρω από τον εαυτό και τις συνθήκες. Η μνήμη και η επεξεργασία της αποτελούν για την Wolf εγγυήσεις για το μέλλον. Η δε αφήγηση διαφυλάττει την ανάμνηση και επιτελεί έτσι σημαντικό έργο. Οι προβληματισμοί αυτοί διατρέχουν τον λογοτεχνικό και δοκιμιακό λόγο της Wolf ιδίως από το τέλος της δεκαετίας του ’60 και μετά, όταν η συγγραφέας αρχίζει να διατυπώνει προσωπικές θέσεις σε αντιδιαστολή προς τις επιταγές της επίσημης πολιτείας της Ανατολικής Γερμανίας σχετικά με την λογοτεχνία. Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 ο φεμινιστικός λόγος επηρεάζει τις τοποθετήσεις της Christa Wolf. Η αναζήτησή της στρέφεται προς ένα λογοτεχνικό λόγο που η ίδια ονομάζει «γυναικεία γραφή» (weibliches Schreiben).  Το θέμα της ανάμνησης περιλαμβάνει πλέον και την μνήμη της λογοτεχνίας συνολικά, δηλαδή το σύνολο της λογοτεχνικής παράδοσης στον ευρωπαϊκό χώρο. Στο σημείο αυτό η Wolf διατυπώνει μομφή εναντίον  αυτής της λογοτεχνίας ως μη δυνάμενης να αποδώσει τις αυθεντικές εμπειρίες του υποκειμένου. Οι προβληματισμοί αυτοί αναπτύσσονται θεωρητικά στις Προϋποθέσεις για μια αφήγηση: Κασσάνδρα. Η μελέτη τελειώνει με την προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα, κατά πόσον το διήγημα Κασσάνδρα ως αφήγημα αντιστοιχεί τελικά προς τις θεωρητικές απαιτήσεις της συγγραφέως του.
1993
Μητραλέξη Κατερίνα. Η Ελένη στον "Φάουστ". In: "Κύκλος Ελένη". Έκδοση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Περίοδος 1992-1993. Έκδοση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ίδρυμα …; 1993. pp. 22-27.Abstract
Στο άρθρο αυτό διερευνάται η σημασία της παρουσίας και επίκλησης της Ωραίας Ελένης στον „Faust“ του Goethe. Αφού εξετάζεται η ‘προϊστορία’ του μοτίβου – που συνδέεται εξαρχής με την ιστορία του Φάουστ – αναφέρονται οι συνθήκες υπό τις οποίες συμπεριλαμβάνει ο Goethe την μορφή της Ελένης στον δικό του „Faust“. Γίνεται εκτενής ανάλυση της διαδικασίας προσέγγισής της από τον συγγραφέα και της μεταμόρφωσής της: η Ελένη δεν είναι πια όργανο και επίτευγμα του διαβόλου όπως στο μέχρι τότε πλαίσιο του μύθου του Φάουστ, αλλά σύμβολο της αληθινής ουσίας της τέχνης και της υπέρτατης ομορφιάς, σύμβολο της κλασικής αρχαιότητας, επίτευγμα του Φάουστ ως καλλιτέχνη και πνευματικού δημιουργού. Η Ελένη είναι στον „Faust“ του Goethe ποιητική, πνευματική μορφή. Σύμφωνα με τη θέση του Wolfgang Schadewaldt υποστηρίζεται και στο άρθρο η άποψη πως η Ελένη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να στραφεί ο Φάουστ στη δραστήρια αντιμετώπιση της ζωής στην τέταρτη και πέμπτη πράξη του „Faust ΙΙ“.
mitralexi_1992-1993_i_eleni_ston_faoyst.pdf
1991
Μητραλέξη Κατερίνα. Τάσεις της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας. σεμινάριο 14 Η Ξένη Λογοτεχνία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Μάιος 1991 (περιοδική επιστημονική έκδοση της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων). 1991:49-67.Abstract
Το άρθρο αυτό αποτελεί μια ενημερωμένη βιβλιογραφικά και πιο εκτεταμένη μορφή της εισήγησης που παρουσιάσθηκε στο 14ο σεμινάριο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων το Μάιο του 1991. Το θέμα του σεμιναρίου ήταν «Η ξένη λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση» και η εισήγηση αποσκοπούσε στην παρουσίαση ορισμένων συγγραφέων και τάσεων της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο λογοτεχνικής παραγωγής της Γερμανίας. Ο απώτερος στόχος της ήταν να αποτελέσει πηγή ενημέρωσης και βοήθημα για τους καθηγητές που καλούνται να διδάξουν κείμενα της γερμανικής λογοτεχνίας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Παρουσιάζεται η πορεία της μεταπολεμικής γερμανικής λογοτεχνίας, με ξεχωριστή αναφορά στους συγγραφείς W. Borchert, G. Eich, P. Celan, I. Bachmann, H. M. Enzensberger, F. Dürrenmatt, M. Frisch και Chr. Wolf με παραδείγματα από τον λυρικό, τον δραματικό και τον πεζό λόγο. Ιδιαίτερη μνεία έγινε στη λογοτεχνική παραγωγή της Ανατολικής Γερμανίας. Έγινε προσπάθεια να συγκεντρωθεί και να παρατεθεί η υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία στην ελληνική γλώσσα (μεταφράσεις και μελέτες) και παρατέθηκε επιλεγμένη βιβλιογραφία στη γερμανική γλώσσα για τις ανάγκες των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης.
mitralexi_1991_taseis_tis_syghronis_germanikis_logotehnias.pdf
1989
Σνίτσλερ ΄Αρτουρ. Ο Πράσινος Παπαγάλος, Μετάφραση Κατερίνα Μητραλέξη. Εκκύκλημα (τρίμηνη επιθεώρηση για το θέατρο). 1989;21:41-52.Abstract
Στο μονόπρακτο "Ο Πράσινος Παπαγάλος" - που ο Σνίτσλερ χαρακτηρίζει <γκροτέσκο> - το θέμα είναι η σχέση ανάμεσα στην αλήθεια και το θέατρο, την ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, είναι ο προβληματισμός γύρω από την αισθητική στάση απέναντι στη ζωή: την παραμονή της Επανάστασης Γάλλοι αριστοκράτες παρακολυθούν σ' ένα καπηλειό του Παρισιού μια ιδιότυπη παράσταση. Ηθοποιοί παριστάνουν θαμώνες του καπηλειού, πόρνες, απατεώνες και δολοφόνους που έρχονται να πιούν και να διηγηθούν τα δήθεν κατορθώματα και τα εγκλήματά τους που στρέφονται πάντα κατά των αριστοκρατών. Οι ευγενείς έρχονται για να αισθανθούν έντονες συγκινήσεις και απολαμβάνουν την - όπως νομίζουν - φαινομενική απειλή εναντίον τους. Στην πραγματικότητα ακούν αυτό που τους μέλλεται. Την ίδια στιγμή ξεσπάει έξω, στους δρόμους του Παρισιού, σαν <σιγανό βουητό κεραυνού> η Γαλλική Επάνασταση.
schnitzler_o_prasinos_papagalos_mtfr._mitralexi_1989.pdf
1988
Μητραλέξη Κατερίνα. Άρθουρ Σνίτσλερ "Ο πράσινος παπαγάλος". Παρουσία [Internet]. 1988;6:373-384. Publisher's VersionAbstract
Στο μονόπρακτο του Άρθουρ Σνίτσλερ Ο πράσινος παπαγάλος [Der grüne Kakadu] κυριαρχεί ο προβληματισμός γύρω από την ουσία της πραγματικότητας. Γάλλοι αριστοκράτες επισκέπτονται την παραμονή της Γαλλικής Επανάστασης ένα ιδιόρρυθμο θέατρο-καπηλειό του Παρισιού, όπου οι θαμώνες είναι ηθοποιοί που παριστάνουν κακοποιούς και απατεώνες. Η ευχάριστη διέγερση των νεύρων που προσφέρουν στους αριστοκράτες οι επινοημένες αφηγήσεις των ηθοποιών έρχεται σε αντίθεση με αυτό που πραγματικά συμβαίνει και που οι αριστοκράτες αποφεύγουν να συνειδητοποιήσουν: τη στιγμή που εκείνοι απολαμβάνουν την ψευδαίσθηση της απειλής και του κινδύνου, ξεσπάει έξω, στους δρόμους του Παρισιού, η Επανάσταση. Το βασικό θέμα του έργου είναι αντιπροσωπευτικό της εποχής που γράφτηκε, δηλαδή του Fin-de-siècle, της Βιεννέζικης Νεωτερικότητας αφού ο Σνίτσλερ εστιάζει στα παρακμιακά στοιχεία και στο θέμα της αποσύνθεσης της πραγματικότητας. Ακόμα και ο χαρακτηρισμός «γκροτέσκο» που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για το έργο δεν δικαιολογείται με αυστηρά λογοτεχνικά κριτήρια, αλλά σκοπό έχει να τονίσει την ιδιομορφία των συμβάντων στον Παπαγάλο και να σχολιάσει τη στάση του κοινού που τα υπαγορεύει και τα προκαλεί.Arthur Schnitzlers Einakter "Der grüne Kakadu" (1898), vom Autor als Groteske bezeichnet, variiert das bei Schnitzler beliebte Thema des Verhältnisses zwischen Illusion und Realität. Im historischen Kostüm gekleidet - Französiche Aristokraten geben sich am Vorabend der Revolution in einer kabarettartigen Spelunke dem Spiel mit der Illusion hin, ohne die nahende Katastrophe wahrzunehmen - lassen sich die Figuren des Stücks nach dem Grad ihres Wirklichkeitsverhältnisses charakterisieren. Schon die Wahl des historischen Moments impliziert eine kritische Haltung gegenüber einer realitätsabblendenden Attitüde, die letztendlich auf Schitzlers Zeit und Gesellschaft hinweist.
1986
Μητραλέξη Κατερίνα. Ο Goethe και τα ελληνικά γράμματα – «Ιφιγένεια εν Ταύροις». ΔΙΑΒΑΖΩ. 1986;154:40-43.Abstract
Στα πλαίσια του αφιερώματος του λογοτεχνικού περιοδικού «Διαβάζω» στον Γιόχαν Βόλφγκαγκ φον Γκαίτε γίνεται με το άρθρο αυτό αναφορά στη σχέση του Γκαίτε με την αρχαία ελληνική λογοτεχνία και σύγκριση της «Ιφιγένειας εν Ταύροις» του Γκαίτε με το έργο του Ευριπίδη.  Παρουσιάζεται η εξιδανικευμένη άποψη  του κλασικισμού για την ελληνική αρχαιότητα και σχολιάζεται η αναθεώρηση της άποψης αυτής στον ύστερο κλασικισμό.
1984
Mitralexi K. Über den Umgang mit Knigge: zu Knigges" Umgang mit Menschen" und dessen Rezeption und Veränderung im 19. und 20. Jahrhundert. 1984.Abstract
Der bekannteste Begleiter deutschen Lebens ist weithin unbekannt geblieben. Über den Begriff "Knigge" - ein Synonym für Handbücher des guten Tons, wie auch für Anleitungen zur Bewältigung von Problemen in verschiedenen Lebensbereichen - hat man dessen Ursprung vergessen, nämlich den Freiherrn von Knigge (1752-1796) und sein erfolgreiches Werk "Über den Umgang mit Menschen" (1788). In der vorliegenden Arbeit wird Knigges "Umgang" nach seiner Funktion und sozialer Bedeutung in der historischen Situation seines ersten Erscheinens und seiner späteren Auflagen und Bearbeitungen befragt. Der Erfolg dieser Lebens- und Geselligkeitslehre im ausgehenden 18. Jahrhundert wird auf die Berücksichtigung neuer Bedürfnisse eines erstarkenden Bürgertums bezogen. Die Rezeptions- und Wirkungsgeschichte des Werks stellt sich als Spiegel kulturgeschichtlichen Wandels dar.Το κείμενο του Adolf Freiherr von Knigge (1752-1796) Über den Umgang mit Menschen [Περί των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων] (1788) εντάσσεται τυπολογικά στην κατηγορία των εγχειριδίων Πρακτικής Φιλοσοφίας και Κοινωνικής Ηθικής, τα οποία έχουν μακρά προϊστορία στον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό: περιγράφουν και καθορίζουν την κοινωνική ηθική και συμπεριφορά ανάλογα με τις αντιλήψεις της εποχής και της συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, για την οποία έχει το καθένα γραφεί, την αριστοκρατική αρχικά και αργότερα την αστική τάξη. Και το έργο του Knigge αποτελεί κώδικα κοινωνικής ηθικής αφού περιέχει πληθώρα κανόνων που σκοπό έχουν να ρυθμίσουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, κατέχει όμως μια ιδιάζουσα θέση μεταξύ των σχετικών εγχειριδίων εφόσον προτείνει πρότυπα κοινωνικού προσανατολισμού και συμπεριφοράς που υπερβαίνουν τα όρια μεταξύ των τάξεων.  Το κείμενο δημοσιεύθηκε ένα χρόνο πριν από την Γαλλική Επανάσταση από έναν ένθερμο υποστηρικτή της. Ο Knigge ήταν αριστοκρατικής μεν καταγωγής, αστικών δε αντιλήψεων. Συμμεριζόταν το αισιόδοξο πνεύμα της εποχής, το εμποτισμένο από τον Διαφωτισμό και το γερμανικό Ιδεαλισμό και την άποψη για την ισότητα των ανθρώπων πέρα από κάθε κοινωνική τάξη, ενώ δεχόταν τον αστό σαν τον κατεξοχήν εκπρόσωπο αυτών των αξιών. Προσπάθησε με το βιβλίο του να κωδικοποιήσει τις νέες αξίες και να τις συνδέσει με τους δοκιμασμένους αριστοκρατικούς τρόπους κοινωνικής πολιτικής και συμπεριφοράς έτσι ώστε να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σαν κανόνες περί του κοινωνικού πράττειν στην συγκεκριμένη κοινωνία που τον περιέβαλλε. Η πρόθεσή του ήταν να διαδώσει μια αντίληψη για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που να αποτελεί έκφραση των πεποιθήσεων της αστικής τάξης περί ισότητος και να αφορά τους εκπροσώπους όλων των κοινωνικών τάξεων. Αυτή είναι η θέση που υποστηρίχθηκε στην διατριβή αυτή. Η ιδιαιτερότητα του έργου του Knigge γίνεται εμφανής μετά την αναφορά στα πρώτα κεφάλαια της διατριβής σε σύγχρονα έργα παρόμοιας θεματολογίας, όπως είναι τα έργα του J. H. Campe Theophron oder der erfahrene Ratgeber für die unerfahrene Jugend (1783) και του Christian Garve Über die Maxime Rochefoucaulds: das Bürgerliche Air verliert sich zuweilen bei der Armee, niemals bei Hofe (1792), τα οποία κωδικοποιούν κανόνες αστικής ηθικής και συμπεριφοράς τονίζοντας τις ταξικές διαφορές. Αντίθετα ο Knigge, ορμώμενος από το σύστημα αξιών της αστικής τάξης, αναφέρεται στο σύνολο της κοινωνίας της εποχής του και προτείνει ένα μη ταξικό κώδικα κοινωνικής ηθικής και συμπεριφοράς. Ο τρόπος που προσεγγίζει το θέμα του στο Περί των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, με την δεδηλωμένη πρόθεση να εξοικειώσει τον αστό με τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων κοινωνικών τάξεων της εποχής, προσδίδει στο κείμενο το χαρακτήρα μιας πρώϊμης κοινωνιολογικής ανάλυσης. Εξετάστηκε επίσης η πολυκύμαντη εκδοτική ιστορία του έργου Περί των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων στον 18ο, 19ο και 20ο αιώνα. Το κείμενο γνώρισε αμέσως μεγάλη διάδοση όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στις γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες, επιτυχία στην οποία κατά κύριο λόγο συνέβαλε βέβαια η αστική τάξη. Όσο μεταβάλλονταν οι κοινωνικές ανάγκες των αστών στις επόμενες δεκαετίες, τόσο γινόταν και το έργο του Knigge φορέας των καινούριων κοινωνικών κανόνων, αφού οι εκάστοτε εκδότες δεν δίσταζαν να το εκσυγχρονίσουν. Το κείμενο ήταν ευάλωτο σε τέτοιες επεμβάσεις εξ αιτίας της κατά κάποιο τρόπο «διπλής ηθικής» που καλή τη πίστει του προσέδωσε ο Knigge (συνδυασμός κανόνων αστικού ήθους και αριστοκρατικής κοινωνικής πολιτικής).
mitralexi_1984_uber_den_umgang_mit_knigge_compressed.pdf