.
. ΕΚΠΑ / Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης [Internet]. 2010.
Κεντρική θέση της διατριβής είναι ότι το διεθνές περιβάλλον (και ιδιαίτερα οι διεθνείς σχηματισμοί / οργανισμοί των οποίων ένα κράτος είναι ή επιδιώκει να γίνει μέλος) επιδρά στην επιλογή, τη διαμόρφωση και την εφαρμογή εκπαιδευτικών πολιτικών σε μια χώρα, όχι κατά τρόπο ενιαίο αλλά σε συνδυασμό με την εγχώρια πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα. Η μελέτη των επιδράσεων αυτών έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του εκπαιδευτικού γίγνεσθαι μιας χώρας, ιδιαίτερα όταν αφορά επιδράσεις από διεθνείς δομές, οι οποίες επιβάλλουν πολύ περιορισμένες θεσμικές ή άλλες δεσμεύσεις στις συνδεμένες χώρες και τα κράτη μέλη στον τομέα της εκπαίδευσης, αλλά διατυπώνουν ισχυρό πολιτικο-οικονομικό λόγο, όπως συνέβαινε με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα την εξεταζόμενη από τη διδακτορική διατριβή περίοδο.Στο πλαίσιο αυτό η κεντρική ερευνητική υπόθεση είναι ότι: ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Ελλάδας, όπως εκφράζεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, με το (κατ’ αρχήν ευοδωθέν) εγχείρημα της Σύνδεσης της χώρας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, και επαναβεβαιώνεται μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας (1974) με την αποτελεσματική προσπάθεια πλήρους Ένταξης της χώρας στην Κοινοτική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, επιδρά με ουσιαστικό τρόπο, τόσο σε επίπεδο ρηματικού λόγου όσο και σε επίπεδο πραγματικών εκπαιδευτικών πολιτικών επιλογών, στις τελέσφορες ή ατελέσφορες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες, προσπάθειες αλλαγής και μεταρρυθμίσεις καθ’ όλη την περίοδο 1959-1981. Η διερεύνηση των επιδράσεων αυτών συμβάλλει στην πληρέστερη κατανόηση των εκπαιδευτικών πολιτικών και των παιδαγωγικών επιλογών, την επαρκέστερη διαπραγμάτευση της εκπαιδευτικής και παιδαγωγικής ιστορίας και την περισσότερο ολοκληρωμένη ιστορική συγκριτική ανάλυση των μεταρρυθμιστικών «επεισοδίων» της εξεταζόμενης περιόδου.Για να διερευνήσει το θέμα, η διατριβή αντλεί, θεωρητικά και μεθοδολογικά, από δύο διαφορετικά επιστημονικά πεδία: Αφενός από την ιστορική – συγκριτική μελέτη της εκπαίδευσης και της εκπαιδευτικής πολιτικής, και αφετέρου από το πεδίο των Ευρωπαϊκών σπουδών και ιδιαίτερα από τον τομέα που αφορά στις μελέτες αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον εγχώριο και τον Ευρωπαϊκό λόγο και τις αντίστοιχες πολιτικές. Συνδυάζοντας θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις και από τα δύο πεδία, για τη διερεύνηση του εκπαιδευτικού λόγου και των πολιτικών της εκπαίδευσης στο ευρύτερο συγκείμενο που δημιουργούν οι εθνικές (Ελληνικές) και οι Ευρωπαϊκές συνθήκες/ εξελίξεις, επιχειρείται μια «υβριδική» «ανάγνωση» της Ελληνικής εκπαίδευσης, του παιδαγωγικού κανόνα και της εκπαιδευτικής πολιτικής της εξεταζόμενης περιόδου, η οποία λαμβάνει ισχυρά υπόψη τη θέση της χώρας στο διεθνές σύστημα και την επιδίωξή της, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, να αποτελέσει μέρος του Ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, συμμετέχοντας ισότιμα στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Συνδυάζονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη μελέτη της εκπαίδευσης, το «ενδογενές» συγκείμενο, που διαμορφώνουν οι εσωτερικές / εθνικές πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες με το «εξωγενές» συγκείμενο, που αναφέρεται στις συνθήκες που επικρατούν στο διεθνές περιβάλλον της χώρας, και ιδιαίτερα στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης.Μέσα από την ολοκληρωμένη διερεύνηση της κεντρικής υπόθεσης και την εμπεριστατωμένη διεκπεραίωση των επιμέρους στόχων της, η διατριβή επιδιώκει:
- Να συνεισφέρει μια διαφορετική ανάγνωση της Ελληνικής εκπαιδευτικής ιστορίας της περιόδου.
- Να προτείνει και να εφαρμόσει μια σύνθετη («υβριδική») μέθοδο ιστορικής συγκριτικής ανάλυσης του παιδαγωγικού κανόνα και της εκπαιδευτικής πολιτικής τόσο των εθνικών κρατών όσο και των διεθνών οργανισμών.
- Να αποτελέσει ουσιαστική συμβολή στα επιστημονικά πεδία της συγκριτικής εκπαίδευσης / παιδαγωγικής, της παιδαγωγικής και της εκπαιδευτικής πολιτικής, των διεθνών σπουδών στην εκπαίδευση και της ιστορίας της εκπαίδευσης.
Πέρα από την Εισαγωγή, όπου παρουσιάζονται το σκεπτικό, η κεντρική θέση, το αντικείμενο, τα ερευνητικά ερωτήματα, και, με συνοπτικό τρόπο, η θεωρία και η μέθοδος καθώς και η διάρθρωση της μελέτης, η διατριβή αυτή αποτελείται από τρία μέρη:Το Πρώτο Μέρος περιλαμβάνει τα δύο πρώτα κεφάλαιά της τα οποία έχουν ως αντικείμενο τις θεωρητικές καταβολές και τις μεθοδολογικές προσεγγίσεις της έρευνας, της ανάλυσης και της ερμηνείας του αντικειμένου της διατριβής.Το Πρώτο Κεφάλαιο «Θεωρία και μέθοδος: Συγκριτική – Ιστορική Ανάλυση, Φουκωϊκή Επιστημολογία και Κριτική Ανάλυση της Εκπαιδευτικής Πολιτικής» διαπραγματεύεται αναλυτικά τις θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις της διατριβής που χρησιμοποιούνται για την θεωρητική θεμελίωση της μελέτης, τη μεθοδολογική οριοθέτηση της έρευνας και την ανάλυση και την ερμηνεία των ερευνητικών δεδομένων. Στην πρώτη ενότητα του κεφαλαίου γίνεται εκτενής αναφορά στο επιστημολογικό «μωσαϊκό» της συγκριτικής παιδαγωγικής με ιδιαίτερη αναφορά στη Συγκριτική – Ιστορική Ανάλυση η οποία αποτελεί την κύρια συγκριτική μεθοδολογική επιλογή της διατριβής. Η Συγκριτική – Ιστορική Ανάλυση επικαιροποιείται με την ένταξη σ’ αυτήν στοιχείων από την ιστορική κοινωνιολογία, την ιστοριογραφία των Annales και τη διαπραγμάτευση ζητημάτων περιοδολόγησης στη δεύτερη ενότητα του Κεφαλαίου. Η τρίτη ενότητα εξετάζει τις δύο πιο προβεβλημένες φουκωϊκές «επιστημολογίες» διερεύνησης, ανάλυσης και ερμηνείας ζητημάτων «εξουσίας / γνώσης» και «αλήθειας» , την «αρχαιολογία» και τη «γενεαλογία», ως μορφές Συγκριτικής – Ιστορικής Ανάλυσης και κριτικής της εκπαιδευτικής πολιτικής ως «ιστορίας-προβλήματος». Η τέταρτη ενότητα αφορά στη θεωρητική και μεθοδολογική θεμελίωση της κριτικής ανάλυσης της εκπαιδευτικής πολιτικής, ως «κειμένου» και «λόγου» στο πλαίσιο μιας ιστορικά ευαίσθητης πλουραλιστικής προσέγγισης. Αυτό το πρώτο Κεφάλαιο επιχειρεί να καταδείξει αναλυτικά την «εκλεκτική» προσέγγιση της διατριβής στα ζητήματα συγκριτικής ανάλυσης της εκπαιδευτικής πολιτικής.Το Δεύτερο Κεφάλαιο συμπληρώνει τη θεωρία και τη μέθοδο της μελέτης, παρουσιάζοντας μια «Γενεαλογία των θεωριών για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και εννοιολόγηση του Εξευρωπαϊσμού». Οι τρεις πρώτες ενότητες του Κεφαλαίου εξετάζουν τρείς διαδοχικές γενεές θεωριών της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης με στόχο (α) να εξηγήσουν τις διαφορετικές μεθοδολογικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος και (β) να αιτιολογήσουν την κατά κύριο λόγο Ιστορική – Κοινωνική Θεσμική προσέγγιση της διαπραγμάτευσης της Ενοποίησης στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης. Η τέταρτη ενότητα αφορά στην εννοιολόγηση του Εξευρωπαϊσμού ως μιας από τις κύριες παραμέτρους της προσέγγισης της διατριβής στο ζήτημα των Ευρωπαϊκών επιδράσεων στις υποψήφιες χώρες και τις χώρες μέλη της Κοινότητας.Το Δεύτερο Μέρος περιλαμβάνει τα τρία ερευνητικά κεφάλαια, τα οποία αναφέρονται στις τρεις «εποχές» της χρονικής περιόδου που εξετάζει η διατριβή, 1959 – 1981. Για λόγους συνοχής, τα δύο πρώτα κεφάλαια (Τρίτο και Τέταρτο της Διατριβής) κατηγοριοποιούνται κάτω από τον τίτλο «Η Εποχή της Σύνδεσης», ενώ το επόμενο (Πέμπτο Κεφάλαιο), συνιστά την «Εποχή της Προσχώρησης». Τα κεφάλαια έχουν σχετικά ενιαία διάρθρωση, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση των διαφορετικών «εποχών», αλλά ταυτόχρονα να δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να παρακολουθήσει διαχρονικά τις εξελίξεις σε κάθε έναν από τους τομείς που διαπραγματεύεται η έρευνα. Διαπραγματεύονται διαδοχικά το «εξωγενές» και το «ενδογενές» συγκείμενο της εκπαίδευσης στην Ελλάδα για κάθε «εποχή» που εξετάζεται και ολοκληρώνονται με την συμπερασματική καταγραφή των επιδράσεων που μπορούν σε κάθε περίπτωση να ανιχνευθούν στην Ελληνική εκπαίδευση από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα αλλά και πέρα απ’ αυτή, σε μια προσπάθεια να μην απομονωθεί αυθαίρετα το Ευρωπαϊκό από το παγκόσμιο πλαίσιο στην ιστορική του πορεία.Το πρώτο κεφάλαιο του Δεύτερου Μέρους (Τρίτο Κεφάλαιο) έχει τίτλο «Η Περίοδος της Προσέγγισης, 1959 – 1967». Στο κεφάλαιο καταγράφεται: το «εξωγενές συγκείμενο» της εκπαίδευσης, οι παράμετροι που διαμόρφωναν το διεθνές περιβάλλον στο τέλος της δεκαετίας του 1950 και οι εξελίξεις στην Ευρώπη και στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από τον αυξημένο ρόλο των διεθνών οργανισμών, της ενίσχυσης της αλληλεξάρτησης μεταξύ των κρατών και την παγίωση των δύο διεθνών συνασπισμών μέσω του Ψυχρού Πολέμου· το «ενδογενές συγκείμενο» που συνιστούσαν οι εγχώριες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Ελλάδα, η οποία προσπαθούσε να βρει το βηματισμό της μετά τον Εμφύλιο πόλεμο και να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά· ο πολιτικός, οικονομικός και κοινωνικο-πολιτισμικός λόγος που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα ενόψει της Σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα από τους υπέρμαχους και τους πολέμιους της Ευρωπαϊκής προοπτικής· οι εκπαιδευτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα αλλά και στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο· οι εκπαιδευτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και κυρίως τα «μεταρρυθμιστικά επεισόδια» του 1959 και του 1964· οι επιδράσεις της Ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας στον εκπαιδευτικό λόγο, τις πολιτικές της εκπαίδευσης και τον παιδαγωγικό κανόνα. Το Κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τη συνολική αποτίμηση της εκπαίδευσης κατά την περίοδο 1959-1967 υπό το πρίσμα της προσέγγισης με την Ευρώπη και ιδιαίτερα με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.Το επόμενο κεφάλαιο (Τέταρτο) έχει τίτλο «Η Περίοδος της Αποδρομής, 1967 – 1974» και αναφέρεται στην περίοδο της δικτατορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας η εφαρμογή της Συμφωνία Σύνδεσης είχε ανασταλεί από τα Κοινοτικά όργανα, και εφαρμοζόταν μόνο σε «τρέχουσες υποθέσεις» δευτερεύουσας σημασίας. Ακολουθώντας τα ίδια βήματα με το προηγούμενο Κεφάλαιο για την εξέταση του «ενδογενούς» και του «εξωγενούς» συγκειμένου της εκπαίδευσης, τις «πανοπτικές» εκπαιδευτικές πολιτικές και πρακτικές της δικτατορίας και τις σημαντικές εξελίξεις στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης μιας εκπαιδευτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, διαπιστώνεται η ελαχιστοποίηση των επιδράσεων του Ευρωπαϊκού συγκειμένου στην Ελληνική εκπαίδευση. Στη συνολική αποτίμηση της περιόδου τονίζεται η αποδόμηση πολλών από τις μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης περιόδου και η ενίσχυση της εσωστρέφειας του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.Το Πέμπτο Κεφάλαιο έχει τίτλο «Η Εποχή της Προσχώρησης, 1974 - 1981» και αναφέρεται στην πρώτη περίοδο της «μεταπολίτευσης», η οποία συμπίπτει με την περίοδο των διαπραγματεύσεων για την Προσχώρηση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και την Ένταξη της, ως δέκατου μέλους, στην Κοινότητα το 1981. Όπως και στα δύο προηγούμενα Κεφάλαια, καταγράφονται οι εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και το διεθνές περιβάλλον, όπου έχει ήδη τελειώσει η «χρυσή εποχή» της μεταπολεμικής ανάπτυξης και κυριαρχεί η ύφεση, και το νέο εγχώριο πολιτικό οικονομικό και κοινωνικό σκηνικό που έφερε η μεταπολίτευση, καθώς και ο λόγος που αναπτύσσεται ενόψει της ένταξης και οι αντίστοιχες θεσμικές διαδικασίες. Αναφορικά με την εκπαίδευση, εξετάζονται οι σημαντικές εκπαιδευτικές εξελίξεις στην Κοινότητα, οι οποίες συνιστούν «οπισθοχώρηση» σε σχέση με την ανάπτυξη μιας Κοινοτικής εκπαιδευτικής πολιτικής αλλά ταυτόχρονα σημαίνουν την προώθηση σημαντικών κοινών εκπαιδευτικών δράσεων των κρατών-μελών, αλλά και οι εξελίξεις στην Ελληνική εκπαίδευση, όπου δεσπόζει το «μεταρρυθμιστικό επεισόδιο» 1976-1977 και οι έντονες διεργασίες στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι επιδράσεις της πορείας προς την Ένταξη στον εκπαιδευτικό λόγο, τις εκπαιδευτικές πολιτικές και το θεσμικό πλαίσιο της εκπαίδευσης και γενικότερα στον παιδαγωγικό κανόνα την Ελληνικής εκπαίδευσης. Το Κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τη συνολική αποτίμηση των διεργασιών της περιόδου για την Ελληνική εκπαίδευση.Το Τρίτο Μέρος περιλαμβάνει το Έκτο και τελικό Κεφάλαιο, όπου παρουσιάζονται προτάσεις για την περαιτέρω χρονική και εννοιολογική διερεύνηση του ζητήματος των επιδράσεων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας / Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελληνικό εκπαιδευτικό λόγο, τις πολιτικές και τις πρακτικές μετά την Ένταξη της Ελλάδας στην Κοινότητα καθώς και τα συγκριτικά συμπεράσματα από τον έλεγχο των υποθέσεων της έρευνας και της μελέτης. Στα συμπεράσματα τονίζεται ότι η Ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας επέδρασε στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών της επιλογών, πολιτικών και πρακτικών, τόσο στο επίπεδο του λόγου όσο και (κατά την περίοδο 1974-1981) σε θεσμικό επίπεδο, ενώ ανακεφαλαιώνονται και ερμηνεύονται συγκριτικά, με βάση το θεωρητικό πλαίσιο της διατριβής οι συγκεκριμένες επιδράσεις.Στο τέλος της διδακτορικής διατριβής παρατίθεται ο πλήρης κατάλογος των πρωτογενών και δευτερογενών, νομοθετικών και αρχειακών πηγών που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και ο πλήρης κατάλογος των ξενόγλωσσων και ελληνόγλωσσων βιβλιογραφικών αναφορών.