Spyropoulos V, Tiliopoulou M. Definiteness and case in Cappadocian Greek. In: Proceedings of the 2nd International Conference on Modern Greek Dialects and Linguistic Theory. Patra: University of Patras; 2006. pp. 366-378.
Mylonas K, Gari A, Giotsa A, Pavlopoulos V, Panagiotopoulou P. [Families in] Greece. In: Families across cultures: A 30-nation psychological study. Cambridge University Press; 2006. pp. 344-352.
Πρόκειται για το κείμενο της ανακοίνωσης στο συμπόσιο με θέμα «Das Argument in der Literaturwissenschaft» (Αθήνα, 21-22 Μαϊου 2005), στην οποία έγινε προσπάθεια να αντιπαρατεθούν αναλύσεις της κωμωδίας του Heinrich von Kleist Amphitryon. EinLustspielnachMolière[Αμφιτρύων. Μια κωμωδία κατά τον Μολιέρο] (1807), αντιπροσωπευτικές διαφορετικών σχολών ερμηνείας του λογοτεχνικού κειμένου. Η σφοδρή αντιπαράθεση γύρω από την περιγραφή και αξιολόγηση του κειμένου του Kleist ξεκινά ήδη με τη δημοσίευσή του, αφού στις αρχές του 19ου αιώνα ένα δραματικό έργο με θέμα μυθολογικό κρίνεται με βάση τις αισθητικές θεωρίες του γερμανικού κλασικισμού γύρω από την αρχαιότητα και τη νεωτερικότητα. Έτσι ο Goethe εκφράζεται αρνητικά για το έργο του Kleist, επειδή θεωρεί ατυχή τη σύνδεση αρχαιότητας (αφελής Σωσίας) και νεωτερικότητας (συναισθηματικός Δίας) που το χαρακτηρίζει. Ο Goethe ενστερνίζεται πάντως την άποψη του επιμελητή της πρώτης έκδοσης, Adam Müller, περί της σύνδεσης του αρχαίου μύθου – που αναφέρεται στη γέννηση του Ηρακλή – με τον χριστιανικό, εκφράζοντας ταυτόχρονα ενστάσεις για τη διαμόρφωση της τελικής σκηνής, όπου ο Δίας επιφέρει τη λύση του δράματος ως από μηχανής θεός αρχαίου δράματος. Για τον διορατικό κριτικό Goethe ο σύγχρονος τρόπος που χειρίζεται ο Kleist το μυθικό θέμα οδηγεί σε μια εντελώς ιδιόμορφη σύνθεση όπου κυριαρχεί το παράδοξο, η σύγχυση του συναισθήματος, η απορία του αναγνώστη. Σύμφωνα με τον ρομαντικό Ludwig Tieck η σύγκριση με το πρότυπο, με την ανάλαφρη και πνευματώδη κωμωδία του Μολιέρου Αμφιτρύων (1668), αποβαίνει εις βάρος του έργου του Γερμανού συγγραφέα, αφού αυτός προσέδωσε στο θέμα μυστηριακό βάθος και ανάρμοστη τραγικότητα, για την οποία κυρίως ευθύνεται ο «εντελώς ανεξήγητος έρωτας» του Δία (Tieck). Η εμφανής αντίφαση του τέλους του δράματος προβληματίζει τους κριτικούς: όλα εξηγούνται μεν και όλες οι παρεξηγήσεις διαλύονται, αλλά η αποκατάσταση της τάξης δεν είναι πειστική, εφόσον οι άνθρωποι (Αμφιτρύων, Αλκμήνη) συμπεριφέρονται στο τέλος ως δυστυχή έρμαια της θεϊκής βούλησης. Έτσι, η φευγαλέα υπόσχεση του Δία λίγο πριν την ανάληψή του, για την επικείμενη έλευση του Ηρακλή, αξιολογείται ως η ευτυχής λύση του δράματος, αντίληψη ιδιαίτερα ανθεκτική στο χρόνο, εφόσον επανέρχεται σε πολλές διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις του κειμένου μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.Η μορφή του Δία και η αναφορά του στην επικείμενη γέννηση του σωτήρα της ανθρωπότητας Ηρακλή, ως ανταμοιβή του Αμφιτρύωνα και έκφραση της θεϊκής ευαρέσκειας, βρίσκονται στο επίκεντρο των ερμηνευτικών προσεγγίσεων των εκπροσώπων της Ερμηνευτικής Peter Szondi (1961 και 1964), Hans Robert Jauss (1979 και 1981) και Karlheinz Stierle (1979 και 1997). Παρά τις διαφοροποιήσεις τους στα επιμέρους θέματα που θίγουν, οι απόψεις τους συγκλίνουν στην αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος που διέπει και οργανώνει το έργο και στην ανάδειξη του οποίου αυτό στοχεύει. Για τον Szondi η μορφή του Ηρακλή συμβολίζει την ενότητα θεού και ανθρώπου που δεν επιτεύχθηκε μεν στο δράμα, αλλά θα συμβεί στο μέλλον και θα σημάνει την υπέρβαση της τραγικότητας που χαρακτηρίζει τα κεντρικά πρόσωπα του έργου κατά την αναζήτηση και υπεράσπιση της ταυτότητάς τους, και κυρίως την Αλκμήνη, την οποία αναγνωρίζει ο Szondi ως την κεντρική μορφή της δράσης. Άρα ο Kleist προσδίδει στο θέμα εκ νέου τις μυθικές του διαστάσεις, που ο Μολιέρος είχε απομονώσει προς όφελος της αφήγησης ενός επίγειου και χαρίεντος κοινωνικού συμβάντος. Ο Szondi επισημαίνει ταυτόχρονα τον ιδιόμορφο τρόπο με τον οποίο ο Kleist προσλαμβάνει και παραλλάσσει το κείμενο του Μολιέρου, μένοντας σε μεγάλο βαθμό πιστός σε αυτό, ως να επρόκειτο για μετάφρασή του, και υποδεικνύει την ανάγκη περαιτέρω έρευνας επί του θέματος, κάτι που θα συμβεί αργότερα στα πλαίσια της Διακειμενικότητας (Fjordevik 2004) με ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την ποιητική του Kleist γενικότερα. Για τον Hans Robert Jauss το κείμενο του Kleist αποτελεί απάντηση στις αναζητήσεις της εποχής γύρω από το θέμα της συγκρότησης ταυτότητας, όπως τις διατύπωσε ο Hegel. Έτσι είναι η δυαδική, διυποκειμενική σχέση η βάση για τη συγκρότηση ταυτότητας και όχι η αυτοσυνείδηση, ενώ ο Δίας είναι η αρχή που θέτει την αυτοσυνείδηση υπό αμφισβήτηση και ωθεί στην διερεύνηση της ταυτότητας μέσω της διυποκειμενικότητας, αλλά εμπλέκεται τελικά και ο ίδιος σ’ αυτήν την αμφισβήτηση. Ο Jauss δεν εκλαμβάνει ως εκ τούτου την αναφορά στην έλευση του Ηρακλή ως αρμονική λύση του δράματος, οι άνθρωποι συνεχίζουν να βιώνουν την διάσπαση της ταυτότητάς τους και η θεϊκή παρέμβαση δεν σημαίνει την υπόσχεση μελλοντικής ευτυχίας, αλλά είναι το έναυσμα για τη διαδικασία συγκρότησης ταυτότητας. Για τον Karlheinz Stierle ο Δίας είναι το απόλυτο, αδιαμφισβήτητο και αδιάσπαστο Εγώ που επιζητεί το Εμείς, φθάνοντας έτσι στα όρια των δυνατοτήτων του, και ο Ηρακλής η μορφή που παραπέμπει στη μελλοντική αρμονία και εξάλειψη των αντιθέσεων, εδώ ο Stierle συμφωνεί με τον Szondi. Οι δοκιμασίες, στις οποίες υποβάλλονται τα πρόσωπα του δράματος, είναι αντιπροσωπευτικές για τη θεματική που γενικά χαρακτηρίζει τα έργα του Kleist, δηλαδή την προβληματική σχέση μεταξύ συνείδησης και πραγματικότητας, που όμως εδώ, στην κωμωδία, σύμφωνα με τον Stierle έχουν αίσιο τέλος. Η αναφορά του Stierle στο είδος της κωμωδίας γίνεται στα πλαίσια της υπεράσπισης της ερμηνευτικής του προσέγγισης, που προτείνει για το δράμα μια μεταφυσική διάσταση και ένα υπερβατικό τέλος, έναντι νεότερων μεταδομιστικών και ψυχαναλυτικών ερμηνειών (Λακάν), σύμφωνα με τις οποίες το κείμενο ουδόλως αναπαριστά την πορεία προς μιαν επιτυχή συγκρότηση του υποκειμένου αλλά αντίθετα παρουσιάζει το φευγαλέο και εν τέλει ανέφικτο μιας τέτοιας προσπάθειας.
. In: Sophie Linon-Chipon, VAj D Relations savantes. Voyages et discours scientifiques. PARIS: PUPS; 2006. pp. 51-63. Publisher's VersionAbstract
Au XVIIIe siècle, les savants français se sont intéressés à la flore et à la faune de l’Orient. L’État français a subventionné des expéditions et des voyages scientifiques, qui avaient comme objectif de décrire et d’étudier les richesses naturelles de l’Orient méditerranén. Souvent, les voyageurs, parmi lesquels figurent des médécins et des botanistes célébres essayaient d’identifier les plantes médicinales, qui étaient citées par les auteurs anciens et byzantins. De plus, ils cherchaient à découvrir des plantes médicinales rares, afin de s’en servir pour la fabrication de médicaments nouveaux. Menée essentiellement dans les archives du Muséum d’histoire naturelle de Paris, notre étude, qui s’appuie sur des récits et des traités des voyageurs et des savants, cherche à mettre en lumière la présence de l’histoire naturelle dans la littérature viatique et sa contribution au progrès et à l’avancement de la science. Notons que les auteurs des traités scientifiques, se sont servis du matériel réuni lors des voyages et expéditions scientifiques, qu’ils n’avaient pas été inclus dans leurs récits viatiques. La présente étude vise à situer les recherches sur la flore et la faune de l’Empire ottoman dans le cadre général de la circulation des idées du siècle des Lumières.
Πρόκειται για το επεξεργασμένο κείμενο ανακοίνωσης στο Διεθνές Συνέδριο της Stiftung für Romantikforschung τον Οκτώβριο του 2003 (Ungleichzeitigkeiten der europäischen Romantik / Ασυγχρονίες του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού) , στην οποία τίθεται και διερευνάται το ερώτημα κατά πόσον το κίνημα του Ρομαντισμού έδωσε ώθηση στη λογοτεχνική έκφραση των γυναικών συγγραφέων στην Ελλάδα όπως συνέβη σε αντίστοιχες συνθήκες στις άλλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες και ιδιαίτερα στον Γερμανικό Ρομαντισμό. Όμως στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ο Ρομαντισμός δεν εκδηλώθηκε με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια χρονική συγκυρία όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ η παρουσία των γυναικών συγγραφέων στον λογοτεχνικό κανόνα ουσιαστικά τεκμηριώνεται μόνο μετά το 1930. Εν τούτοις είναι δυνατόν να εντοπισθούν και να μελετηθούν αξιόλογα κείμενα γυναικών που αρθρώνουν το δικό τους λόγο εν μέσω των ραγδαίων εξελίξεων κατά τη διαδικασία προετοιμασίας, ίδρυσης και εδραίωσης του νέου Ελληνικού κράτους, που συμπίπτουν μεν στα πρώτα στάδια χρονικά με την αποκορύφωση του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, αλλά οδηγούν στην εκδήλωση του Ελληνικού Ρομαντισμού όταν στην Ευρώπη ο Ρομαντισμός αποτελεί ήδη παρελθόν.
Γίνεται κατ΄ αρχήν αναφορά στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα και στο γεγονός ότι ο ελληνικός χώρος του πνεύματος και του πολιτισμού είναι κατά πολύ μεγαλύτερος του γεωγραφικού: αναφέρονται τα δύο κυριότερα πνευματικά κέντρα του Ελληνισμού, τα Επτάνησα και το Φανάρι, η σημαντική πολιτιστική δραστηριότητα των Ελλήνων της διασποράς, όπως και η σταδιακή ανάδυση μετά το 1834 του νέου πνευματικού κέντρου, της Αθήνας, όπου η λογοτεχνία καλείται να υπακούσει σε συγκεκριμένες προγραμματικές επιταγές και να συμβάλει στην σφυρηλάτηση μιας νέας εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας. Στο πλαίσιο αυτό γυναικείος λόγος μοιάζει να μην υφίσταται. Στις ελληνικές ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στα κεφάλαια για το χρονικό διάστημα του Ελληνικού Ρομαντισμού (1830-1880), αναφέρονται μόνον η Ευανθία Καϊρη (1799-1866) και η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832), των οποίων το έργο έχει τύχει αναγνώρισης από τη λογοτεχνική κριτική και στις οποίες γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στο παρόν άρθρο.
Στο δεύτερο μέρος του άρθρου και με βάση νεότερες έρευνες για την ύπαρξη και το ρόλο των λογίων γυναικών στην προεπαναστατική και την επαναστατική Ελλάδα (Δημαράς, Κιτρομηλίδης, Ντενίση, Πούχνερ, Στιβανάκη) παρουσιάζονται οι γυναίκες εκπρόσωποι του Διαφωτισμού και το μεταφραστικό, δοκιμιακό ή λογοτεχνικό έργο τους: όπως η πριγκίπισσα Ραλλού Σούτσου, η Αικατερίνη Σούτσου-Βαλέτα και η Μητιώ Σακελλαρίου, οι οποίες κυρίως μεταφράζουν, προτείνοντας με τις επιλογές τους (εγχειρίδια με παιδαγωγικό προσανατολισμό και συμβουλές για την ορθή μόρφωση των γυναικών, ηθικά μυθιστορήματα) πρότυπα γυναικείου ήθους και κοινωνικής συνείδησης στο πνεύμα του Διαφωτισμού. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες αυτές που δημοσιεύουν τις μεταφράσεις τους και συμμετέχουν έτσι στο δημόσιο λόγο, προέρχονται από τις οικογένειες εκείνες από τις οποίες προήλθαν και οι πρώτοι εκπρόσωποι του Ρομαντισμού στην Ελλάδα: οι αδελφοί Σούτσοι, Αλέξανδρος και Παναγιώτης, και ο Γεώργιος Σακελλάριος, ο εισηγητής της ποίησης του Γιουνγκ και της οσσιανικής ποίησης στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη συνέχεια στο πατριωτικό-επαναστατικό δράμα Νικήρατος (1826) της αδελφής του Θεόφιλου Καϊρη, Ευανθίας, το οποίο γράφεται μεσούσης της Επαναστάσεως και χαρακτηρίζεται από έκρηξη συναισθημάτων και τρόπο γραφής που θα μπορούσε να θεωρηθεί ρομαντικός, ενώ αξιοσημείωτο είναι επίσης το δοκιμιακό και μεταφραστικό έργο της Ευανθίας Καϊρη.
Στο τρίτο μέρος του άρθρου παρουσιάζεται εκτενώς η προσωπικότητα και το συγγραφικό έργο της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, ιδιαίτερα η Αυτοβιογραφία της, η οποία αποτελεί και ως πρώιμο δείγμα γυναικείας γραφής και ως αυτοβιογραφία κείμενο πρωτοποριακό. Η αυτοβιογραφία είναι – σε αντίθεση με το μυθιστόρημα – αρχικά «ανδρικό» είδος κειμένου: στην Ελλάδα του 19ου αιώνα τα πρώτα αυτοβιογραφικά κείμενα είναι τα απομνημονεύματα των αγωνιστών της Επανάστασης. Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου αυτοβιογραφείται αναφερόμενη με επικριτικό τρόπο στην προδιαγεγραμμένη μοίρα της ως γυναίκα της αριστοκρατίας της Ζακύνθου, περιορισμένη στο σπίτι και στα δεσμά ενός ανεπιθύμητου γάμου, αυτό όμως που κυρίως την απασχολεί είναι η πνευματική της καλλιέργεια και η συγγραφή των έργων της. Γράφοντας δεν απευθύνεται σε ένα αποκλειστικά γυναικείο κοινό, όπως οι γυναίκες συγγραφείς της εποχής του Διαφωτισμού, ούτε στοχεύει στην διαπαιδαγώγηση του κοινού της. Η γραφή της χαρακτηρίζεται από υψηλή ευαισθησία, υποκειμενικότητα, αμεσότητα και λυρισμό και οδήγησε στον χαρακτηρισμό της Αυτοβιογραφίας ως κείμενο ρομαντικό ή προρομαντικό.
Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του άρθρου σκιαγραφείται και αξιολογείται η παρουσία των γυναικών συγγραφέων στα ελληνικά γράμματα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα: Πηνελόπη Δέλτα, Καλλιρρόη Παρρέν, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, Μαρία Πολυδούρη. Ο ταραχώδης, ανεξάρτητος βίος της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη, η αντίθεσή της προς τους αστικούς περιορισμούς, η ανάγκη της να εκφρασθεί λογοτεχνικά και η λυρική της παραγωγή σε μια εποχή όπου οι γυναίκες συγγραφείς δοκιμάζονται κυρίως στον πεζό λόγο, την καθιστούν την πρώτη (νέο)ρομαντική ποιήτρια της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
«… Εγώ όμως είδα ο ίδιος το έργο των χεριών ενός ζωγράφου, τα μάτια μου καταγοητεύτηκαν από το θέαμα και πραγματικά θαύμασα τη δεξιοτεχνία αυτού του ανθρώπου. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι μόνο ένας εχθρός του ωραίου θα μπορούσε να καλύψει με τη σιωπή ένα τέτοιο καλλιτέχνημα και να αρκεστεί μόνο στο θαυμασμό του δημιουργήματος. Γι αυτό κι εγώ του χαρίζω την ομιλία και το παρουσιάζω, όσο μου είναι δυνατό, μπροστά στα μάτια όσων δεν το έχουν δει… »Με αυτά τα λόγια, ο Κωνσταντίνος Μανασσής (12ος αιώνας) εισάγει την εκτενή περιγραφή ενός ψηφιδωτού στα αυτοκρατορικά ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα την ιδιάζουσα σχέση που διέπει την εικόνα και τον λόγο εντός του λογοτεχνικού έργου. Η παρούσα ανθολογία στόχο έχει να παρουσιάσει μέσα από έξι βυζαντινές εκφράσεις, δηλαδή, περιγραφές έργων τέχνης, τον τρόπο με τον οποίο οι λογοτέχνες στο Βυζάντιο συνδιαλέγονται και συναγωνίζονται με τις εικαστικές τέχνες ή, πάλι, αποτυπώνουν ανθρώπους και τοπία ωσάν αυτά να ήταν έργα τέχνης.Τα έξι κείμενα –τρία πεζά και τρία ποιητικά– προέρχονται από τη μεσοβυζαντινή και την υστεροβυζαντινή περίοδο (10ος -15ος αιώνας). Πρόκειται για ζωντανά λογοτεχνικά έργα που αντανακλούν συγκεκριμένες πολιτισμικές και αισθητικές ανάγκες της βυζαντινής κοινωνίας. Κανένα από τα έξι κείμενα δεν έχει μεταφραστεί στα νέα ελληνικά.
Το βιβλίο, πέρα από ένα εισαγωγικό δοκίμιο για την έκφραση στην αρχαία και τη βυζαντινή λογοτεχνία, περιλαμβάνει σύντομη εισαγωγή για κάθε συγγραφέα, το κείμενο στο πρωτότυπο αντικριστά με την απόδοσή του, όπως επίσης και ένα παράρτημα με αναλυτικά σχολιασμένη βιβλιογραφία.
Fundamental mode Rayleigh waves generated by 380 teleseismic events were analyzed over the period range 10-100 s, in order to study the structure of the lithosphere and upper mantle of the Aegean region. Using the two-station method, 255 reliable phase velocity dispersion curves were calculated over 35 profiles and further inverted to obtain a new model of S-wave velocity with depth. S-wave velocities are resolved to a depth of 180 km. Important features are defined, such as a not completely amphitheatric geometry for the western (≈25° dipping angle) and eastern segments (≈35° dipping angle) of the subducted slab. In north Aegean, high velocities associate with the North Aegean Trough, which westernmost tip correlates with a high velocity anomaly in eastern continental Greece. This zone of high velocity contrast is extended in depth, dips southwards with an angle ≈350 and intersects with the subducted slab at an area where the direction of major tectonic axes changes from ENE-WSW to NNW-SSE towards the continental massif. In Central and North Aegean, where back arc extension and crustal thinning occur, the predominant low velocities observed could be interpreted by upper mantle high thermal flow and partial melting.
In this paper I investigate the relation between agreement checking and case licensing. I consider two constructions from Greek: (a) obligatory case agreement between the nominal predicate and the DP of which it is predicated in small clause structures, (b) nominative case assignment to subjects. Both constructions share the property of involving multiple case-assignment with two nominal elements that agree in case. I draw a distinction between case assignment and case agreement and show that case licensing is possible even in agreement pairs that do not involve a case assigning head. Therefore, I propose that case is not the by-product of agreement checking, but a feature subject to checking theory in the same way other phi-features are.
Arabatzis T. Experiment. In: M. Horowitz (ed.), New Dictionary of the History of Ideas. Vol. 2. Detroit: Charles Scribner's Sons; 2005. pp. 765-769.2005b
Arabatzis T, Gavroglu K. Physical Chemistry. In: C. A. Russell and G. K. Roberts (eds.), Chemical History: Reviews of the Recent Literature. Cambridge: The Royal Society of Chemistry; 2005. pp. 135-153. Publisher's Version2005c
Spyropoulos V. The syntax of Classical Greek infinitive. In: Universal Grammar in the Reconstruction of Ancient Languages. Berlin: De Gruyter; 2005. pp. 295-337.
Georgiafentis M. Towards a minimalist account of the VOS order in Greek. In: In M. Mattheoudakis & A. Psaltou-Joycey (eds) Selected Papers on Theoretical and Applied Linguistics. Thessaloniki: University Studio Press; 2005. pp. 92-103.
Καρακόλης Χρήστος. Το ιερό μυστήριο του Βαπτίσματος και οι μυστηριακές λατρείες. In: Χριστιανική Λατρεία και ειδωλολατρία: Πρακτικά Στ´ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων: 20–23 Σεπτεμβρίου 2004. Αθήνα: Κλάδος Εκδόσεων της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος; 2005. pp. 199-226.
Arabatzis T, Gavroglu K. Entropy. In: The Oxford Companion to the History of Modern Science. Oxford: Oxford University Press; 2003. pp. 268-269. Publisher's Version2003a
Demetriou IC. Least Squares Data Fitting Subject to Decreasing Marginal Returns. In: IAENG Transactions on Engineering Technologies, Special Volume of the World Congress on Engineering 2012. Vol. 229. Gi-Chul Yang, Sio-long Ao, Len Gelman, Editors. Springer 2013 (Lecture Notes in Electrical Engineering 229); 2003. pp. 105-120.
Gajšek P, D’andrea JA, Mason PA, Ziriax JM, Walters TJ, Hurt WD, Meyer FJC, Jakobus U, Samaras T, Sahalos JN, et al.Mathematical modeling of EMF energy absorption in biological systems. In: Biological Effects of Electromagnetic Fields: Mechanisms, Modeling, Biological Effects, Therapeutic Effects, International Standards, Exposure Criteria. Springer Berlin Heidelberg Berlin, Heidelberg; 2003. pp. 114–341.
van de Vijver FJR, Mylonas K, Pavlopoulos V, Georgas J. Methodology of combining the WISC-III data sets. In: Culture and children’s intelligence: Cross-cultural analysis of the WISC-III. Cambridge University Press; 2003. pp. 265-276.
This paper explores the relationship of the perfect with time, in its grammatical expression both as tense and as aspect. While not denying that the perfect has other, non-temporal and non-aspectual uses, while in fact admitting that they are more wide-spread than its time-related uses, it argues that a relationship with time does exist; of the various time-related meanings associated with the perfect it is anteriority that turns out to be more “basic”, in the sense that all the other meanings of the perfect can be derived from it. The article has a strong historical bias: the basic meaning is assumed to have a historical precedence as well as a logical one.
Le but de ce présent ouvrage est d’analyser les rapports entre la Turquie, la Syrie et l’Irak, au moment où ils évoluent sous la pression du problème le plus crucial du Moyen Orient: à savoir le partage entre eux des eaux du Tigre et de l’Euphrate. Après avoir présenté les caractéristiques qualitatives et potentielles des eaux de surface de cette région, nous continuerons par une interprétation du futur rôle géopolitique de la Turquie en tant que pays situé en amont. Le programme GAP de la Turquie est aussi analysé en détail. S’y trouve aussi analysés les multiples formes de chantage diplomatique pratiqué par la Turquie ou qu’elle pratiquera dans un avenir proche sur ses pays voisins, la Syrie et l’Irak, compromettant ainsi la paix dans la région. Le traitement diplomatique du partage des eaux entre ces trois pays très impliqués sera présenté par rapport aux trois composantes: le problème kurde, le problème du pétrole et le problème du Hatay.
On Seeing in Surrealism: Max Ernst’s Objects of Vision. In: Simon Kemp, Libby Saxton (eds.), Seeing Things: Vision, Perception and Interpretation in French Studies. Bern: Peter Lang, Modern French Identities Series; 2002.
Our effort in this text aims to identify the possibilities for mutual cultural understanding between civilizations of the Eastern- and Western- type (e.g. Turkey and Greece), on the one hand, and to suggest, on the other, that more challenges exist -from a geopolitical point of view- which could be exploited by future Turkish actors of power, whose intentions are not always clear. As will be clarified throughout this text, it is our belief that everything depends on the intentions of those who control these political tools. Indeed, only their democratic management may lead to the result which the peoples of the Eastern Mediterranean long for, i.e. peace, international justice and respect for the human rights and political freedoms of their nations and national groups. Nevertheless, any special reference to the Turkish Islamic internalized -as well as comparative- Sufi fraternities should be superseded by an overview of the Islamic and the Sufi syncretic Fraternities, their place in history, as well as by their examination in terms of ideology, in the framework of modern Islam and of the modern Turkish society. It is through this course of examination that we shall be able to draw conclusions on the correlation of these Fraternities with political activity, and to determine the forms, the levels and the qualities of this activity -which is placed well beyond the strict orthodox limits of the official Sunnite Islam of the state and viewed with mixed emotions by the governmental Directorate of Religious Affairs, the Diyanettleri Başkanhi. First of all, we should acknowledge the social necessity of this concept, i.e. the internalized and ideologically, eschatologically, and ethically “charged” Islam, as contrasted to the “dehydrated” legalistic Islam -whose only concern are the Five Fundamental Religious Duties and the observance of the Shari’a. This “internalized Islam”, an Islam so complex and unknown and not susceptible of generalizations, an Islam which in the final analysis is an “Islam of veneer”, consists essentially of a part of the widespread network of the Orders that have been present and operating in the Muslim world for around eight centuries. These Orders must be examined from this -geopolitical- perspective and clearly classified as Islamic, of Islamic origin or Islamic-like Orders. The aim of this text is to set a basis for this research and classification, to the extent permitted by its scope. This continuous phenomenon revives and settles, based on the conjuncture. It remains, however, dark and inaccessible, for the most part, because the Fraternities do not operate legally in all cases and are rather internalizing organizations which do not reveal their affairs to the “profane” society.
Whether or not political islam constitutes a threat for the regime of Turkey -secular by inference- remains an either sincere or hypocritical, yet always invariable, question for the western decision-making and international political influence centres.
Pour aborder ce problème à multiples facettes, il est nécessaire de traiter d’abord des trois questions qui suivent, vues toujours par rapport à la question de la volonté américaine d’exercer une hégémonie politique et militaire sur l’espace eurasiatique et sur son complément maritime, la Méditerranée.
Το άρθρο εντάσσεται στη θεώρηση της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που συνέταξε και κατά κύριο λόγο συνέγραψε η κ. Εύη Πετροπούλου (συμπεριλαμβάνονται κείμενα των: Στυλιανός Αλεξίου, Αναστασία Αντωνοπούλου, Willi Benning, Klaus Betzen, Δημήτρης Δημηρούλης και Κατερίνα Μητραλέξη). Tο βιβλίο συντάχθηκε εξαρχής με γνώμονα το γερμανόφωνο αναγνωστικό κοινό και παρουσιάζει σε δώδεκα ενότητες σημαντικούς συγγραφείς και ρεύματα της νεότερης νεοελληνικής λογοτεχνίας από τις αρχές του 19ου έως τον 20ό αιώνα (δεκαετία του 70) με έμφαση στη συγκριτολογική διάσταση της κριτικής. Αναδεικνύονται ιδιαίτερα οι σχέσεις της ελληνικής με τη γερμανική γραμματεία όπου αυτές υπάρχουν.
Το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρεται στην Επτανησιακή Σχολή και αποτελεί υποκεφάλαιο της τρίτης ενότητας που είναι αφιερωμένη στον Ελληνικό Ρομαντισμό. Σε αυτό γίνεται αρχικά αναφορά στις ιδιαίτερες κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές συνθήκες που επικρατούν στα Ιόνια Νησιά κατά το19ο αιώνα και που τα καθιστούν πύλη και δίοδο προς τη Δύση του ελληνικού πνευματικού χώρου. Ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός βρίσκει εδώ πολύ μεγαλύτερη απήχηση και γόνιμο έδαφος αναφοράς απ΄ ότι στον ρομαντισμό της Αθηναϊκής Σχολής, ενώ η έντονη μεταφραστική δραστηριότητα των Επτανησίων συμβάλλει στην αδιάλειπτη επαφή με τις πνευματικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο στοχασμός γύρω από τη συνέχεια και την εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν υπακούει σε συγκεκριμένες προγραμματικές δεσμεύσεις και αναπτύσσεται στο χώρο του δοκιμίου και της φιλολογικής κριτικής, ενώ το λογοτεχνικό είδος που κυρίως καλλιεργείται είναι η λυρική ποίηση και πολύ λιγότερο η δραματική ή ο πεζός λόγος. Το άρθρο στοχεύει στην ανάδειξη αυτής της πολυσχιδούς πνευματικής δραστηριότητας των Επτανησίων λογίων και ποιητών και παρουσιάζει σε σύντομες κριτικές θεωρήσεις το έργο του Αντωνίου Μάτεση, του Γεωργίου Τερτσέτη, του Ανδρέα Λασκαράτου, του Ιουλίου Τυπάλδου, του Σπυρίδωνα Ζαμπελίου, του Ιάκωβου Πολυλά, του Γεωργίου Καλοσγούρου, του Γεράσιμου Μαρκορά και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
This study is an attempt of creating a virtual model of Patra’s cadastre grid. For this purpose geomorphological and environmental data in combination to archaeological data were analysed using different information technologies. Different kinds of techniques were used in order to reach the target. Remote Sensing and Digital image processing was used in the first place to initiate the primary data. Geographical Information Systems (G.I.S.) were used for the processing of primary data and the production of secondary information layers.Geomorphological and environmental data were particularly helpful for theelimination of those lines that couldn’t be part of a Roman cadastre grid.
Στα πλαίσια αυτής της παρουσίασης, θα επιχειρηθεί, αρχικά, να δοθεί ένας ορισμός του όρου "κοινωνικές αναστολές" και θα διευκρινιστεί το πότε η κατάσταση αυτή συνιστά πρόβλημα το οποίο χρειάζεται ειδική αντιμετώπιση. Στη συνέχεια, θα περιγραφούν οι πηγές των κοινωνικών αναστολών και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του παιδιού με κοινωνικές αναστολές. Ακολούθως, θα δοθούν πρακτικές κατευθύνσεις για τον τρόπο με τον οποίο οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί μπορούν να μειώνουν τις κοινωνικές αναστολές των παιδιών. Τέλος, θα παρουσιαστεί συνοπτικά ένα σχετικό πιλοτικό πρόγραμμα παρέμβασης στον χώρο του σχολείου.
Γαλανάκη Ε. Συστημική προσέγγιση του σχολείου. In: Α. Καλαντζή-Αζίζι & Η. Γ. Μπεζεβέγκης (Επιμ.), Θέματα επιμόρφωσης/ευαισθητοποίησης στελεχών ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα; 2000. pp. 215-220. Publisher's Version
N. Mouratidis LM. Advanced ATM Interface. In: Business and Work in the Information Society: New Technologies and Applications. Vol. 1. IOS Press; 1999. pp. 758–764.
Ν. Μouratidis LM. Advanced ATM Interface. In: Business and Work in the Information Society: New Technologies and Applications. Vol. 1. IOS Press; 1999. pp. 758 - 764.
Μόζερ Αμαλία. Άποψη και τροπικότητα στα συμπληρώματα των "αντιληπτικών" ρημάτων. In: Amalia Moser (ed.) Greek Linguistics '97: Proceedings of the 3rd International Conference on Greek Linguistics, Athens, September 1997. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα; 1999. pp. 170-178.
Patsantáras N. Trainer (in)/Training/Trainerethos. In: Lexikon der Ethik im Sport. Hrsg. im Auftrag des Bundesinstituts fuer Sportwissenschaft von Ommo Grupe und Dietmar Mieth. Red. und Mitarb. Christoph Huebental.-1 Aufl.-Schorndorf: Hofmann 1998 (Schriftenr. Bd 99) ISBN 3-7780-8991-9 . https://www.hofmann-verlag.de/; 1998. pp. 566–569.2014-07-21_16-14-25.pdf
Katavolos A. von Neumann algebras and unbounded operators (in Greek). In: Anoussis M, Kotsakis S, Hatzisavvas N Operator Algebras and Quantum Mechanics (Proceedings of the third Summer School in Analysis, Geometry and Mathematican Physics). Thessaloniki : Ziti Publishers; 1997.
Καρακόλης Χρήστος. «Σάρξ» και «πνεῦμα» στην προς Γαλάτας Επιστολή και στον Γνωστικισμό. In: Εισηγήσεις Η΄ Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων: Η προς Γαλάτας επιστολή του αποστόλου Παύλου: Προβλήματα μεταφραστικά, φιλολογικά, ιστορικά, ερμηνευτικά, θεολογικά. Θεσσαλονίκη: Πουρναράς; 1997. pp. 155-174.
Στο άρθρο αυτό εξετάζονται οι προϋποθέσεις πρόσληψης του αστικού δράματος του Σίλλερ Έρως και Ραδιουργία (1784) από τον Αντώνιο Μάτεση για το θεατρικό έργο του Ο Βασιλικός (1829/30). Η θέση περί της συγγένειας των δύο δραμάτων διατυπώθηκε με έμφαση κυρίως από τον θεατρολόγο Γιάννη Σιδέρη σε πολλές δημοσιεύσεις (1951-1964) και η επίδραση που άσκησε ο Σίλλερ στον Μάτεση θεωρείται έκτοτε δεδομένη (βλ. Γ. Βελουδής Germanograecia 1983, 196 κ. ε.). Μετά τη διερεύνηση των δυνατοτήτων επαφής που είχε ο Μάτεσης με την γερμανική λογοτεχνία και το έργο του Σίλλερ ειδικότερα, διατυπώνεται στο άρθρο η άποψη πως η θέση περί της άμεσης συγγένειας των δύο έργων πρέπει να αναθεωρηθεί στη βάση ενός ευρύτερου πλαισίου επαφής του Μάτεση με την σύγχρονή του ευρωπαϊκή λογοτεχνία (βλ. και Σπάθης 1989).
Moser A. The interaction of lexical and grammatical aspect in Modern Greek. In: Irene Philippaki-Warburton, Katerina Nikolaidis & Maria Sifianou (eds)Themes in Greek Linguistics: Papers from the First International Conference in Greek Linguistics, Reading, September 1993. Amsterdam: John Benjamins; 1994. pp. 137-144. Publisher's Version
During the last decade several authors have undertaken extensive studies of the kinematics and structure of the Small Magellanic Cloud (SMC), which is generally thought to be affected by the dynamics of the triple interacting system consisting of the Galaxy and the Magellanic Clouds (MCs). In this paper we point out the importance of studying the kinematics of old rather than young populations when investigating the purely gravitational effects on the structure of the SMC of the previously mentioned tidal interaction. We also describe briefly the results obtained for such old stars in the NE 'corner'of the SMC.
Two very young clusters in the Large Magellanic Cloud (LMC), NGC 2098 ans SL 666, were selected for the search for mass segregation. Here we present te first results for NGC 2098. The analysis is still in progress and details will be published elsewhere. The present data confirm that the brightest main sequence stars of NGC 2098 are concentrated in the central 1.5 arcmin. The question now arises whether the cluster itself is indeed extended beyond 1.5 arcmin. Extensive star counts are now being performed in all directions and at large radii around NGC 2098 to help settle this question.
Μητραλέξη Κατερίνα. Η Ελένη στον "Φάουστ". In: "Κύκλος Ελένη". Έκδοση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Περίοδος 1992-1993. Έκδοση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ίδρυμα …; 1993. pp. 22-27.Abstract
Στο άρθρο αυτό διερευνάται η σημασία της παρουσίας και επίκλησης της Ωραίας Ελένης στον „Faust“ του Goethe. Αφού εξετάζεται η ‘προϊστορία’ του μοτίβου – που συνδέεται εξαρχής με την ιστορία του Φάουστ – αναφέρονται οι συνθήκες υπό τις οποίες συμπεριλαμβάνει ο Goethe την μορφή της Ελένης στον δικό του „Faust“. Γίνεται εκτενής ανάλυση της διαδικασίας προσέγγισής της από τον συγγραφέα και της μεταμόρφωσής της: η Ελένη δεν είναι πια όργανο και επίτευγμα του διαβόλου όπως στο μέχρι τότε πλαίσιο του μύθου του Φάουστ, αλλά σύμβολο της αληθινής ουσίας της τέχνης και της υπέρτατης ομορφιάς, σύμβολο της κλασικής αρχαιότητας, επίτευγμα του Φάουστ ως καλλιτέχνη και πνευματικού δημιουργού. Η Ελένη είναι στον „Faust“ του Goethe ποιητική, πνευματική μορφή. Σύμφωνα με τη θέση του Wolfgang Schadewaldt υποστηρίζεται και στο άρθρο η άποψη πως η Ελένη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να στραφεί ο Φάουστ στη δραστήρια αντιμετώπιση της ζωής στην τέταρτη και πέμπτη πράξη του „Faust ΙΙ“.
The paper is an analysis of Plato's "proof" of the immortality of the soul in Phaedrus 245c-246a. It points out that the "proof" consists of two arguments: one intended to show that, as long as it exists, the soul does not cease to be alive, and one meant to demonstrate that the soul never ceases to exist.