2024
Η μελέτη αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ασάφειας στη χρήση του όρου Ιουδαίοι και των υποκατηγοριών του (κυρίως πιστεύοντες Ιουδαίοι, Φαρισαίοι, Ιεροσολυμίτες, άλλοι, κόσμος και όχλος) στα κεφ. 7-8 του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Τα κεφάλαια αυτά, και πρωτίστως ο στίχος 8:44, περιλαμβάνουν ορισμένους από τους πλέον οξείς αντιιουδαϊκούς χαρακτηρισμούς στην ιστορία του Χριστιανισμού και έχουν χρησιμοποιηθεί διαχρονικά προκειμένου να θεμελιώσουν αντιιουδαϊκές θέσεις και συμπεριφορές. Σκοπός της μελέτης είναι η αποσαφήνιση της ταυτότητας των εκάστοτε συνομιλητών του Ιησού στα κεφ. 7-8 και των μεταβαλλόμενων τοποθετήσεών τους απέναντί του. Το θέμα προσεγγίζεται από τη σκοπιά της αφηγηματικής κριτικής. Η μελέτη διαιρείται με βάση την αφηγηματική δομή του κειμένου (7:1-9, 10-44, 45-52; 8:12-59). Συμπερασματικά προκύπτει ότι η εναλλαγή των συνομιλητών του Ιησού και η ενίοτε ασάφειά τους εξυπηρετεί τον στόχο του ευαγγελιστή να τους αφήσει σε κάποιον βαθμό απροσδιόριστους, ώστε τελικά να τους προβάλει συνολικά ως εκπροσώπους του αντίθεου κόσμου. Παρατηρείται επίσης ότι η εχθρότητα όλων των αναφερόμενων στο κείμενο ιουδαϊκών ομάδων, καθώς και των Ιουδαίων συνολικά, έναντι του Ιησού αυξάνεται σταδιακά και κορυφώνεται στις εκ μέρους τους απόπειρες σύλληψης και λιθοβολισμού του, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η ύπαρξη κάποιας ομάδας, η οποία απλώς δεν εκδηλώνει τη διαφωνία της με τις απόπειρες αυτές). Ωστόσο είναι σαφές ότι τα κεφάλαια 7-8 δεν λένε την τελευταία λέξη για την τοποθέτηση των Ιουδαίων και των υποκατηγοριών τους έναντι του Ιησού. Αντίθετα, θεωρούμενο συνολικά το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, δείχνει ότι η εξέλιξη της στάσης αυτών των ομάδων έναντι του Ιησού, και επομένως η σωτηρία τους, παραμένει ανοικτή υπόθεση, όχι μόνο εντός, αλλά ακόμη και εκτός του κόσμου της αφήγησης. Αυτό σημαίνει ότι η εν προκειμένω αποτυχία των Ιουδαίων να πιστέψουν αληθινά στον Ιησού και η εχθρότητά τους απέναντί του δεν αποτελούν παρά ένα επιμέρους επεισόδιο σε μια συνεχιζόμενη πορεία, η οποία μπορεί τελικά να οδηγήσει πολλούς εξ αυτών στην πίστη. Επομένως, είναι παντελώς εσφαλμένη η θεώρηση του συγκεκριμένου κειμένου ως μιας στατικής και οριστικής καταδίκης των Ιουδαίων από τον ευαγγελιστή.The study addresses the issue of ambiguity in the use of the term "Jews" and its subcategories (mainly "believing Jews," "Pharisees," "Jerusalemites," "others," the "world," and the "crowd") in chapters 7-8 of the Gospel of John. These chapters, particularly verse 8:44, contain some of the most acute anti-Jewish characterizations in the history of Christianity and have been used over time to justify anti-Jewish positions and behaviors. The study aims to clarify the identity of Jesus' interlocutors in chapters 7-8 and their changing attitudes towards him. The topic is approached from a narrative-critical perspective. The study is divided based on the text's narrative structure (7:1-9, 10-44, 45-52; 8:12-59). In conclusion, the alternation of Jesus' interlocutors and their occasional ambiguity serves the evangelist's goal of leaving them undefined to a certain degree, thus presenting them collectively as representatives of the godless world. It is also observed that the hostility of all the Jewish groups mentioned in the text, as well as the "Jews" as a whole, towards Jesus gradually increases and culminates in their attempts to arrest and stone him, although the existence of a silent group that disagrees with these attempts is not excluded. However, it is clear that chapters 7-8 do not provide the final word on the "Jews'" and their subcategories' stance towards Jesus. On the contrary, considering the Gospel of John as a whole, the development of these groups' attitudes towards Jesus, and therefore their salvation, remains open, not only within but even outside the narrative world. This means that the "Jews'" failure to truly believe in Jesus and their hostility towards him is merely a part of an ongoing journey, which may ultimately lead many of them to faith. Therefore, it is entirely unjustified to view this text as a static and definitive condemnation of the Jews by the evangelist.
Η μελέτη αφορμάται από την προβληματική σχετικά με την έννοια του αγίου ανθρώπου στον Παύλο και στη μεταγενέστερη ανάπτυξη της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θεολογίας. Ενώ στον Παύλο η ανθρωπολογική μεταβολή του ανθρώπου σε άγιο εντοπίζεται στο γεγονός του βαπτίσματος, η Ορθόδοξη Θεολογία τοποθετεί αυτή την ανθρωπολογική μεταμόρφωση στην κατάληξη του αγώνα του πιστού κατά των παθών. Το ερώτημα βάσει αυτών των δεδομένων είναι αν υπάρχουν ήδη στα κείμενα του Παύλου, και σε ποιον βαθμό, ίχνη αυτής της Ορθόδοξης αντίληψης. Ως περίπτωση παραδείγματος επελέγη το κείμενο Φιλ 1:12-2:18, το οποίο περιλαμβάνει στο πρώτο μέρος του (1:12-26) μια αφήγηση του Παύλου για τον εαυτό του, όπως φαίνεται από τη συχνή χρήση του α΄ ενικού προσώπου, καθώς και ρημάτων οριστικής έγκλισης. Αντίθετα, στο δεύτερο, παραινετικό μέρος του υπό εξέταση κειμένου (1:27-2:18 εκτός από το 2:6-11, το οποίο αποτελεί έναν παρένθετο χριστολογικό ύμνο) επικρατεί το β΄ πληθυντικό πρόσωπο και ρήματα σε υποτακτική ή προστακτική έγκλιση. Η μελέτη συγκρίνει τα δύο αυτά μέρη σε γραμματικό, συντακτικό, λεξιλογικό και θεολογικό επίπεδο, ώστε να καταλήξει στα εξής συμπεράσματα: Το αφηγηματικό και το παραινετικό τμήμα του υπό μελέτη κειμένου παρουσιάζουν σημαντική εννοιολογική και ακόμη και λεκτική σύγκλιση. Προκύπτει επομένως ότι αυτό που ισχύει ήδη για τον Παύλο (οριστική έγκλιση) καθίσταται πρόταγμα για τους πιστούς των Φιλίππων (προστακτική έγκλιση). Οι Φιλιππήσιοι καλούνται να μιμηθούν τον Παύλο, ο οποίος μιμείται με τη σειρά του τον Χριστό, στην αυτοθυσιαστική του ταπείνωση και στην βάσει αυτής επιδίωξη της ενότητας. Η μελέτη κατακλείεται με τις εξής συμπερασματικές παρατηρήσεις: Καθίστανται σαφείς η ηθική υπεροχή και η πνευματική ωριμότητα του Παύλου έναντι των πιστών των Φιλίππων, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη καταφέρει να απαρνηθούν τις ιδιοτελείς επιδιώξεις τους και να έχουν αρραγή μεταξύ τους ενότητα, στηριγμένη στην ταπείνωση και στη μίμηση του αποστόλου. Από την άλλη πλευρά ωστόσο δεν διαφαίνεται στο κείμενο καμία ανθρωπολογική διάσταση μεταξύ Παύλου και πιστών, όσο και αν ηθικά βρίσκονται σε διαφορετικά μεταξύ τους επίπεδα. Διαφοροποιώντας την έννοια του αγίου ανθρώπου από τον εν γένει Χριστιανό και μη βλέποντας την αγιότητα ως τη δεδομένη ανθρωπολογική κατάσταση του βαπτισμένου πιστού, αλλά ως τον τελικό στόχο του, η Ορθόδοξη Θεολογία προσπάθησε να ερμηνεύσει το ιδιαίτερα διαδεδομένο φαινόμενο Χριστιανών κατ' όνομα, οι οποίοι όμως ζούσαν αμαρτωλή ζωή, σε αντιδιαστολή προς τους «αγίους» της εποχής του απ. Παύλου. Αν και κατανοητή η μεταβολή αυτή στην περί αγιότητας του ανθρώπου αντίληψη, δεν συνάδει ουσιαστικά με την παύλεια ανθρωπολογία, η οποία, έστω και αν έχει εν μέρει ουτοπικό χαρακτήρα, είναι καίριας σημασίας για την κατανόηση και τον επαναπροσδιορισμό της χριστιανικής ταυτότητας διαχρονικά.This study explores the concept of the “holy human being” (ἅγιος) in the theology of Paul and its subsequent development within Orthodox Christian theology. While Paul situates the anthropological transformation into holiness in the event of baptism, Orthodox theology locates this transformation in the culmination of the believers' struggle against their passions. Based on this background, the study investigates whether traces of this Orthodox understanding can be identified in Paul’s writings. Philippians 1:12–2:18 serves as a case study. The first section (1:12–26) is largely self-narrative, characterized by Paul’s use of the first-person singular and verbs in the indicative. By contrast, the second section (1:27–2:18, excluding the Christological hymn in 2:6–11) is exhortative, predominantly employing the second-person plural and verbs in the subjunctive or imperative mood. The study compares these two sections on grammatical, syntactical, lexical, and theological levels and concludes that they exhibit significant conceptual and even linguistic convergence. This suggests that what is already true for Paul (indicative mood) becomes a directive for the Philippian believers (imperative mood). The Philippians are called to imitate Paul, who, in turn, imitates Christ in his self-sacrificial humility (2:6-11). The study concludes that Paul’s moral superiority and spiritual maturity are evident compared to the Philippian believers, who have yet to abandon selfish pursuits and achieve unity rooted in humility by imitating Paul. On the other hand, the text does not present a fundamental anthropological distinction between Paul and the believers despite their differing moral levels. Orthodox theology, by not considering "holiness" as an innate anthropological trait of all baptized Christians but viewing it as their final spiritual goal, sought to address the later phenomenon of Christians living sinful lives. While this shift in the understanding of holiness is historically understandable, it does not align with Pauline anthropology. The latter, though partially unrealistic, remains central to understanding and redefining Christian identity across time.
Η μελέτη διερευνά την ερμηνεία του στίχου περί της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές από τον αναστάντα Ιησού μετά την Ανάστασή του στο Ιω. 20:22 από την πατερική γραμματεία του τέταρτου και του πέμπτου αιώνα, εστιάζοντας αντιπροσωπευτικά στις ερμηνείες των Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Ιερωνύμου, Ιωάννη Χρυσοστόμου, Αυγουστίνου και Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Από τη διερεύνηση αυτή προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα: 1) Δεν υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ δυτικής και ανατολικής, λατινόφωνης και ελληνόφωνης, αντιοχειανής και αλεξανδρινής εξήγησης. Όπως φαίνεται, έχουν επικρατήσει στη χριστιανική εκκλησία της εποχής συγκεκριμένες τάσεις μιας χριστολογικής και πνευματολογικής ερμηνείας του Ιωα 20:22, παρά λίγες επιμέρους διαφοροποιήσεις και παραλλαγές. Το λεγόμενο Filioque εμφανίζεται μόνο στον Αυγουστίνο σε μια πρώιμη μορφή του, διακριτή από την αντίληψη περί «οικονομικού filioque» των ανατολικών Πατέρων της Εκκλησίας. Σχεδόν όλοι οι εξεταζόμενοι στη μελέτη Πατέρες συνδέουν την εμφύσηση του Αγίου Πνεύματος με την ιστορία της δημιουργίας (Γεν 2:7), αλλά διαφοροποιούν το Πνεύμα από την ανθρώπινη ψυχή. Εξάλλου στηρίζονται σε παράλληλα βιβλικά κείμενα και όχι σε άλλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς καθιστώντας έτσι, παρά τη δεδομένη μεταξύ τους αλληλεπίδραση, τη Βίβλο καθεαυτήν την κατεξοχήν αναμφισβήτητη θεολογική αυθεντία της εποχής τους. Για την ερμηνεία τους, λόγω ακριβώς του δογματικού ενδιαφέροντός της, αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν τις μεθόδους της αλληγορίας και της τυπολογίας. Τέλος, θεωρούν ότι οι διηγήσεις περί της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρονται σε δύο διαφορετικά γεγονότα και όχι στο ίδιο γεγονός, αν και βέβαια τονίζουν ότι πρόκειται για το ίδιο Πνεύμα, το οποίο όμως παρέχει στους αποστόλους σε κάθε ένα από τα δύο αυτά περιστατικά διαφορετικά χαρίσματα. Αναδεικνύοντας και υπογραμμίζοντας η μελέτη τα βασικά θεολογικά μοτίβα της ερμηνείας του Ιωα 20:22 στην πατερική παράδοση φωτίζει τις θεολογικές τάσεις και συζητήσεις μιας άκρως σημαντικής για την ιστορία του Χριστιανισμού περιόδου, κατά την οποία τίθενται τα δογματικά θεμέλια της ανάπτυξής του μέχρι και τη νεότερη εποχή.
This study investigates the interpretation of John 20:22, concerning the risen Jesus’ bestowal of the Holy Spirit upon his disciples, as reflected in the patristic literature of the fourth and fifth centuries. It focuses on the representative exegeses of Cyril of Jerusalem, Jerome, John Chrysostom, Augustine of Hippo, and Cyril of Alexandria. The investigation yields the following conclusions: There is no substantial differentiation between Western and Eastern, Latin and Greek, Antiochian and Alexandrian interpretations. Certain trends of Christological and pneumatological exegesis of John 20:22 had already become predominant in the Christian Churches of the time, despite minor variations and differences. The concept of the Filioque appears solely in Augustine, in an early form distinct from the “economic Filioque” perspective of the Eastern Fathers. Nearly all the Church Fathers examined in the study associate Jesus’ breathing of the Holy Spirit with the creation narrative of Genesis 2:7. However, they make a clear distinction between the Holy Spirit and the human soul. The patristic authors base their interpretations on parallel biblical texts rather than on other ecclesiastical writers. Thus, despite the evident interaction among them, the Bible itself emerges as the preeminent and unquestionable theological authority of their era. Due to the doctrinal nature of their interpretations, the Fathers refrain from employing allegory or typology in their analyses. They unanimously consider the Johannine and Lukan accounts of the giving of the Holy Spirit as referring to two distinct events rather than to the same occurrence. However, they emphasize that the same Spirit is involved in both instances, though it imparts different gifts to the apostles in each case. By highlighting the theological motifs of John 20:22 in the patristic tradition, the study sheds light on the theological trends and discussions of a critical period in Christian history, during which the doctrinal foundations for Christianity's development into the modern era were established.
karakolis_the_giving_of_the_spirit.pdfThe Promise of Ecumenical Interpretation pursues its ecumenical goals by allowing the Bible itself to serve as the point of commonality. The volume retains the Bible's centrality as a guideline for individual faith and for the institutional design of churches in the context of contemporary social conflicts. The authors--one Protestant, one Catholic, one Orthodox--present ten unifying theses on the understanding and function of a conception of Scripture under the sign of Sola Scriptura. They agree that only Scripture, when correctly understood, bears witness to good news for everyone, and that only a shared, expectant, and critical turn to Scripture makes sustainable ecumenism possible. This is the basis for bringing biblical insights to the conditions that make community life possible amid the global and local, ecclesiastical and social conflicts of the present.
Alkier, Stefan, Christos Karakolis, and Tobias Nicklas. “
Ten Theses”. In
The Promise of Ecumenical Interpretation, 7-10. Minneapolis: Fortress Press, 2024.
Publisher's Version Στη μελέτη αυτήν παρουσιάζεται εισαγωγικά η βιολογική λειτουργία των ορμονών σεροτονίνη και ωκυτοκίνη. Η πρώτη ορμόνη προωθεί και ανταμείβει μεταξύ άλλων την άνοδο στην κοινωνική ιεραρχία, ενώ η δεύτερη τους κοινωνικούς και διαπροσωπικούς δεσμούς. Ενώ οι μηχανισμοί αυτοί έχουν αναπτυχθεί βιολογικά για να ευνοούν την επιβίωση, δεν την εγγυώνται, καθώς η προσπάθεια για συνεχή κοινωνική άνοδο μπορεί να δημιουργήσει εχθρούς, ενώ οι δεσμοί εμπιστοσύνης μπορούν να διαρραγούν με διάφορες αφορμές. Στο πρώτο μέρος της μελέτης περιγράφεται η κατάσταση του ιωάννειου κόσμου με έμφαση στη συνεχή πάλη του για αυτοεπιβεβαίωση και δημιουργία δεσμών ως το υπόβαθρο της εν γένει δραστηριότητας του Ιησού. Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται το νέο μοντέλο της εξασφάλισης μια αναβαθμισμένης κοινωνικής θέσης και μόνιμων δεσμών αγάπης και εμπιστοσύνης μέσα στην οικογένεια του Θεού, σύμφωνα με τη διδασκαλία και το παράδειγμα του Ιησού. Στο τρίτο μέρος παρουσιάζεται η ιστορία του Σίμωνος Πέτρου ως αφηγηματικού χαρακτήρα, προκειμένου να φανεί η πορεία της πνευματικής μετάβασης και μεταμόρφωσης από την πραγματικότητα του ιωάννειου κόσμου σε αυτήν της οικογένειας του Θεού. Συμπερασματικά, η μελέτη καταλήγει στο ότι το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο καταγράφει τις εντός του κόσμου και της κοινότητας των ακολούθων του Ιησού τάσεις αυτοεπιβεβαίωσης αφενός και δημιουργίας διαπροσωπικών και κοινωνικών δεσμών αφετέρου. Ωστόσο μέσα στον κόσμο οι τάσεις αυτοεπιβεβαίωσης και επικράτησης δημιουργούν συγκρούσεις και καθίστανται καταστροφικές, ενώ αντίστοιχα οι όποιες συμμαχίες και δεσμοί έχουν επιφανειακό και ασταθή χαρακτήρα, καθώς καταρρέουν, όταν δεν εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα. Από την άλλη πλευρά η αυτοθυσιαστική αγάπη του Ιησού μεταμορφώνει αυτές τις ανθρώπινες τάσεις και συμπεριφορές. Έτσι, οι ακόλουθοι του Ιησού ανέρχονται όχι εντός κοσμικών δομών, αλλά μέσα στην οικογένεια του Θεού ως τα αναγεννημένα παιδιά του. Στην οικογένεια αυτή δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές σχέσεις, αλλά αντίθετα η αυτοθυσιαστική αγάπη προς τους άλλους είναι το κριτήριο και η προϋπόθεση της ανόδου κοντά στον Θεό. Ο αφηγηματικός χαρακτήρας του Πέτρου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μαθητή ο οποίος, παρά την αναμφισβήτητη αφοσίωσή του στον Ιησού, διέπεται από το πνεύμα του κόσμου, καθότι προσπαθεί διαρκώς να αυτοεπιβεβαιωθεί αποδεικνύοντας την υπεροχή του έναντι των άλλων μαθητών. Αφού αποτύχει οικτρά, αρνούμενος τον Ιησού, συνειδητοποιεί ότι μόνο διά της εμπιστοσύνης προς αυτόν μπορεί να γίνει αληθινός μαθητής του. Προϋπόθεση γι' αυτή την εμπιστοσύνη είναι η παραμονή του στην αγαπητική κοινωνία της οικογένειας του Θεού.This study begins with an introduction to the biological functions of the hormones serotonin and oxytocin. The former promotes and rewards ascension within social hierarchies, while the latter facilitates social and interpersonal bonding. While these mechanisms have evolved biologically to enhance survival, they do not guarantee it. Efforts to achieve continuous social ascent may create enemies, while bonds of trust can be broken under various circumstances. The first part of the study describes the state of the Johannine "world," emphasizing its constant struggle for self-assertion and the formation of bonds as the backdrop to Jesus’ overall activity. The second part examines the new model proposed by Jesus’ teaching and example for attaining an elevated social position and permanent bonds of love and trust within God’s family. The third part focuses on the narrative character of Simon Peter as a case study, illustrating the process of spiritual transition and transformation from the Johannine world’s reality into that of God’s family. The study concludes that the Gospel of John portrays tendencies for self-assertion and the formation of social and interpersonal bonds both within the world and the community of Jesus’ followers. However, in the world, the drive for self-assertion and dominance generates conflicts and ultimately proves destructive. Similarly, alliances and bonds are superficial and unstable, dissolving when they no longer serve specific self-interests. Conversely, Jesus’ self-sacrificial love transforms these human tendencies and behaviors. His followers ascend not within worldly structures but within God’s family as his reborn children. In this family, there are no competitive relationships; instead, self-sacrificial love toward others becomes the criterion and prerequisite for drawing closer to God.
The present book is a narrative and theological commentary on the Gospel of John, one of the most important theological and influential texts of the New Testament. In the preface, the reader is informed about the basic scholarly problems concerning the Gospel of John: the genre, its structure and content, its relation to the synoptic gospels, the author, the place, time and aim of its composition, as well as important milestones in Johannine research, and the basic scholarly bibliography. Then, a detailed narrative and a theological analysis of the text beginning with the hymn of the prologue follow. After the analysis of the gospel's narrative introduction up to Jesus' first sign at Cana of Galilee, His public activity, consisting mainly of extensive discourses and a series of representative signs, is analysed in the following chapters. In this part, the structure of the commentary follows the succession of Jewish festivals around which the narrative unfolds. Finally, the farewell discourses of Jesus and the narratives of the Passion and Resurrection are analysed. As it will be shown by the analysis, throughout his gospel the author uses narrative devices to guide the recipients of his text in gradually grasping his theological teaching as to the true identity of the person and the deeper significance of Jesus' work, in contrast to various messianic-eschatological concepts of the time. From a methodological point of view, the commentary presupposes and combines knowledge and methods from the fields of history, literature, narratology, and theology, aiming to offer readers the possibility of a comprehensive understanding of an emblematic early Christian text and the world in which it was composed.Το παρόν σύγγραμμα είναι ένα αφηγηματικό και θεολογικό υπόμνημα στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ένα από τα πιο σημαντικά και επιδραστικά θεολογικά κείμενα της Καινής Διαθήκης. Αρχικά, ο αναγνώστης ενημερώνεται για τα βασικά επιστημονικά προβλήματα του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: το κειμενικό είδος, τη δομή και το περιεχόμενό του, τη σχέση του με τα συνοπτικά ευαγγέλια, τον συγγραφέα, τον τόπο, τον χρόνο και τον σκοπό της συγγραφής του, σημαντικούς σταθμούς της ιωάννειας έρευνας και τη βασική επιστημονική βιβλιογραφία. Ακολουθούν η αναλυτική αφηγηματική και η θεολογική ερμηνεία του κειμένου αρχής γενομένης από τον ύμνο του προλόγου. Μετά την ανάλυση της αφηγηματικής εισαγωγής του ευαγγελίου μέχρι και το πρώτο σημείο του Ιησού στην Κανά της Γαλιλαίας, αναλύεται σε διαδοχικά κεφάλαια η δημόσια δραστηριότητά του, η οποία απαρτίζεται κυρίως από εκτενείς ομιλίες, καθώς και από μια σειρά αντιπροσωπευτικών σημείων του. Η δόμηση του υπομνήματος ακολουθεί στο μέρος αυτό την αλληλοδιαδοχή των ιουδαϊκών εορτών στο πλαίσιο των οποίων εκτυλίσσεται η αφήγηση. Τέλος, αναλύονται οι αποχαιρετιστήριοι λόγοι του Ιησού και οι διηγήσεις του Πάθους και της Αναστάσεως. Όπως θα φανεί από την ανάλυση, σε όλη την έκταση του ευαγγελίου ο συγγραφέας του χρησιμοποιεί αφηγηματικά μέσα, ώστε να καθοδηγήσει τους παραλήπτες του κειμένου του στο να αντιληφθούν βαθμιαία τη θεολογική διδασκαλία του ως προς την πραγματική ταυτότητα του προσώπου και τη βαθύτερη σημασία του έργου του Ιησού, σε αντιδιαστολή προς διάφορες μεσσιανικές-εσχατολογικές αντιλήψεις της εποχής. Από μεθοδολογικής πλευράς, το υπόμνημα προϋποθέτει και συνδυάζει γνώσεις και μεθόδους από τους χώρους της ιστορίας, της φιλολογίας, της αφηγηματολογίας και της θεολογίας αποσκοπώντας στο να προσφέρει στους αναγνώστες τη δυνατότητα μιας σφαιρικής κατανόησης ενός εμβληματικού πρωτοχριστιανικού κειμένου, καθώς και του κόσμου εντός του οποίου αυτό συντάχθηκε.
utf8bzc6vmy0zntetzprokc6hzphoms6fzpvol86jludvc3blbc1vzibkb2hulnbkzg.pdf2021
Abstract. This study discusses the problem of the incompatibility between ethnocentric tendencies within the national Orthodox churches and the New Testament teaching on nonviolence. The three main parts outline the relevant New Testament teaching (1) in the four Gospels and the book of Acts, (2) in the Pauline epistles, and (3) in John’s Revelation. The study concludes that in the New Testament texts, there is no room for the justification of violence on the part of Christ-followers against their opponents. Quite on the contrary, the New Testament views the world as having the potential to become ecclesia, and the “other” as a possible sister or brother in Christ. Unfortunately, this fundamental New Testament teaching is often forgotten in modern-day Orthodoxy, notwithstanding its claims for unbroken continuity with the apostolic tradition. As an example, the Greek-Orthodox church oftentimes emphasizes national identity and heroism over ecclesial faith and ethos. Although understandable, such ethnocentric tendencies clearly contradict the New Testament witness and should be abandoned.
Abstract
CHRISTOS KARAKOLIS: The Preexistence of Jesus in Mark’s Gospel from an Old Testament Perspective
Despite the fact that the Gospel of Mark does not clearly refer to the pre-existence of Jesus Christ, there are significant indications that it is both implied and presupposed. Among the various theories relevant to this issue one can discern the interpretation of Mark 1:2-3 as a passage referring to a heavenly dialogue between God and His Son prior to the beginning of John the Baptist’s preaching in the world, the preaching that will prepare the course of the Son of God in the world.
Following the interpretation of Mark 1:1-3 a translational deficit is highlighted that comes from the non-clarification of the identity of these two heavenly discussants. Although, some translations highlight the fact that in v.2 the conversing subject is indeed God, there is no translation that names the other conversant. This is, indeed, a necessary aspect that should be presented in a dynamic translation so that the reader will be able to un- derstand from the onset the Christological teaching of the Gospel of Mark.
proyparxi_teliko_keimeno.pdfKarakolis, Christos. “
Death, Life, and Resurrection: Christology, Ethics, and Soteriology in Romans 6,1-14”. In
Dying with Christ – New Life in Hope: Romans 5,12–8,39, 43-75. Leuven: Peeters, 2021.
Publisher's Version Abstract
Romans 6,1-14 is central to Pauline thought, both in the letter to the Romans and in the Apostle’s theology as a whole, and this is the reason for its multifaceted history of interpretation, influence, and reception. While this text has many interpretative and hermeneutical dimensions, in this essay we will select an exegetical approach, with emphasis on the detailed examination of its structure, flow, terminology, and theo- logical content. Due to its particular theme, we will mainly focus on the interplay between the terms and theological ideas relating to the concepts of death, life, and resurrection, while also linking christology, ethics, and soteriology to each other.
Die Programmschrift Sola Scriptura Ökumenisch ist weltweit der erste Versuch, Ökumene konsequent aus dem gemeinsamen Bezug auf die Bibel als wegweisender Richtschnur für individuellen Glauben und institutionelle Gestaltung von Kirchen im Kontext offener gesellschaftlicher Konflikte der Gegenwart zu denken. Erstmals werden 10 Thesen zum Verständnis und zur Funktion einer Schriftauffassung im Zeichen von Sola Scriptura publiziert, die gemeinsam von einem evangelischen, einem römisch-katholischen und einem orthodoxen Bibelwissenschaftler formuliert wurden. Sie sind sich darin einig, dass allein die Schrift richtig verstanden eine frohe Botschaft für alle bezeugt und nur die gemeinsame, erwartungsvolle wie kritische Hinwendung zur Schrift tragfähige Ökumene ermöglicht. Diese ist die Basis dafür, biblische Einsichten in die Ermöglichungsbedingungen gemeinschaftlichen Lebens in die globalen und lokalen kirchlichen und gesellschaftlichen Konflikte der Gegenwart einzubringen.
59535.pdf2020
The present paper aims to investigate the characteristics of the kingdom of God and the ethical presuppositions for entering it. The study is limited to the witness of the synoptic gospels. The approach to the issue at hand is a synchronic one based on the method of reader-response criticism. Concretely, the gospels are read through the lens of an assumed ancient reader of the synoptic gospels who is well-versed in Greek literature and compares the concept of the kingdom of God with the one of Athenian democracy according to Pericles’s Epitaph in Thucydides.From an ethical point of view, the kingdom of God exceeds by far even the ideal democracy. Contrary to the latter, the kingdom of God is entirely peaceful, treats all its citizens as equals, invites all human beings to enter it but leaves them free to decide for themselves whether or not they wish to.
The only fight its prospective citizens have to give is against demonic powers and their own negative inclinations. Differently from Pericles’s Epitaph, in God’s kingdom, active love towards all, enemies included, is the quintessence of ethics. To receive God’s kingdom, human beings have to love God more than anything else and their neighbor like themselves. They also have to be forgiving, self-denying, and self-sacrificing without expecting to be rewarded in the present world. On their way to the kingdom of God, they belong to those mourning, crying, and being persecuted. Earthly honor does not matter at all; the sinners, the poor, and the outliers are the first to enter the kingdom.
In sum, the ethical standards for belonging to God’s kingdom are much higher than those of the citizens of the Athenian democracy. Most importantly, though, the ethics of God’s kingdom is founded on faith in Jesus Christ, the true Son of God, whose earthly presence inaugurates his and his Father’s kingdom.
scan_23_mar_2023_12.17.pdf
Fasting is undeniably one of the religious practices that form the identity of the members of the Orthodox Church. Among other points, the official document on fasting of the Holy and Great Council of Crete focuses on the need for the local Churches to apply the principle of oikonomia when necessary. However, in the pertinent argumentation, there is hardly any reference to the relevant witness of the New Testament. The present paper attempts to fill in this blank by presenting St. Paul’s teaching on abstinence from idol food as an important contribution to this discussion.
While Paul is not interested in the practice of fasting per se, he is concerned with the problem of believers eating or avoiding idol food. According to him, Christians with a strong conscience should feel free to consume idol food. However, they also have to take into account their brethren with a weak conscience who think of such practice as participation in idolatry. If necessary, the first ones should be even prepared to give up their right of eating meat so as not to scandalize the latter. It is then clear that St. Paul understands abstinence from food as a condescension to spiritual weakness.
Contemporary civilization has created new serious health disorders, which are partly due to modern-day eating habits. For this, as well as for other reasons, many Christians nowadays cannot and should not be fasting in the traditional way. Taking into consideration the Pauline testimony, the historical diversity of the practice of fasting, as well as the complexity of contemporary problems, an individualized understanding and application of both akribeia and oikonomia is required. In addition, Church members should be encouraged to reach spiritual maturity, so that they are able to take responsibility for both their spiritual and their physical health.
60_christos_karakolis.pdf
In the interconfessional theological dialogue between the Orthodox and the Roman-Catholic Church, there has been much discussion about the famous passage 16:16–19 of Matthew’s Gospel. However, not much attention has been paid to the testimonies of other New Testament books about the Apostle Peter’s person, work, and historical impact. This paper examines the narrative character of Simon Peter in John’s Gospel to contribute to a more comprehensive understanding of the great apostle’s historical significance in early Christianity. In our analysis, we make use of the narrative-critical method focusing on the comparison between Simon Peter and the Beloved Disciple. This approach opens a window to how the Johannine community evaluated Peter’s person and significance at the time of the composition of the Fourth Gospel, and, thus, helps us better understand the biblical foundations of the theological debate on the papal office.
analogia_vol10_metaferomeno.pdfThe time of Photios the Great was crucial for the Jewish-Christian relations. The Byzantine Empire exited the iconoclastic controversy in 842 AD, for which the Jews had been partly held responsible. In 861 AD, the Byzantines attempted to approach the Khazars, who had largely embraced Judaism. Furthermore, starting in 872, emperor Basil I made a series of attempts to convert the Byzantine Jews to Christianity.This historical background is reflected by the numerous references to the Jews in Photios’s works. Photios generally utilizes acute anti-Jewish rhetoric, through which he seems to be seeking to construct a unified Christian identity following the iconoclastic divide. It is noteworthy, however, that Photios focuses his anti-Jewish rhetoric on the events of the New Testament, while he avoids referring to the Jews of his time and thereby inciting tension towards them. He also makes positive remarks about Jewish believers and states his faith in the eschatological conversion of all Jews to Christianity. While Photios addresses his sermons and writings to an exclusively Christian audience, the discourse of modern-day Church is de facto addressed to humanity as a whole. Therefore, our Church should rather adopt a rhetoric of reconciliation, promote a sincere theological discourse, and transcend all sorts of stereotypes. The theological dialogue between the Byzantines and the Khazars, inspired by Photios the Great, is a valuable precedent in this endeavor.
64733542.pdf